Η ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ

  Τι… στο κουτί την προηγούμενη εβδομάδα 15 Μαρτίου 1984 ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΓΝΩΜΗ Οι δυνατότητες της τηλεόρασης μέσα από το φακό του «Παρασκήνιου» Η συζήτηση στο «Παρασκήνιο» της Τετάρτης με αντικείμενο τη μελοποιημένη ποίηση, σαν τηλεοπτική έρευνα θα μπορούσε να θεωρηθεί προέκταση μιας άλλης συζήτησής που είχε γίνει πριν, λίγο καιρό πάλι απ το «Παρασκήνιο» με θέμα το «νέο ελληνικό κινηματογράφο. Και στις δύο περιπτώσεις το κοινό στοιχείο είναι ότι πίσω από κάθε θέμα υπήρχε η άποψη των δημιουργών του «Παρασκήνιου», που πρόβαλλε ανάγλυφα μέσα από τις ερωτήσεις, απ' τον τρόπο παράθεσης των απόψεων απ’ την τελική σύνθεση. Στην περίπτωση της συζήτησης για. το «νέο ελληνικό κινηματογράφο» η άποψη των δημιουργών του «Παρασκήνιου» ταυτιζόταν - όχι αναγκαστικά στα επί μέρους στοιχεία- αλλά στη γενίκευσή της με την άποψη που διατύπωναν οι ίδιοι οι δημιουργοί του «νέου ελληνικού κινηματογράφου», που πήραν μέρος στη συζήτηση Ο αντίλογος υπέρ του εμπορικού ελληνικού κινηματογράφου δεν υπήρχε μέσα στην εκπομπή, υπήρξε όμως σ’ ένα μεγάλο βαθμό εκεί που κατέληγε, στους αποδέκτες της εκπομπής είτε αυτοί ήταν άνθρωποι, του κινηματογράφου, είτε θεατές. Η συζήτηση εκείνη έπαιρνε την οριακή μορφή αντίλογου ανάμεσα στους δημιουργούς του νέου ελληνικού κινηματογράφου και στο ευρύ κοινό και ήταν μια πρόκληση για συνέχιση της συζήτησης, εκτός εκπομπής. Στην προχθεσινή συζήτηση για τη μελοποιημένη ποίηση, ενώ τα τυπικά στοιχεία παραμένουν τα, ίδια - κοινές ερωτήσεις σύνθεση μέσα απ’ την παράθεση των απόψεων -διαπιστώνουμε μια διαφοροποίηση ανάμεσα στις απόψεις των τριών συζητητών -Μαρωνίτης Γεωργουσόπουλος, Σαββόπουλος- με την άποψη που έχουν για το θέμα οι δημιουργοί του «Παρασκήνιου». Θα έλεγα ότι η άποψη του «Παρασκήνιου» ήταν η προέκταση που έβγαινε, μέσα, από τη σύνθεση των επιμέρους απόψεων των συζητητών η οριακή μορφή τους ή αλλιώς η τελική αναίρεση του ερωτήματος που έθεσαν αν μελοποιείται δηλαδή η ποίηση. Ο καθηγητής Μαρωνίτης χρησιμοποιώντας έναν αναλυτικό και δομημένο λόγο, ενώ αξιολόγησε ιστορικά, τη χρησιμοποίηση της ποίησης στη μουσική σύνθεση, διατύπωσε την προσωπική άποψη ότι η σχέση αυτή βρίσκει την καλύτερη έκφρασή της όταν ταυτίζεται στο ίδιο πρόσωπο ο στιχουργός και ο μουσικός ή τουλάχιστον όταν στίχος και μουσική δημιουργούνται ταυτόχρονα ύστερα από συνεχή συνεργασία δύο προσώπων του στιχουργού και του μουσικού. Μάλιστα στην πρώτη περίπτωση όπου, στιχουργός και μουσικός είναι το ίδιο πρόσωπο, διαπιστώνουμε σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις ο στίχος να έχει πολλές φορές, ποιητική λειτουργία όταν χωρίζεται από τη μουσική. Και έφερε το παράδειγμα του Σαββόπουλου. Και ήρθε στη συνέχεια ο Σαββόπουλος να δώσει παραστατικά όλη αυτή την οργανική λειτουργία στην ..