Συνέντευξη στον Μίμη Τσακωνιάτη

Σε μία εποχή αδιάβατου κινηματογραφικού σκοταδιού και τρομαχτικής αποπνευματικοποίησης της κοινωνίας ο Λάκης Παπαστάθης με το έργο του λειτουργεί σαν φάρος που με το φως του σημαδεύει το δύσκολο μα γοητευτικό ταξίδι προς την Ιθάκη. Το πλοίο είναι ο κινηματογράφος και τα πανιά είναι η ψυχή... Ο κινηματογράφος πότε και με ποιόν τρόπο μπαίνει στη ζωή σας; Ο κινηματογράφος μπαίνει στη ζωή μου στη Μυτιλήνη όταν ήμουν στο γυμνάσιο. Υπήρχαν εκεί κάποιοι θαυμάσιοι κινηματογράφοι που έπαιζαν 5 έργα την ημέρα, από τις 1.30 το μεσημέρι μέχρι τις 12 το βράδυ. Ήταν ένα είδος ταινιοράματος. Ειδικά όταν είχε φουρτούνα και ήταν αδύνατο να επιστραφούν οι ταινίες στην Αθήνα, έπαιζαν και αυτές των προηγούμενων ημερών, με αποτέλεσμα να παρακολουθούμε ταινίες κάθε λογής. Τύχαινε μάλιστα κάποιες φορές να βλέπω και πέντε έργα την ημέρα! Βέβαια, δεν υπήρχε η δυνατότητα ενός πνευματικού κύκλου μέσα στον οποίο θα μπορούσαμε να μιλάμε για αυτές τις ταινίες αλλά και αυτό δεν μπορώ να πω ότι μας έλειπε εντελώς γιατί είχαμε διάφορα εντευκτήρια όπως το αθλητικό εντευκτήριο του Πανλεσβιακού όπου παίζαμε ποδοσφαιράκι και στη διάρκεια του παιχνιδιού μιλούσαμε και για τις ταινίες. Ίσως ακούγεται λίγο περίεργα αυτό αλλά ο αθλητισμός και η τέχνη στην παιδική και εφηβική μου ηλικία ήταν αλληλένδετα. Υπήρχαν όμως και κάποιοι άνθρωποι στην Μυτιλήνη που μας οδηγούσαν σ’ αυτά τα πράγματα. Τελειώνοντας λοιπόν το γυμνάσιο ήθελα να κάνω σινεμά. Ήταν βέβαια ένα θολό πράγμα μέσα μου. εντελώς θολό, αλλά υπήρχε και κάτι αποφασιστικό μέσα στην θολούρα μου. Έτσι σπούδασα σε μία σπουδαία, νομίζω κινηματογραφική σχολή στην Αθήνα, το Κέντρο Σπουδών Κινηματογράφου που δυστυχώς κράτησε τρία χρόνια, από το 1962 ως το 1965. Θα ήθελα να αναφέρω τιμητικά τα ονόματα των δασκάλων της σχολής: την περίφημη κριτικό Ειρήνη Καλκάνη, την σημαντικότερη ίσως ελληνίδα κριτικό του ελληνικού κινηματογράφου και του θεάτρου, τον Κώστα Φωτεινό που σήμερα είναι ένας διάσημος δάσκαλος του κινηματογράφου σ’ όλο τον κόσμο, τον Παναγή Λεκατσά και άλλων πολλών που μας δίδαξαν την τεχνική του κινηματογράφου. Από εκεί και πέρα, το 1965, μπήκαμε σ’ αυτόν τον κύκλο των νέων σκηνοθετών, που νομίζω άλλαξαν το τοπίο στην Ελλάδα. Η τηλεοπτική εκπομπή «Παρασκήνιο» που ξεκινάει λίγο μετά την μεταπολίτευση εντάσσεται και αυτή στις προσπάθειες για την δημιουργία ενός νέου κινηματογραφικού τοπίου: Νομίζω ότι προσπαθεί να αρθρώσει αυτόν τον ιδιαίτερο λόγο. να μεταφέρει. δηλαδή την εμπειρία του κινηματογραφικού ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση να κάνει αυτό που εγώ ονομάζω «τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ» και που θεωρώ ότι πάρα πολλές φορές το έχει πετύχει. Άλλωστε, αν πας σε όλα τα φεστιβάλ ντοκιμαντέρ της Ελλάδος τα περισσότερα φιλμ που προβάλλονται είναι από το «Παρασκήνιο» Για ένα σημαντικό όμως κομμάτι αυτού του εύφορου τοπίου ευθύνεστε κι εσείς με τα δικά σας ντοκιμαντέρ. Έχω κάνει πάνω από πεντακόσια και μάλιστα τώρα ζούμε την αγωνία να σωθούν αυτές οι δουλειές, καθώς δεν έχουμε πολύ εμπιστοσύνη στην ΕΡΤ και στα αρχεία της και επιδιώκουμε να γίνει μία φιλμογράφηση, γιατί, όπως καταλαβαίνεις, 25 χρόνια «Παρασκήνιο» είναι η μνήμη της Ελλάδας. Δεν είναι μόνο τα διάσημα πρόσωπα, που υπάρχουν όλα στο «Παρασκήνιο», είναι και τα μεγάλα γεγονότα που έχουν συμβεί. Ντοκουμέντα είναι και οι ίδιοι οι σκηνοθέτες που τα έχουν φιλμάρει. Υπάρχουν ταινίες σκηνοθετών που έχουν φύγει από την ζωή όπως της Φρίντα Λιάππα, της Τώνια Μαρκετάκη, του Λάμπρου Λιαρόπουλου, ενός σημαντικού ντοκιμαντερίστα και σκηνοθέτη, του Χρήστου Βακαλόπουλου, αλλά και ταινίες των μεγάλων σκηνοθετών του ελληνικού χώρου, που είναι σημαντικές και έχουν περάσει στην φιλμογραφία τους. Η εμπειρία σας στο χώρο ντοκιμαντέρ αισθάνεστε να σας βοηθάει στις ταινίες μυθοπλασίας που κάνετε ενίοτε; Είναι πολύ κρίσιμη και πολύ σωστή η ερώτηση που κάνεις. Νομίζω όχι. Ζω απολύτως την σχιζοφρένεια. Άλλο το ντοκιμαντέρ και άλλο το fiction. Ίσως, που συναντώνται: Στο ότι λειτουργεί κάπως σαν πνευματικό προσάναμμα της ψυχής μου και της συνείδησής μου η επαφή μου με όλους αυτούς τους πνευματικούς ανθρώπους μέσα από το «Παρασκήνιο». Αλλά σαν διαδικασία, η fiction ταινία είναι εντελώς διαφορετική. Αν δεις κάποιο από τα ντοκιμαντέρ μου και τον «Καιρό των Ελλήνων», την πρώτη ταινία μου μεγάλου μήκους θα διαπιστώσεις ότι δεν' έχουν καμία σχέση. Δεν κάνω ντοκιμαντερίστικο fiction σινεμά. Κάθε άλλο. Είναι ένα σινεμά απόλυτα ελεγχόμενο. Στο «Καιρό των Ελλήνων» υπάρχουν κάποιες σαφείς αναφορές τόσο στον Θεόφιλο και στον Παπαδιαμάντη όσο και στον Βιζυηνό. Θα μπορούσαμε να δούμε αυτή την ταινία σαν τον κορμό ενός δέντρου, απ’ το οποίο ξεπήδησαν δύο κλαδιά, ο Θεόφιλος και ο Βιζυηνός; Και ελπίζω να ξεπηδήσουν κι άλλα! Φυσικά! Με γοητεύει το τέλος του περασμένου αιώνα. Δεν ξέρω γιατί, δεν το ψάχνω, δεν θέλω να ξέρω απολύτως ποιος είναι ο λόγος. Υπάρχουν μυστηριακές και εσωτερικές διαδικασίες στο ασυνείδητο κάθε καλλιτέχνη, κάθε σκηνοθέτη, που δε θέλω να τις φωτίσω απολύτως. Εμπιστεύομαι όμως την αίσθησή μου. Ξέρω ότι με συγκινεί αυτό το φως που έρχεται από το