Του καφενείου…

  ΤΑ ΝΕΑ Σάββατο 21 Αυγούστου 'Όταν επιστρέφεις, με αεροπλάνο, τραίνο, αυτοκίνητο, στην Αθήνα, το πρώτο σοκ που δέχεσαι είναι η απερίγραπτη ασχήμια της πόλης. Μετράς τα λιγοστά δεντράκια που έχουν φυτέψει οι δήμαρχοι, σκέφτεσαι τί μπορεί να γίνει και δεν γίνεται κι απορείς για την αυτάρκεια αυτών των ανθρώπων. Κανείς, μα ποτέ κανείς δεν καταδέχτηκε να καλέσει τους κορυφαίους της τέχνης αυτού του τόπου —έναν Χατζηκυριάκο Γκίκα, έναν Τσαρούχη π.χ. και να τούς ζητήσει τη γνώμη τους για το πώς μπορεί να σουλουπωθεί λιγάκι η πρωτεύουσα. Μ’ ένα άγαλμα εδώ κι εκεί, μ’ ένα δένδρο πράσινο χειμώνα καλοκαίρι, με δυο χώρους ψυχαγωγίας, με την δημιουργία —γιατί όχι;— ενός αθηναϊκού καφενείου που θα έφτιαχνε ο Ε.Ο.Τ. όπως έκανε με τα τόσα «Ξενεία» σ’ ολόκληρη την Ελλάδα τα πρώτα χρόνια του τουρισμού. Φαίνεται πως κανείς από τους ανθρώπους κάποιας ηλικίας που μας διοικούν δεν καταλαβαίνει τις ανάγκες του κατοίκου αυτού του τρομερού είδους της πόλεως που είναι η Αθήνα. Μόνον οι νεώτεροι, όσο κι αν μοιάζει παράδοξο, καταλαβαίνουν, αισθάνονται και νοσταλγούν κάτι άλλο για τη ζωή μας και τον χώρο μας. Ίσως όλα αυτά που αναφέραμε να αποτελέσουν ένα ισχυρό κίνητρο που δικαιολογεί το σπάνιο ειδικό βάρος μιας εξαίσιας εκπομπής που είδαμε προ ήμερων και που μας συγκίνησε βαθύτατα. Θέμα της, τα φιλολογικά και καλλιτεχνικά καφενεία της Αθήνας, και κατά προέκταση, σαν πλαίσιο, η ομορφιά της πρωτεύουσας πριν καταντήσει εξάμβλωμα, Οι νέοι άνθρωποι της ομάδας «Σινετίκ» που επιμελούνται το «Παρασκήνιο» αγκάλιασαν τα θέμα τους με αγάπη κι ευαισθησία τόση, όση μόνον ο στερημένος από βασικά αγαθά μπορεί να δείξει. Αφιέρωσαν ολόκληρη την ώρα του «Παρασκήνιου», δούλεψαν με μεράκι, ρώτησαν παλαιότερους και σύγχρονους καφενόβιους, ανέτρεξαν την Ιστορία, πρόσθεσαν πολύτιμες λεπτομέρειες και πληροφορίες, κάλυψαν σφαιρικά και εξάντλησαν κατά τρόπο υποδειγματικά το όλο θέμα. Το ρεπορτάζ του συναδέλφου Δημήτρη Γκιώνη, γεμάτο γνώση και τρυφερότητα θα λεγες προς το αντικείμενό του, ήταν τέλειο. Μας οδήγησε στούς σωστούς ανθρώπους, τους επαΐοντες, με πρώτο το δημοσιογράφο κ, Καιροφύλα που μας ξενάγησε θαυμαστά στους άγνωστούς μας, σχεδόν μυθικούς παλιούς χώρους της Αθήνας που έσφυζαν από... ποιότητα ζωής. Μάθαμε πως υπήρχαν πολιτικά, θεατρικά και φιλολογικά καφενεία όπου μπορούσες να δεις τον μέγα Ροΐδη, μάθαμε