ΕΡΣΗ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΛΗ - Προβολή στο φεμινισμό από έναν άντρα
ΤΑ ΝΕΑ, Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 1982
ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ να πας μακριά και να ψάξεις πολύ. Να δεις τη Θεσσαλονίκη, τη Λάρισα ή το Ηράκλειο για να καταλάβεις ότι μαζί με τις παλιές πόλεις που χάνονται στη ζούγκλα του μπετόν αφανίζεται και ο άνθρωπος.
Ούτε χρειάζεται να σταθείς όπως λέει ένας στίχος του Τάκη Σινόπουλου «γωνία απογεύματος και Πατησίων» για να καταλάβεις τί θέλει να πει το βιβλίο του Δημήτρη Δημητριάδη «Πεθαίνω σΑ χώρα». Αυτόν τον τραγικό θάνατο που αφήνει τα ίχνη του παντού που έχει κάνει ένα διάτρητο κουρέλι την πολιτισμική μας ταυτότητα και που νεκρώνει κάθε έννοια ελληνικού κάλλους και ανθρωπιάς, μπορείς να τον βρεις εδώ δίπλα σου. Στην καρδιά της Αθήνας.
Γύρω από την Ακρόπολη στην άλλοτε πανέμορφη Πλάκα. Εκεί μάς οδήγησε προχθές το ωραιότερο «Παρασκήνιο» που έχει γίνει ποτέ. Με μιαν εκπομπή που υπήρξε κυριολεκτικά συγκλονιστική.
Οι ελάχιστοι πια μέσα στα εκατομμύρια των επαρχιωτών που ζουν στην πρωτεύουσα Αθηναίοι (ήταν 800.000 πριν σκορπίσουν στα προάστια) θα έχουν ασφαλώς προσέξει σ’ ένα δρομάκι της Πλάκας το ωραιότατο σπίτι της Αγγελικής Χατζημιχάλη. Εκεί ζει και εργάζεται η κόρη της μεγάλης Ελληνίδας λαογράφου Έρση Χατζημιχάλη.
O νέος σκηνοθέτη Λάκης Παπαστάθης δημιουργός της ταινίας «Τον καιρό των Ελλήνων» έφερε κοντά μας αυτή τη γυναίκα για να γνωρίσουμε μια από τις λίγες ψυχές που έχουν απομείνει σ’ αυτόν τον τόπο χωρίς να αλλοτριωθούν.
Ξενάγηση
Αυτό το σπάνιο πλάσμα στους μοντέρνους καιρούς μας, ξενάγησε το κοινό της, δηλαδή εμάς τους αμαθείς νεοαθηναίους της ηλεκτρονικής «πληροφόρησης», στο άλλοτε ονομαζόμενο ιοστεφές άστυ. Ήταν μια ξενάγηση σαν μέσα σε ερείπια.
Ανακαλώντας το νεκρό παρελθόν, μιλώντας για πρόσωπα πράγματα και καταστάσεις που δεν υπάρχουν πια κι από την άλλη περιγράφοντας το νεοΒαρΒαρικό παρόν, η Έρση Χατζημιχάλη έδωσε μια πλήρη εικόνα τού έσχατου ορίου ξεπεσμού στο οποίο έχουμε φθάσει σαν επίγονοι του αρχαίου κόσμου αλλά και σαν άνθρωποι.
Ο φακός αντιπαρέβαλε τις μαρμαρωμένες μνήμες της παλιάς ομορφιάς με εικόνες σύγχρονες, περιφερόμενος σε αποξεχασμένα μνημεία κι αγάλματα σε δρόμους της Πλάκας και σε παρκαρισμένα αυτοκίνητα, ενώ ο σκηνοθέτης δεν έχανε στιγμή την παράξενη ξεναγό μας.
Στην αρχή, η όλη εκπομπή, με την Έρση Χατζημιχάλη να μιλάει μ’ ένα τρόπο ασυνήθιστο και ονειρικό, φάνηκε τελείως σουρεαλιστική. Γρήγορα, όμως καταλάβαμε που μας οδηγούσε. Στην κατανόηση της θλιβερής μας κατάντιας μέσα από δρόμους τηλεοπτικά απάτητους που ερέθιζαν το ενδιαφέρον για να πετύχουν μια κάποια αφύπνιση κοιμισμένων νεοελληνικών συνειδήσεων. Κύριος συντελεστής του ρίγους που τελικά μας μεταδόθηκε από την ξενάγηση, ο ιδιαίτερος ελληνικός ψυχισμός της Έρσης Χατζημιχάλη, η ευαισθησία της, η ομορφιά και η ποίηση που φάνηκε να ορίζει αυτή τη γυναίκα πλάσμα τελείως ερωτικό προς τη ζωή και σπάνιας ποιότητας και «υγρασίας» εντός της γενικής «ξηρασίας».
