ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΣΦΗΚΑ

Οδός Καπλανών 10

Τον θυμάμαι το 1964 όταν πρωτοήρθε στη σχολή μας. Τον είχε φέρει ο αείμνηστος δάσκαλος μας Κώστας Φωτεινός να μας διδάξει αισθητική. Παρά τους λίγους μαθητές και τα φτωχά οικονομικά της σχολής, ο Κώστας Φωτεινός και η Ειρήνη Καλκάνη, που ήταν διευθυντές του «Κέντρου Ανωτέρων Σπουδών Κινηματογράφου» με θυσίες και πραγματικό ενδιαφέρον για μας, προσπαθούσαν να μας προσφέρουν γνώσεις και ήθος επιλέγοντας εξαίρετους δασκάλους. Ο Κώστας Σφήκας είχε ήδη σκηνοθετήσει τις δύο πρώτες του ταινίες μικρού μήκους, τα «Εγκαίνια» και την «Αναμονή», που από τότε εθεωρούντο ότι σηματοδοτούν την αυγή μιας καινούργιας περιόδου για τον κινηματογράφο μας. Από τα πρώτα μαθήματα νοιώθαμε υπερήφανοι για το δάσκαλό μας και προσπαθούσαμε να ανταποκριθούμε στο υψηλό επίπεδο των γνώσεων, των σκέψεων και των επιλογών του. Εκείνο που μας εντυπωσίαζε ήταν η αντίφαση ανάμεσα στην κάπως συντηρητική του εμφάνιση και στις πιο πρωτοποριακές μοντέρνες απόψεις του για την τέχνη και τον κινηματογράφο. Μάθαμε τότε πως ο δάσκαλος μας εργαζόταν ως υπάλληλος στα Ελληνικά Ταχυδρομεία και αυτή την εποχή είχε αποσπασθεί στο υπουργείο προεδρίας στο τμήμα ελέγχου των κινηματογραφικών ταινιών. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που άκουσα τότε, δεκαεννιά χρονών παιδί, τον Κώστα Σφήκα να μιλάει για την τέχνη. Δεν συγκράτησα τα συγκεκριμένα λόγια του αλλά θυμάμαι την κίνηση της ψυχής μου προς το φωτισμένο δάσκαλο που μας οδηγούσε στο πρώτο σκαλί της τέχνης. Όπως λέει ο Γεώργιος Βιζυηνός όταν αναφέρεται στα χρόνια της μαθητείας του ως ραφτάκι… Λησμόνησα τα ράμματα, τον πήχη, μα την ιδέα της τέχνης τη θυμάμαι.

Οδός Ζαλοκώστα 3

Καλοκαίρι του 1965. Μαζί με τον Δ. Αυγερινό είχαμε τελειώσει την πρώτη μικρού μήκους ταινία μας. Ήταν το ντοκιμαντέρ «Περιπτώσεις του όχι». Στο τέλος της ταινίας ένας Γερμανός αξιωματικός έβγαζε τη στολή του, φορούσε καθημερινό ρούχο και έβγαινε στους δρόμους της Αθήνας. Το ότι ο φασισμός κυκλοφορούσε ανάμεσα μας εξέφραζε την ανησυχία μας για τον κίνδυνο μιας στρατιωτικής δικτατορίας. Το 1965 ήταν μια χρονιά σταθμός  για το νέο Ελληνικό Κινηματογράφο. Υπήρξαν σημαντικές ταινίες μικρού μήκους από νέους κυρίως δημιουργούς που έκαναν τη μεγάλη στροφή : Νόλλας, Λιαρόπουλος, Ζώης, Ζαχαροπούλου, Μανθούλης κλπ. Ο Βασίλης Ραφαηλίδης έγραψε τότε στη « Δημοκρατική αλλαγή» το περίφημο άρθρο του «Ελληνικός Κινηματογράφος Έτος Πρώτον» και ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος στο περιοδικό «Εποχές» δημοσίευσε ένα εκτεταμένο κείμενο με τίτλο «Οι Υποσχέσεις των Ταινιών Μικρού Μήκους». Ωστόσο εκείνο το καλοκαίρι η επιτροπή λογοκρισίας λειτουργούσε κανονικότατα και ήταν φυσικό να μας φοβίζει. Περιμέναμε με αγωνία να πάρουμε την άδεια προβολής που αργούσε ανησυχητικά. Επισκεφτήκαμε το υπουργείο στην οδό Ζαλοκώστα και συναντήσαμε εκεί το δάσκαλο μας που ήταν διορισμένος στην επιτροπή κρίσεως. Αυτός σχεδόν συνωμοτικά μας έκλεισε σε μια αποθήκη δίπλα στο γραφείο του. Ταραγμένος μας είπε πως «ότι και να γίνει η ταινία σας θα πάρει άδεια έστω κι’ αν εγώ χάσω τη δουλειά μου». Η άδεια δόθηκε και η ταινία παίχτηκε μαζί με τις άλλες μικρού μήκους στην ιστορική προβολή του κινηματογράφου «Ρόδον». Ήταν μια Κυριακή πρωί του Σεπτέμβρη  του 1965.

Οδός Ρεθύμνου 10

Καλοκαίρι 1974, Εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο, επιστράτευση. Τον συνάντησα στα σκαλιά του ισογείου της CINETIC που τότε ήταν σ’ ένα νεοκλασικό κτίριο στην οδό Ρεθύμνου 10, δίπλα στο αρχαιολογικό Μουσείο. Ο Κώστας ήρθε να μας αποχαιρετήσει πριν μεταβεί στη μονάδα του. «Επιστρατεύτηκα ως υπολοχαγός των Ελληνικών Ταχυδρομείων. Αν πάθω κάτι στον πόλεμο έχω το σενάριο του «Μοντέλου» στο συρτάρι του γραφείου μου. Σε παρακαλώ να μου το γυρίσεις. Είναι γραμμένες όλες οι λεπτομέρειες». Ευτυχώς το  γύρισε ο ίδιος κάνοντας την ωραιότερη μεγάλου μήκους ταινία του. Ένα φιλμ που δεν έχει όμοιο του στο παγκόσμιο κινηματογράφο. Μια ανθρωποθυσία στο βωμό της εργασίας, που γυρίστηκε με τον πιο εικονοκλαστικό τρόπο, σα βουβή τελετουργία. Η ταινία τιμήθηκε στο φεστιβάλ του 74΄ ως η καλύτερη καλλιτεχνική ταινία. Μέλη της κριτικής επιτροπής ήταν τότε ο Παύλος Ζάννας, ο Κώστας Σκαλιόρας και ο Νίκος Κούνδουρος. Στη μουβιόλα  της CINETIC. Καλοκαίρι 1975.  Ο Κώστας Σφήκας ολοκληρώνει τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του.  Πρόκειται για τις «Μητροπόλεις» που παίχτηκαν στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης της ίδιας χρονιάς.  Είχα την τύχη να είμαι ο μοντέρ αυτής της ταινίας.  Στα πολλά ξενύχτια μας πάνω στη μουβιόλα, μας κρατούσε εν’ εγρηγορσει ο οίστρος του Κώστα, η ποιητική του ακρίβεια και η βαθιά μουσική του παιδεία.  Ήθελε να χτίσει την ταινία του σαν ένας διευθυντής ορχήστρας που διηύθυνε ένα συμφωνικό έργο.  Στο φιλμ συνεχώς προβάλλονταν μπαρόκ εικόνες από τις Μητροπόλεις του κόσμου στην πρώτη εικοσαετία του εικοστού αιώνα.  Εικόνες δύναμης και φρίκης.  Ακουγόταν κυρίως μουσική του Σαινς Σανς και κείμενα του Προυστ και του Ρίλκε.  Η σχέση της μουσικής, του λόγου και των ήχων με την εικόνα έδιναν βάθος στην ταινία και αφηγηματικό ιστό, που αρθρωνόταν όμως με τους όρους και τον τρόπο της σύγχρονης ποίησης. Το μόνο που σταματούσε την πυρετική εργασία ήταν ο ερχομός της Άννας, της γυναίκας του, που έφερνε το φαγητό μας.  