τέλος του περασμένου αιώνα. Με συγκινεί η γενιά του '80, αυτή η λόγια γενιά, ο Βιζυηνός και ο Παπαδιαμάντης. Ο «Καιρός των Ελλήνων» μιλάει για τη σχέση της λόγιας γενιάς με την λαϊκή παράδοση, που φορείς της είναι οι ληστές. Νομίζω ότι όλες οι ιδέες που υπήρχαν στον «Καιρό των Ελλήνων» επαναβιώνονται, ξαναμπαίνουν στις ταινίες που έχω κάνει μετά. Είναι πολύ σωστή η παρατήρησή σου. Δεν το είχα σκεφτεί αυτό που λες. Στο «Καιρό των Ελλήνων» και τον «Θεόφιλο» βλέπουμε να υπάρχει μία σχετική αυτονομία στα κάδρα και στα πλάνα σε αντίθεση με τον «Βιζυηνό» όπου υπάρχει μεγαλύτερη συνεκτικότητα προς όφελος μίας κάποιας αφηγηματικότητας. Και αυτό είναι αλήθεια. Τα κάδρα και τα πλάνα γενικώς στις δύο πρώτες ταινίες είναι πλάνα που «στέκονται». Δεν υπηρετούν κάποια αφήγηση. Έχουν τα ίδια μία αυτονομία, είναι σαν τις λέξεις στη σύγχρονη ποίηση. Ο «Βιζυηνός» έχει διαφορετικό χειρισμό των κάδρων και του ρυθμού. Τα πλάνα υπηρετούν μία αφήγηση γιατί μην ξεχνάτε ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με πεζογραφία. Στον «Καιρό των Ελλήνων» και στον «Θεόφιλο» τα πλάνα δεν είναι πλάνα «πέρασμα», αλλά πλάνα «στάσεις» Στέκονται και καλούν το θεατή να ενωθεί με το βάθος τους, να μην περιμένει την αφήγηση, το επόμενο και το μεθεπόμενο, αλλά να βιώσει κάθε πλάνο ξεχωριστά. Αυτό βέβαια έχει μία νεωτερικότητα, αλλά από την άλλη μεριά αυτή η υπονόμευση της αφήγησης δημιουργεί κάποια προβλήματα στο θεατή σε σχέση με την επικοινωνία. Το τοπίο στις ταινίες σας μοιάζει να συμπρωταγωνιστεί με τους ήρωες. Συμφωνείτε; Πάντα μ’ αρέσει το τοπίο στις ταινίες. Νομίζω ότι και στις τρεις ταινίες υπάρχει ένα τοπίο που αγκαλιάζει την αφήγηση και τα πρόσωπα. Δεν είναι όμως μόνο φυσικό αυτό το τοπίο. Είναι ένα τοπίο που πάλλεται από τη συγκίνηση της αφήγησης, αλλά και από τις πνευματικές επενδύσεις των ελλήνων ζωγράφων και λογοτεχνών. Είναι ένα κάπως ιδιαίτερο τοπίο. Δεν είναι ένα τοπίο ντεκόρ της αφήγησης. Στον «Βυζυηνό» όμως βλέπουμε ότι υπάρχει μία στροφή προς τα μέσα. Δηλαδή το τοπίο πια, αντικατοπτρίζει και προσπαθεί να περιγράφει τον ψυχισμό των ηρώων. Το φως είναι κάπως πιο σύνθετο και τα χρώματα ποικίλα. Θα έλεγα ότι μπορούμε να μιλήσουμε για εξπρεσσιονισμό καθώς τα χρώματα προσπαθούν να αποδώσουν τα συναισθήματα. Ακριβώς. Δεν έχει μόνο την ρεαλιστική του ταυτότητα. Και στις άλλες ταινίες υπάρχει αυτό το στοιχείο αλλά εδώ γίνεται κάπως διαφορετικά. Απλώς δεν είναι μόνο ένα φυσικό τοπίο. Είναι ένα τοπίο που πάλλεται από το ψυχισμό των ηρώων και από την πνευματικότητα του πώς είδαν το τοπίο διάφοροι καλλιτέχνες στην