Μιλώντας με τους νεκρούς - «αχ Αγγελική εδώ είναι κόλαση κι ακόμα δεν φτάσαμε στον πάτο» είπε αναφερόμενη στην μητέρα της - έδωσε εξαίσιες περιγραφές της αγάπης των παλιών Ελλήνων για την πατρίδα, χωρίς, περνώντας στο σήμερα, να λησμονήσει να κάνει χρήση του όπλου των ευγενών που είναι η ειρωνεία. Δεικτική τόνισε: «Το ξέπεσμα της ανθρωπιάς το βλέπω εδώ στην Πλάκα» που επτά χρόνια τη σκάβουν ενώ «ο Παρθενώνας χρειάστηκε για να κτισθεί δέκα χρόνια και χωρίς μηχανήματα», στην Πλάκα που «φευ και αλίμονο κτίσθηκαν πολυκατοικίες» και όπου οι κάτοικοι έδωσαν για το κέρδος τα σπίτια τους να γίνουν χυδαία κέντρα και τα ναρκωμένα σώματα των τουριστών βρίσκονται παντού σκορπισμένα όπως και τ’ αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες που παράνομα καταπατούν τους πεζόδρομους. Ενώ άλλοτε, η μάνα, η λαογράφος, αναρωτιόταν ποια είναι η μεταβυζαντινή Ελλάδα κι έπαιρνε βουνά και λαγκάδια να ψάξει να βρει και τη βρήκε και την απέδειξε τη συνέχεια της Ελλάδας μέσα στο λαϊκό πολιτισμό και ίδρυσε εφτά σχολεία κι έπαθε κρίση κι αρρώστησε με πυρετό γιατί οι Γερμανοί είχαν πάρει τον τόπο μας... Τώρα εκεί που έμενε ο Σεφέρης και κουβέντιαζαν η Εύα και ο Άγγελος Σικελιανός εισβάλλουν οι νεόπλουτοι και ισοπεδώνουν τα πάντα. Όλα αυτά και άλλα πολλά ειπωθήκαν με εξαίσια ελληνικά που όμοιά τους δεν ακούμε πια. Ούτε άλλωστε συναντάμε πλέον ανθρώπους τόσο άκαμπτους και συνάμα τόσο τρυφερούς όσο η Έρση Χατζημιχάλη που μάγεψε κυριολεκτικά όχι μόνο τους θεατές αλλά και τον σκηνοθέτη, καθώς φάνηκε, της εκπομπής.
Επίπεδο
Μία εκπομπή πολύτιμη που έδωσε συνάμα στους νεοαθηναίους την ευκαιρία να αντιληφθούν ότι η Αθήνα δεν είναι αυτή που βλέπουν αλλά ότι υπήρξε μια άλλη πόλη, κατοικημένη από ανθρώπους άλλου επιπέδου και από μια πολιτισμένη αστική τάξη τελείως διαφορετική από τη σημερινή των χυδαίων νεόπλουτων με τις γουνοφορέμενες «μανδάμ» και τις «μερτσεντέ», μια τάξη που έκτιζε κτίρια σαν το σπίτι της Χατζημιχάλη - υπόδειγμα αρχιτεκτονικής - κι όχι εξαμβλώματα όπως εκείνο π.χ. το όρθιο «πυρέξ» από καπνιστό γυαλί που κατασκευάζεται απέναντι από την «Μεγάλη Βρετανία» γωνία Πανεπιστημίου και Βασιλίσσης Σοφίας!
Όσο για την ηρωίδα του «Παρασκηνίου» Έρση Χατζημιχάλη, αλήθεια έπρεπε να βρεθεί ένας άνδρας, ο Λάκης Παπαστάθης που την ανακάλυψε στη ζούγκλα της Αθήνας για να λάμψει αυτή η μοναδική γυναικεία προσωπικότητα: Οι φεμινίστριες μας που κόπτονται περί ισότητας και ελευθερίας του σώματός μας με τόσες και τόσες εκπομπές που έκαναν στην τηλεόραση πώς την αγνόησαν; Δεν θεώρησαν, τουλάχιστον τη μητέρα, λαογράφο Χατζημιχάλη άξια ενός πορτραίτου; Η μήπως αυτού του είδους οι πραγματικά ελεύθερες και προοδευτικές γυναικείες ψυχές δεν χωράνε στα μίζερα πλαίσια τού εγχώριου φεμινισμού. Και χρειάζεται ένας άνδρας, όπως ο Παπαστάθης για να δώσει ένα υπόδειγμα φεμινιστικής εκπομπής σαν αυτό του τελευταίου «Παρασκήνιου».
Μαρία Παπαδοπούλου