Το αναφέρω αυτό γιατί η Άννα είναι τρομερή μαγείρισσα και τα κατά καιρούς τραπεζώματα που μας έκανε στο σπίτι της αποτελούν ιστορία και του νέου Ελληνικού Κινηματογράφου. Όλοι σχεδόν οι σκηνοθέτες του γεύτηκαν τα υπέροχα φαγητά της και ένιωσαν πως μια συνάντηση 10-12 ατόμων γύρω από το τραπέζι μπορεί να έχει και το χαρακτήρα τελετουργίας. Οι συζητήσεις των συνδαιτυμόνων στρέφονταν αποκλειστικά  γύρω από την πίστη μας πως ο κινηματογράφος που ονειρευόμασταν μπορούσε να γίνει πραγματικότητα. Θυμάμαι και την προβολή των Μητροπόλεων στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Η ταινία συγκίνησε πολλούς. Ανάμεσα τους ήταν και η δασκάλα μου η Ειρήνη Καλκάνη, σπουδαία κριτικός του θεάτρου και του κινηματογράφου, που εκείνη τη χρονιά ήταν μέλος της κριτικής επιτροπής. Γοητεύτηκε από την πνευματικότητα και την ευαισθησία της ταινίας και δήλωνε πως άνοιγε νέους δρόμους στην οπτικοακουστική αφήγηση. Το αναφέρω αυτό με συγκίνηση, γιατί αυτή η εξαίρετη γυναίκα, λίγο μετά το Φεστιβάλ έφυγε από τον κόσμο σε ηλικία μόλις 60 χρονών. Κοντά στο χωριό Βουρλιώτες Καλοκαίρι στα βουνά της Σάμου. Εποχή του τρύγου. Με καλούς φίλους επισκεπτόμασταν τα χωριά με τους μεγάλους αμπελώνες. Όλο το νησί στο πόδι. Τα μέλη κάθε οικογένειας με καπέλα και μαντήλια στο κεφάλι τρυγούσαν. Μετά φόρτωναν τα καφάσια στα μουλάρια και τα φορτηγά για να τα μεταφέρουν στον συνεταιρισμό. Οι πλαγιές των βουνών έγιναν πολύχρωμες. Καθώς κατηφορίζαμε άκουσα ξαφνικά το όνομά μου. Κάποιος με φώναζε από μακριά. Μας πλησίασε ένας νέος αγρότης με ευγενικό πρόσωπο και μούσι σαν καλογεράκι. -Σας θυμάμαι από το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Σάμου μου λέει. Εκεί είχα την τύχη να δω την πιο σπουδαία ελληνική ταινία. -Και ποια είναι αυτή τον ρωτάω; -Ο Θηραϊκός όρθρος του Κώστα Σφήκα και Σταύρου Τορνέ! Έμαθα πως μετά από αυτό το ντοκιμαντέρ και οι δυο τους έκαναν κι’ άλλες ταινίες. Δεν κατάφερα να τις δω. Δεν πειράζει, ίσως να φθάνει μόνον αυτή που είδα. Αυτοί οι άνθρωποι βρήκαν το Θεό από άλλο δρόμο απ’ ότι εμείς. Πιο δύσκολο δρόμο γιατί τον ανακάλυψαν μόνοι τους. Σαν ψαλμωδία στον όρθρο είναι αυτή η ταινία. Ψαλμωδία για τους ανθρώπους, για τη ζωή. Σας χαιρετώ.