Ελλάδα, όχι μόνο οι φωτογράφοι και οι κινηματογραφιστές, αλλά και οι ποιητές και οι λογοτέχνες. Η αίσθηση του τοπίου στις ταινίες μου είναι πραγματικά κάτι πιο σύνθετο. Μέσα και από τις τρεις ταινίες σας αναζητάτε την αυθεντικότητα των ηρώων, αλλά και μιας εποχής. Θα έλεγα την πολιτισμική καθαρότητα αλλά φοβάμαι ότι είναι βαριά κουβέντα. Είναι βαριά κουβέντα η πολιτισμική καθαρότητα. Η καθαρότητα παραπέμπει σε άλλα θέματα (γελάει). Ας πούμε πως παραπέμπει σε μία εθνική αυτογνωσία. Πως μπορεί να υποστηριχθεί ένα τέτοιο αίτημα σήμερα σε μία εποχή εθνοτικού πλουραλισμού και επιμειξίας του εθνικού πολιτισμού με πάρα πολλά υποπολιτισμικά αλλά και ξένα πολιτιστικά στοιχεία που εισάγονται με την παγκοσμιοποίηση; Νομίζω ότι κάνοντας μία ταινία εντοπιότητας, μπορείς ταυτοχρόνως να είσαι νεωτερικός, μπορείς ταυτοχρόνως να μιλήσεις και στους άλλους ανθρώπους. Αλίμονο. Η εντοπιότητα δεν είναι φραγμός. Οι σταθερές υπάρχουν παντού, και ιδιαίτερα στον τόπο στον οποίο αναφέρεσαι. Πράγμα που αν το κάνεις με μία καθαρή ματιά μπορεί αυτό να εκτιναχθεί και διεθνικά. Η γλώσσα επίσης του κινηματογράφου παίζει πάρα πολύ μεγάλο ρόλο. Δηλαδή το ίδιο θέμα αν το κάνεις με ένα τρόπο παλιό όσο καινούργιο και να είναι το θέμα είναι παλιός ο τρόπος. Νομίζω ότι γενικώς υποτιμούμε τον τρόπο, την γραφή. Η γραφή στο σινεμά έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία από το θέμα πλέον. Ρίχνεται δηλαδή το βάρος της δημιουργικής σας ζυγαριάς προς την μεριά της φόρμας; Ναι αλλά όχι εις βάρος του περιεχομένου. Η φόρμα είναι ο τόνος της φωνής μας. Η φόρμα μπορεί να προδώσει το θέμα, ή να το αναδείξει. Ο «Βιζυηνός» θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι περισσότερο μία μυθιστορηματική βιογραφία αν δεχτούμε βέβαια ότι οι προηγούμενες δύο ήταν ποιητικές βιογραφίες. Δεν ξέρω αν είναι σωστός ο όρος; Τον είχα χρησιμοποιήσει κι εγώ αυτόν τον όρο. Συμφωνώ. Θα έλεγα ότι δεν πρέπει να χρησιμοποιήσουμε κλισέ για αυτού του είδους την αφήγηση. Ούτε εγώ ξέρω ακριβώς πώς μπορούμε να το ονομάσουμε. Θα έλεγα ότι είναι μία συνάντηση με ένα λογοτεχνικό κείμενο του περασμένου αιώνα. Μία συνάντηση ενός κινηματογραφιστή με ένα λογοτεχνικό κείμενο του περασμένου αιώνα. Εξάλλου εμείς δεν είμαστε σαν τον Ναγκίσα Οσίμα, τον γιαπωνέζο που είχαμε μπαμπά τον Κουροσάβα, τον Μιτζογκούτσι, τον Όζου, όλα αυτά τα θηρία του παγκοσμίου κινηματογράφου. Εμείς στρέψαμε την πλάτη στην κινηματογραφική μας παράδοση. Η σχέση μας είναι με την λογοτεχνία. Αλλά το να θαυμάζεις την λογοτεχνία και να αγαπάς την λογοτεχνία κάνοντας σινεμά είναι