πως οι ποιητές και τ’ αδέλφια τους δεν το’ χαν ντροπή να δημιουργούν καφενεία, ακούσαμε τον Παύλο Παλαιολόγο, την Έλλη Αλεξίου, τον Μάνο Χατζηδάκι —τρομερό καφενόβιο,— τον Ασημάκη Γιαλαμά, τον κ. Εμμανουήλ Ζάχο, τον Μίνωα Αργυράκη, τον ποιητή Χριστοδούλου. Όλοι μάς μίλησαν για πεθαμένα καφενεία, όπως εκείνο της Δεξαμενής που ονομαζόταν, λέει «πνευματική κορυφή της Ρωμιοσύνης» ή εκείνο το νεώτερο και ύστατο στην Ιστορία «Βυζάντιο» όπου «οι συζητήσεις ήταν απέραντες». Απέραντες οι συζητήσεις και επικοινωνούσαν, λέει, και μίλαγαν για τις ερωτικές τους υποθέσεις ή διάβαζαν, είπε ο Χατζηδάκις, τον «Ματωμένο γάμο» σ’ εκείνη τη μοναδική μετάφραση του Νίκου Γκάτσου ενώ γύρω ήταν ο Ελύτης, ο Κάρολος Κουν, ο Τσαρούχης. Το τώρα, φρικαλέο, έβγαινε από την αντιδιαστολή. Δηλαδή; Μιλούσαν; Άκουγε ο ένας απαντούσε ο άλλος, έκαναν διάλογο. Μοναχικοί εμείς τώρα, χωρίς διάλογο, μαντρωμένοι στο τσιμέντο. Τα καφενεία έχουν γίνει τράπεζες, όπως σωστά παρατήρησε ό ποιητής Χριστοδούλου, κάποια «Ιστορική δολιότης» μάς καταδίκασε σε σιωπή, δεν υπάρχουν χώροι επικοινωνίας, δεν υπάρχει αναπνοή σ’ αυτή την πόλη με τα αμέτρητα σουβλατζίδικα, τις «πίτσες», τα παπουτσίδικα, τις μπουτίκ «Μπούλα — Βούλα» και τις άπειρες ντισκοτέκ όπου τα παιδιά χορεύουν μόνα τους χωρίς να σχηματίζουν ζευγάρια και «την κάνουν κατσίκα» - καινούργια νεολαιίστικη έκφραση - που σημαίνει ότι παριστάνουν αυτό το ηλίθιο ζώο, υπό τούς ήχους μιας συνεχούς μουσικής πλύσης εγκεφάλου με αλλότρια ακουστικά σκουπίδια. Η φρίκη του σήμερα, έβγαινε στη μικρή οθόνη καθώς ο ξεναγός μας, κ. Καιροφύλας μάς έδειχνε τα σημεία της πόλεως όπου άλλοτε έσφυζε μια ζωή στα μέτρα του ανθρώπου ή όταν ο οπερατέρ έπαιρνε ένα κομμάτι της απάνθρωπης πρωτεύουσας που περιέβαλε τη συζήτηση με τον ποιητή Χριστοδούλου σε κάποια καφετέρια με πλαστικά καθίσματα και εφιαλτική γενική ασχήμια. Όλα αυτά, δοσμένα απλά σε σωστές αναλογίες, χωρίς στόμφο, χωρίς περιττά λόγια, με τους ομιλητές να μιλούν για το παρελθόν της πόλεως ενώ το παρόν εκραύγαζε από μόνο του την κατάντια του. Μια θαυμάσια, μεστή νοημάτων εκπομπή που αναφερόμενη στην πνευματική ιστορία του τόπου κατάφερε ν’ αγγίξει τη σημερινή «σκοτεινή μας ρίζα της κραυγής» καθώς θα έλεγε και ο ποιητής Νίκος Γκάτσος διαβάζοντας τον «Ματωμένο γάμο» του Λόρκα στο πεθαμένο πια, όπως και τόσα άλλα, «Βυζάντιο». Μαρία Παπαδοπούλου