Λασκάρεως 3

Οι επισκέψεις του Κώστα Σφήκα στα γραφεία της CINETIC τα τελευταία 30 χρόνια δημιούργησαν μια παράδοση συζητήσεων υψηλού επιπέδου αλλά και οδήγησαν στη δημιουργία δέκα εκπομπών του για το Παρασκήνιο. Αναφέρω τους τίτλους: Ο Βιολονίστας  Τάτσης Αποστολίδης, Η Σημειογραφία στο έργο του Γιάννη Χρήστου, Το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, Το Τσίρκο, Φωνές και Στέκια του Ρεμπέτικου, Ο Εξπρεσιονισμός στον Κινηματογράφο, Ο Μισάνθρωπος του Μολιέρου, Το Μοντάζ στον Αϊζενστάϊν, Μια Αλληγορία της Εξουσίας, Ο Αινιγματικός Κύριος Ιούλιος Βερν. Και οι δέκα εκπομπές προτείνουν μια κινηματογραφική γραφή χωρίς καμιά παραχώρηση στο μέσον που λέγεται τηλεόραση. Τίποτα δεν απλουστεύεται, τίποτα δεν εκλαϊκεύεται. Καμιά προσαρμογή του ρυθμού και του μεγέθους κάδρου στη μικρή οθόνη. Μεγάλα κομμάτια δε των ταινιών του είναι εντελώς βουβά. Όλες αυτές οι ταινίες δεν είναι τελικά τηλεοπτικές εκπομπές, αλλά κινηματογραφικά έργα με τη σφραγίδα του. Σα να ήθελε να πει πως το έργο από όποιο μέσο και αν προβληθεί, ο θεατής πρέπει να αποκαλύψει τη δύναμη του και το πνεύμα του. Το μέσον δεν μπορεί να ισοπεδώσει το έργο τέχνης και πολύ περισσότερο δεν είναι δυνατόν να το φέρει στα μέτρα του. Θαυμάζω ιδιαιτέρως το Παρασκήνιο που είναι αφιερωμένο στον Γιάννη Χρήστου. Νομίζω πως σ’ αυτή τη ταινία συναντιούνται δύο σπουδαίοι καλλιτέχνες της σύγχρονης έκφρασης. Ο Σφήκας του κινηματογράφου και ο Χρήστου της μουσικής. Είμαι σίγουρος πως αν ζούσε ο Χρήστου θα το έβλεπε με συγκίνηση. Ο Κώστας στο χώρο και το χρόνο της σιωπής. «… το πιο τίμιο, η μορφή του» θα μπορούσε να πει ο μεγάλος Αλεξανδρινός και ένας ντοκιμαντερίστας πριν από δέκα χρόνια στη Θεσσαλονίκη κινηματογράφησε το πρόσωπο του Κώστα  με ακίνητη τη μηχανή για 3 λεπτά. Χωρίς ήχο, χωρίς λόγια, χωρίς σχόλια. Ήταν μια καίρια αποκαλυπτική εικόνα που συναντούσε τις πιο καλές στιγμές των ζωγραφικών πορτρέτων. Αφτιασίδωτη απλότης, ζεστή ανθρώπινη παρουσία, συναρπαστική σχέση του βλέμματος με τον κινηματογραφικό φακό που έβγαζε κάτι από το μυστήριο της ύπαρξης. Με αφετηρία αυτό το φιλμ σκέφτομαι πως θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να αναζητήσει κανείς τη μορφή του Κώστα Σφήκα έτσι όπως καταγράφηκε σε πολλές ελληνικές ταινίες, σαράντα χρόνια τώρα. Η αφιλοκερδής συμμετοχή του ως ηθοποιός σε ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους διασώζει το ήθος του προσώπου του και δείχνει πως αυτός ο μοναχικός καλλιτέχνης στήριζε τη συλλογική προσπάθεια των δημιουργών του νεώτερου κινηματογράφου. Είναι γνωστό πως