πολύ πιο δύσκολο. Μεταφέρεις σε μία άλλη τέχνη τους κώδικες μίας άλλης τέχνης και αυτό είναι πάρα πολύ δύσκολο. Αυτό δημιουργεί ένα βραχυκύκλωμα αλλά είναι και πάρα πολύ γοητευτικό μέσα στην δυσκολία του. Αυτό είναι στίγμα, το δικό μου τουλάχιστον στίγμα. Αυτό θεωρώ είναι και ένα αίτημα του κινηματογράφου να αναπτύξει δηλαδή την δική του γλώσσα και τους κώδικες του. Είναι και ένα στοίχημα γιατί αν δούμε την πορεία του στον αιώνα θα διαπιστώσουμε μία διαρκή προσπάθεια να ξεφύγει από κάποιες τέχνες όπως το θέατρο και την λογοτεχνία και να αυτονομηθεί. Είναι πολύ σωστό αυτό που λες. Όταν έβγαζα την σχολή μας έλεγαν οι δάσκαλοι μας «Προσέξτε μακρυά από την λογοτεχνία, μακρυά από το θέατρο». Τώρα όμως δεν είναι έτσι τα πράγματα. Ο κινηματογράφος μπορεί να συναντήσει χωρίς κόμπλεξ τη λογοτεχνία. Είναι ένας κύκλος. Ακριβώς απλώς θέλει διαφορετικό βλέμμα η συνάντηση. Όχι αναπαραγωγή της λογοτεχνικότητας, αλλά βαθύτερη σχέση με τη λογοτεχνία. Άλλωστε, πως είναι δυνατό να αγνοήσει κανείς την λογοτεχνία στην Ελλάδα όπου έχουν εκφραστεί τα πάντα. Από το φως, το τοπίο, έχουν μιλήσει γι' αυτά οι ποιητές μας, οι πεζογράφοι μας. Μπορούμε να το αγνοήσουμε αυτό; Έχουν μιλήσει για τους ανθρώπους που έζησαν σ' αυτόν τον τόπο. Δηλαδή όλο αυτό το τεράστιο πνευματικό γεγονός της λογοτεχνίας δεν είναι δυνατόν να μην περάσει στο ελληνικό σινεμά. Και αυτό δεν λέω μόνο για μεταφορά ενός συγκεκριμένου διηγήματος. Μπορεί να μην κάνεις μεταφορά ενός συγκεκριμένου διηγήματος αλλά να είσαι βαθιά επηρεασμένος από την λογοτεχνία όπως στον «Καιρό των Ελλήνων» που θεωρώ ότι ήμουν βαθιά επηρεασμένος από την λογοτεχνία μη κάνοντας μεταφορά λογοτεχνικού έργου. Την ένιωθα κάθε στιγμή δίπλα μου, άκουγα τα κείμενα που είχα διαβάσει για το τοπίο, για τα πρόσωπα, για τους ανθρώπους, για την ιστορία. Η σχέση με τη λογοτεχνία νομίζω ότι υποβαθμίζεται αν μείνει μόνο στο ότι τώρα παίρνουμε ένα ωραίο διήγημα και το κάνουμε κινηματογράφο ή τηλεόραση. Το λέω αυτό κάνοντας κριτική στην τηλεόραση περισσότερο. Θυμάμαι παλαιότερα την αγωνιώδη προσπάθεια σκηνοθετών να κατεβάζουν βιβλιοθήκες, λογοτεχνικά κείμενα χωρίς να έχουν διαβάσει λογοτεχνία στην ζωή τους και ψάχναν να βρουν κείμενο κατάλληλο για μεταφορά στην τηλεόραση. Όχι δεν γίνεται έτσι. Πρέπει να έχεις προσωπική σχέση με τα κείμενα, να τα έχεις βιώσει, να αγαπάς τους συγκεκριμένους λογοτέχνες, για να μπορέσεις να κάνεις κάποτε μία μεταφορά, πετυχημένη ή αποτυχημένη. Και λέω αποτυχημένη γιατί τα σπουδαία κείμενα συνήθως οδηγούν στην αποτυχία. Η ηρωική αποτυχία όμως, είναι η καλύτερη