παράλληλη γένεση στίχου και μελωδίας. Και αποκαλύφθηκε μέσα απ’ αυτήν την πράξη, η δημιουργική διαδικασία- που αν πάμε λίγο προς τα πίσω τη βρίσκουμε ολοζώντανη στην παράδοση του τραγουδιού τόσο στο δημοτικό, όσο και στο ελαφρό και λαϊκό τραγούδι. Αν και δεν υπήρξε από τους ομιλητές σαφής άρνηση στα ερωτήματα αν μελοποιείται η ποίηση, αυτό έβγαινε μέσα απ’ την τελική σύνθεση των απόψεων. Ήταν η προέκταση των επί μέρους απόψεων, που συνιστά και την άποψη των δημιουργών του Παρασκηνίου. Και έκανε εντύπωση, ότι ενώ αφαιρέθηκαν απ’ τους ομιλητές όλα τα επί μέρους επιχειρήματα που διατυπώνονται για να υποστηριχτεί η θέση όσων μελοποιούν ποιήματα και οι τρεις διατύπωσαν επιφυλάξεις για ορισμένες περιπτώσεις συνθετών που εξαίρεσαν απ’ τον κανόνα. Και ήταν εμφανής η προσπάθεια να εξαιρεθεί ο πρώτος διδάξας ο Μίκης Θεοδωράκης και λίγοι ακόμη. Ακόμη και ο Σαββόπουλος εξαίρεσε ορισμένες περιπτώσεις πριν μιλήσει για συνθέτες του «συρμού» που προσπαθούν να δώσουν βαρύτητα στο έργο τους μέσα απ’ την εγκυρότητα του έργου του ποιητή. Μέσα απ’ τη συζήτηση ενώ ακούσαμε ότι η ποίηση όταν χρησιμοποιείται στο τραγούδι δεν φέρνει πιο κοντά το ευρύ κοινό στην ποίηση ενώ ακουστικά όλο το τραγούδι αποτελεί μια μονοσήμαντη ανάγνωση του ποιήματος ότι υπάρχει ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στον αναγνώστη ενός ποιήματος και στον ακροατή ενός τραγουδιού (Οδυσσέας και Πηνελόπη κατά τη Σαββοπούλεια έκφραση), υπήρχε μια δυσκολία στους ομιλητές να δώσουν καθολική, διάσταση στα λεγόμενά τους σε μια προσπάθεια να μην θιγούν οι πρώτοι και οι πιο επώνυμοι. Στο σημείο αυτό υπάρχει η παρέμβαση των δημιουργών του «Παρασκηνίου» οι οποίοι με τις ένθετες παρεμβάσεις του Θεοδωράκη και Μπιθικώτση δημιουργούσαν μόνιμα την αντιπαράθεση ανάμεσα στις αρνητικές απόψεις για το φαινόμενο που διατυπώνονταν απ’ τους ομιλητές και στον πρώτο διδάξαντα τον συνθέτη που εισήγαγε και σχεδόν αποκλειστικά χρησιμοποίησε στο τραγούδι του την ποίηση, δίνοντας με το παράδειγμά του το έναυσμα γι αυτήν την χωρίς όρια καταλήστευση του ποιητικού λόγου. Όμως αυτή η παρέμβαση και η άποψη έχω την εντύπωση πως έφθανε τελικά μόνο στους μυημένους. Και αυτό γιατί υπήρχαν ορισμένες παρεμβάσεις που αλλοίωναν και τις ίδιες, τις απόψεις των συζητητών. Όταν π.χ. λέει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος πως «ήταν τόσο επιτυχής ή μεταφορά του Επιτάφιου ώστε είχα την εντύπωση ότι τα είχα ξανακούσει», άποψη που οδηγούσε στη σκέψη ότι η πολυσημαντότητα του ποιητικού λόγου μετουσιωνόταν σε τραγούδι, δεν υπήρξε εκείνη τη στιγμή η ερώτηση για να αποσαφηνιστεί αν ήταν ο ποιητικός λόγος που δημιουργούσε αυτή την εντύπωση ή μήπως ήταν εκείνα τα μουσικά στοιχεία - καθολικά αναγνωρίσιμα που απομόνωσε ο Μίκης Θεοδωράκης από το λαϊκό τραγούδι και με τα οποία επένδυσε τους στίχους του ποιητή. Ανεξάρτητα όμως απ’ αυτές τις επιφυλάξεις το «Παρασκήνιο» για άλλη μια φορά δίδαξε ότι και το πιο δύσκολο θέμα και ο πιο δύσκολος λόγος με τα πιο δύσκολα νοήματα μπορούν να αποκτήσουν τηλεοπτική έκφραση και να μεταφερθούν σ’ ένα πολύ ευρύτερο κοινό απ’ αυτό που συνήθως ασχολείται μ αυτά. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΝΩΛΑΚΟΣ