Κριτική για το Ταξίδι στην Μυτιλήνη

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΜΥΤΙΛΗΝΗ Ο Λάκης Παπαστάθης, σκηνοθέτης των βραβευμένων ταινιών «Θεόφιλος», το 1987 και «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον», το 2001, επανέρχεται αυτή την εβδομάδα με την τέταρτη μεγάλου μήκους δημιουργία του «Ταξίδι στην Μυτιλήνη». Η ταινία παρουσιάζει την επιστροφή του πρωταγωνιστή, του Κώστα, στο γενέθλιο τόπο του, τη Μυτιλήνη, μετά από πολλά χρόνια απουσίας στο Παρίσι, με αφορμή την κληρονομιά του πατρικού σπιτιού. Οι μνήμες τον κυκλώνουν και ζωντανεύουν τα παιδικά του χρόνια, για να ανακαλύψουμε την τραγική οικογενειακή ιστορία που τον κράτησε μακριά από τον τόπο του. Οι λίγοι εναπομείναντες συγγενείς, τού ξυπνάνε οδυνηρές αναμνήσεις, ενώ η Ελένη, μια νεαρή γυναίκα που είχε γνωρίσει στο Παρίσι και τώρα εργάζεται στο γηροκομείο του νησιού, θα παίξει καταλυτικό ρόλο στις αποφάσεις του.

Ο Λάκης Παπαστάθης, που έχει αποδείξει ότι δημιουργεί ταινία όταν έχει πράγματι κάτι να πει, υποστηρίζει με πολύ επιμελημένο τρόπο αυτή τη συγκινητική ιστορία. Με τη χρήση μιας υποκειμενικής κάμερας, το βλέμμα του ήρωα ταυτίζεται με αυτό βλέπει η κάμερα, αποδίδοντας μια αμεσότητα, καθώς και ο θεατής βλέπει αυτό που βλέπει και ο πρωταγωνιστής, ενώ ταυτόχρονα διατηρεί και μια απόσταση. Όπως παρατηρεί και η Ελένη, ο πρωταγωνιστής μοιάζει να μπορεί να αντιμετωπίσει αυτά που ξαναβρίσκει, μόνο μέσα από την ασφάλεια και την απόσταση που του παρέχει ο φακός. Για το λόγο αυτό, το παρόν, σημαδεμένο από τις ενοχές για τις δυστυχίες των δικών του, που ακόμα τον βασανίζουν, παρουσιάζεται ασπρόμαυρο, σε αντίθεση με την καταγραφή της πραγματικότητας μέσα από την κάμερα, που αποδίδεται έγχρωμη. Το διπλό ταξίδι του ήρωα, στον τόπο του και στις οδυνηρές αναμνήσεις του, αποτυπώνεται με μια κατακερματισμένη μη γραμμική φιλμική αφήγηση, καθώς οι μνήμες, διάσπαρτες στην ταινία, παίρνουν σάρκα και οστά μέσα από έγχρωμες ενότητες, σε μια αναδρομή στην παιδική του ηλικία. Εκεί μαθαίνουμε την ιστορία του πατέρα του, ενός καλοκάγαθου φωτογράφου, που φρόντιζε με αγάπη και τρυφερότητα την οικογένειά του.

Ο Παπαστάθης, μεγαλωμένος και ο ίδιος στη Μυτιλήνη, νοιάζεται να καταγράψει στην ταινία του το χαρακτηριστικό τοπικό ηχητικό ιδίωμα της ομιλίας, όπως το υποκοριστικό «Κωστέλη», που αποδίδει πολύ ωραία και ο μυτιληνιός ηθοποιός Χρήστος Χατζηπαναγιώτης, στο ρόλο του τραγικού πατέρα. Οι όψεις των όμορφων παλιών αρχοντικών και το θαλασσινό τοπίο της Μυτιλήνης δεσπόζουν στην ταινία. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή που ο πατέρας διασχίζει μαζί με τον δεκάχρονο γιο του, πάνω σε ποδήλατο, την προκυμαία φωνάζοντας ότι τα κύματα δεν τους τρομάζουν. Ο Παπαστάθης δημιουργεί για άλλη μια φορά εξαιρετικά πλάνα μιας απόκοσμης ομορφιάς, όπως στη σκηνή που ο ηλικιωμένος θείος του ήρωα, που τον υποδύεται εξαιρετικά ο Δημήτρης Καταλειφός, παραληρεί στον κόσμο του, σε μια κύκνεια εξόρμηση στη φύση, περιτριγυρισμένος από ένα τοπίο βυθισμένο στην άχλη, που θυμίζει παραμυθένιο πίνακα, αλλά και στη σκηνή που αποτυπώνει ένα απομονωμένο ιδιαίτερο κτίριο, πίσω από έναν ογκώδη βράχο, έτοιμο να γείρει, δημιουργώντας ένα άκρως υπερρεαλιστικό αποτέλεσμα. Πολύ σημαντικός είναι και ο τρόπος που ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί τα μονοπλάνα, κυρίως για να ενώσει το παρόν με το παρελθόν στον ίδιο χώρο, όπως στο πατρικό σπίτι, που βρίσκονται να συνυπάρχουν σε μια αναδρομή όλες οι φιγούρες του παρελθόντος, με μια θεατρικότητα που πετυχαίνει επί σκηνής τη χρονική μετάβαση. Τα όρια ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν δεν είναι σαφή, ενώ η αναπαράσταση της ζωής μπλέκεται με θεατρική αναπαράσταση. Έτσι, σε μια σκηνή που ο γερασμένος θείος Μιλτιάδης παίζει σε μια παράσταση του γηροκομείου τον βασιλιά Οιδίποδα, η διπλή έννοια των στίχων προσδίδει ένα άκρως υπαρξιακό νόημα, μέσα στην αρχαιοπρέπεια των λέξεων. Τα τροπάρια που τραγουδάνε οι χαρακτήρες, τα τραγούδια εποχής, το άκουσμα της ντοπιολαλιάς και γενικά το ακουστικό πεδίο, σε συνδυασμό με τις προσεγμένες φυσιογνωμίες των ηθοποιών και τις εικόνες του τοπίου της Μυτιλήνης φανερώνουν τη βαθιά αγάπη που τρέφει ο Παπαστάθης για μια ελληνικότητα που προβάλλεται στην ολότητά της, ενώ δεν παραλείπει τις φιλολογικές αναφορές: Βιζυινός, στην ταινία «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον» και Κάλβος στο «Ταξίδι στην Μυτιλήνη», με τους στίχους της περίφημης ωδής «Αι Ευχαί», επίκαιρης όσο ποτέ, που απαγγέλλει με σημασία η Ελένη.

Οκτώβρης-Δεκέμβρης 2011, της Ιφιγένειας Καλαντζή