περίπτωση για την τέχνη. Δεν ξέρω αν ο «Βιζυηνός» είναι μία τέτοια περίπτωση (γελάει). Ο χρόνος θα το δείξει άλλωστε. Τόσο ο Θεόφιλος, όσο και ο Βιζυηνός, αναγνωρίστηκαν από την κριτική κυρίως μετά το θάνατό τους. Θεωρείτε ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει σήμερα και στον νέο ελληνικό κινηματογράφο; Ότι δηλαδή το έργο κάποιων σκηνοθετών δεν έχει αναγνωριστεί και αναλυθεί όσο θα έπρεπε από την κριτική; Αυτό είναι σίγουρο. Δεν θέλω να μιλήσω, να κτυπήσω ξύλο για μετά θάνατον γιατί είναι ακόμα νέοι οι σκηνοθέτες που έκαναν αυτή τη στροφή του ελληνικού κινηματογράφου. Σίγουρα όμως πρέπει να μελετηθεί το νέο ελληνικό σινεμά και οι σκηνοθέτες του. Ας πούμε: Ξέρουμε πολύ καλά τον Σταύρο Τορνέ; δεν το πιστεύω. Τον Κώστα Σφήκα; Έχουν γραφτεί πολύ σοβαρά κείμενα για τις ταινίες του Βαφέα για παράδειγμα; Δεν μιλάω για τα πάρα πολύ γνωστά ονόματα. Νομίζω ότι μόνο ο Αγγελόπουλος έχει εισπράξει την μερίδα του λέοντος και από τους έλληνες και τους ξένους κριτικούς. Ξέρουμε πολύ καλά τις ταινίες του Νικολαΐδη ή τις ταινίες του Παναγιωτόπουλου; Δεν νομίζω ότι έχουν ψαχθεί αυτά τα πράγματα. Έχει μελετήσει κανείς τις ταινίες της Αντουαννέτας Αγγελίδη; Όχι απλώς κλείνονται κάποια στιγμή στα συρτάρια. Ε, είναι καιρός πια να ανοίξουν τα συρτάρια και να δούμε αυτές τις κόπιες και να μιλήσουμε για αυτούς τους «τρελούς» σκηνοθέτες που νομίζω άλλαξαν την μορφή του ελληνικού κινηματογράφου. Είναι πάντως λίγο μελαγχολικό. Για το ελληνικό θέατρο για παράδειγμα υπάρχουν τρομερές μελέτες, υπάρχουν οι θεατρολογικές σχολές και εδώ και στην Θεσσαλονίκη όπου μελετάνε καθηγητές το παραμικρό. Για έναν ηθοποιό τρίτης κατηγορίες γίνονται μελέτες πάνω σ' αυτόν ή για κάποιους συγγραφείς επίσης. Για την λογοτεχνία επίσης έχουν ασχοληθεί πάρα πολύ άνθρωποι και έχει χυθεί πολύ μελάνι. Για το προπολεμικό σινεμά ξέρεις ότι δεν έχει γραφεί μία μελέτη της προκοπής. Και για την δική μου την γενιά δεν έχει γραφτεί σχεδόν τίποτα παρά το γεγονός ότι οφείλω να πω ότι ο Γιάννης Σολδάτος προσπαθεί, γίνονται κάποιες βιβλιογραφίες, έχει γίνει κάποια αρχή αλλά συγκροτημένες μελέτες δεν υπάρχουν. Νομίζω ότι είναι καιρός να γίνει. Δείχνει πόσο πίσω είναι η έρευνα. Και εξαντλείται όλο το θέμα στην γνώμη των δημοσιογράφων που βλέπουν τις ταινίες στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης μεταξύ τυρού και αχλαδιού και στέλνουν ανταπόκριση μέσα σε μισή ώρα, βάζουν σταυρούς πέντε, τέσσερεις, τρεις, δύο, έναν, και αυτό θεωρείται κριτική του Ελληνικού κινηματογράφου. Στο «Βιζυηνό» υπάρχει το στοιχείο της ψυχογραφίας, πράγμα βέβαια, που προκύπτει μέσα από το ίδιο το διήγημα. Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο κινηματογραφείται η ψυχογραφία κρατάει σε μία απόσταση τον θεατή και δεν του επιτρέπει να ταυτιστεί, όπως θα συνέβαινε στην περίπτωση μίας ταινίας που αναπτύσσεται με τους παγιωμένους δραματουργικούς κανόνες. Ελπίζω όμως αυτό να οδηγεί επίσης στην συγκίνηση παρά την αυθεντικότητα της και την διαφορετικότητα αυτής της ταινίας. Στο τέλος θέλω ο θεατής να συγκινηθεί. Άλλωστε, έχουμε δύο θανάτους στην ταινία που ακολουθούν το τέλος της αφήγησης και συμπίπτουν και κλείνει έτσι ο κύκλος. Από στιγμή που ο παππούς αφηγείται τη ζωή του περιμένοντας τον μικρό εγγονό, το «ευήκοον ους», το καλό αυτί για να του πει την ζωή του, πεθαίνει ο παππούς και ο μικρός όταν μεγαλώσει και γίνει συγγραφέας και αφηγηθεί αυτό που το είπε ο παππούς γραπτά πια, γιατί ο παππούς το είπε προφορικά πεθαίνει κι αυτός. Δηλαδή είναι μία ταινία που σφραγίζεται με τον θάνατο και ίσως «Το μόνον της ζωής του ταξίδιον» να είναι ο θάνατος, το ταξίδι προς τον ουρανό. Αυτό είναι πολύ σκληρό. Ο Βιζυηνός είναι σκληρός, παρ' όλο που ασχολείται με παραμύθια, παρ’ όλο που μιλάει για παιδικές ηλικίες και για το φως της παιδικής ηλικίας, παρ' όλο που υπάρχουν πολλά στοιχεία ηθογραφικά και παραμυθένια στο τέλος υπάρχει κάτι μαύρο και κάτι εξαιρετικά συγκλονιστικό στο έργο του. Υπάρχει μία τρικυμία της ανθρώπινης ψυχής. Αν δούμε τα πλάνα του «Βιζυηνού» ξεχωριστά, θα τα θαυμάσουμε για την εικαστική τους ομορφιά, για την πανδαισία των χρωμάτων, για την παλέτα τους. Αν τα δούμε όμως σε επίπεδο σύνθεσης τότε η εικόνα που η διαδοχή των πλάνων παράγει είναι πολύ σκοτεινή. Συμφωνείτε; Η ταινία έχει πάρει κάποια σκοτεινάδα, είναι αλήθεια αυτό. Έχει πάρει κάτι από το σαλεμένο μυαλό του συγγραφέα. Αν θυμάσαι όλο το διήγημα το επαναβιώνει ο Βιζυηνός όταν είναι κλεισμένος στο ψυχιατρείο και προσπαθεί να θυμηθεί αυτό που έχει γράψει όταν το μυαλό του ήταν καθαρό. Μοιάζει σαν θεραπεία αυτό το πράγμα, να επαναβιώνει δηλαδή, να λέει με επιμονή τα λόγια από ένα διήγημα. Ξαναπροσπαθεί να θυμηθεί κάτι. Ε. αυτό όταν το θυμάται ένας άνθρωπος μέσα από το ψυχιατρείο αυτομάτως παίρνει ένα μαύρο στοιχείο, κάτι σκοτεινό. Ελπίζω αυτό το σκοτεινό να είναι μία μήτρα κάπως ποιητική, δηλαδή ένα εφαλτήριο ποιητικό για την ταινία. Γιατί το σκοτάδι γεννάει πάντα, αρκεί να μην είναι σκοτεινό τόσο πολύ που να εμποδίζει την επικοινωνία. Δεν νομίζω ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο. Απλώς η ταινία έχει διάφορα επίπεδα επικοινωνίας. Άλλωστε κι ο τρόπος που προσεγγίζεται ο θάνατος στην ταινία δεν είναι αρνητικός, δεν υπάρχει ο φόβος του θανάτου. Θα έλεγα ότι ένας θετικός τρόπος, δημιουργικός. Είναι ένας καθαρά ανατολικός τρόπος. Είναι σαν να κλείνει και η ζωή. Δηλαδή η περιγραφή του θανάτου του παππού σε σχέση με τα χωράφια που έκλεισαν τον κύκλο τους, με το φθινόπωρο που έχει μπει, με τα αποκαΐδια που καίγονται, την μέρα που τελειώνει. Υπάρχουν δηλαδή όλοι αυτοί οι κύκλοι της φύσης, που εντάσσουν και τον ανθρώπινο θάνατο, μέσα σ’ αυτό. Μπαίνει ο ανθρώπινος θάνατος μέσα στον κύκλο της φύσης. Γι’ αυτό είναι και καταπληκτική και μεγαλοφυής η περιγραφή του τέλους του Βιζυηνού. Περιγράφει τη φύση και καταλαβαίνεις ότι ο παππούς πεθαίνει. Θα είμαι πάρα πολύ ευτυχής αν στείλει έστω και κάποιους θεατές της ταινίας στο βιβλιοπωλείο να αγοράσουν τα έργα του. Όπως επίσης θα είμαι πολύ ευτυχής αν ο Βιζυηνός μεταφραστεί στην Τουρκία. Γιατί κακά τα ψέματα η Κωνσταντινούπολη είναι η πολιτεία του, εκεί έζησε, είναι η πόλη του. Δεν είναι μόνο η Θράκη αλλά και η Κωνσταντινούπολη. Προσπαθώ να τον φανταστώ μικρό ραφτάκι εκεί. Μπορούμε να πούμε ότι πρόκειται για μία μεικτή ταινία, αφού ενσωματώνει το δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ, το παραμύθι, το όνειρο... Είναι μεικτή ταινία ελπίζω να είναι και νόμιμη. Ξέρεις την φράση του Σολωμού, «μεικτή αλλά νόμιμη» (γελάει); Σήμερα πολλοί μιλάνε για άνθιση του ελληνικού κινηματογράφου. Πιστεύετε στις δυνάμεις των νέων κινηματογραφιστών; Υπάρχουν φυσικά μερικά ικανά ταλέντα. Υπάρχει ο τελευταίος της δικής μας γενιάς, ο Δήμος Αβδελιώδης που νομίζω ότι είναι κάτι εξαιρετικό για τον Ελληνικό χώρο. Ανυπομονώ να δω το τελευταίο του έργο. Πιστεύω σ’ αυτόν. Υπάρχουν κάποιοι της δεκαετίας του ’90 που προσπαθούν να κάνουν ευπρεπή εμπορικό κινηματογράφο. Υπάρχουν κάποιοι μικρομηκάδες που περιμένουμε από αυτούς. Έγινε μία σπουδαία ταινία το «Έλα να σου πω» της Κατερίνα Φιλιώτου, υπάρχουν τα ιδιοφυή ντοκιμαντέρ της Εύας Στεφανή. Υπάρχει το έργο του Κωνσταντίνου Γιάνναρη που παρά το ότι ο κόσμος του είναι κάπως στενός, η ζωντάνια του είναι μοναδικό γεγονός για τον ελληνικό κινηματογράφο. Ελπίζω να αποκτήσει και περισσότερο βάθος το έργο του. Υπάρχουν οι νέοι σκηνοθέτες που έχουν βγει τα τελευταία χρόνια στο φεστιβάλ της Δράμας. Περιμένουμε όμως. Δεν μπορώ να δεχθώ ότι το ελληνικό σινεμά είναι μόνο ένα σινεμά της αίθουσας που επιδιώκει σώνει και καλά μεταφέροντας τηλεοπτικά μοντέλα να κόψει εισιτήρια. Η δίκιά μου η γενιά τουλάχιστον πίστευε ότι ο κινηματογράφος είναι μία τέχνη και αυτή θέλουμε να υπηρετήσουμε.