ο Σφήκας δεν μιλάει για το έργο του. Κανείς δεν θα τον δει στην τηλεόραση να αναπτύσσει απόψεις ούτε θα διαβάσει στον τύπο κείμενα που να εξηγούν και να εκλαϊκεύουν την τέχνη του. Πιστεύει πως η ίδια κυριολεκτεί καλώντας τους θεατές να επικοινωνήσουν, ξεκλειδώνοντας το μυαλό τους και ανοίγοντας τα μάτια της ψυχής τους. Από τα «Εγκαίνια»  και την «Αναμονή» μέχρι τη «Γυναίκα της Ζάκυνθος» οι ταινίες του ταξιδεύουν στο σύμπαν της νεοελληνικής τέχνης σαν πολύτιμα πετράδια. Κι’ ας είναι κλεισμένες σε σιδερένια κουτιά, κι’ ας παίζονται ελάχιστα. Στο παλιό Ταχυδρομείο. Το 1984 σκηνοθέτησα για το «Παρασκήνιο» μια εκπομπή 55 λεπτών με θέμα το νέο ελληνικό κινηματογράφο. Συμμετείχαν όλοι σχεδόν οι πρωταγωνιστές.  Θέος, Παναγιωτόπυλος, Αγγελόπουλος, Τορνές κλπ. Η εκπομπή τελείωνε με ένα δεκάλεπτο φιλμάκι αφιερωμένο στον Κώστα Σφήκα. Ήθελα να μοιάζει με τις ταινίες του, με τους αφηγηματικούς του τρόπους, με το στιλιζάρισμα, την αφαίρεση, τις παύσεις αλλά και να θυμίζει την ιδιαίτερη σχέση που έχουν οι ταινίες του με την ποίηση αλλά και την μουσική. Σκέφτηκα να ακουστούν αποσπάσματα από την ποίηση του Ανδρέα Εμπειρίκου που θα διαβάζει ο ίδιος ο Κώστας γιατί…… «καθένας πορεύεται κι’ απομακρύνεται προς τα κρησφύγετα της οπτασίας του».  Άξονας αυτής της μικρής ταινίας είναι οι λήψεις μέσα στο παλιό ταχυδρομείο, στο περίφημο νεοκλασικό του Τσίλερ στην πλατεία Κοτζιά. Εκεί ο Κώστας πέρασε τον περισσότερο χρόνο της δημοσιοϋπαλληλικής του ζωής. Εκείνη την εποχή το κτίριο ήταν άδειο κι’ έμοιαζε πολύ με τις εικόνες των «Μητροπόλεων» και του «Μοντέλου» που επαναπροβάλλονται εδώ ως lite motive. Μέσα στο κτίριο ακούμε τον Κώστα να απαγγέλλει το περίφημο… Είμεθα όλοι εντός του μέλλοντός μας όταν σκύβουμε εμπρός στα άχερα μιας καμένης πόλεως, όταν προσετεριζόμεθα την ψιχάλα του ρίγους… όλοι είμεθα εντός της σιωπής του κρημνιζομένου πόνου στα γάργαρα τεχνάσματα του μέλλοντός μας. Στα κοντινά πλάνα του προσώπου του με φόντο τη βροχή και τα νεοκλασικά τόξα του κτιρίου ακούγονται οι στίχοι:… Ίσως να μην έπεσαν ψίθυροι πιο πυρακτωμένοι στην επιφάνεια ενός προσώπου… Ξαφνικά εμφανίζεται ζωντανά στο χώρο του ταχυδρομείου μια κινούμενη φιγούρα, που λες και βγήκε από το «Μοντέλο» του. Καλεί τον Κώστα να την ακολουθήσει. Βγαίνουν έξω, στους δρόμους της Αθήνας του 1984. Φαίνεται η Ακρόπολη, το Τούρκικο Τζαμί, μια Βυζαντινή εκκλησία, τα σύγχρονα κτίρια: ….μια οδοντοστοιχία κροτάλισε και το παρών εχάθηκε για πάντα. Θηράματα των λογισμών μου ρέοντα δάκρυα μιας καθυστερημένης εποχής. Ακούμε κούρδισμα οργάνων. Βλέπουμε τη φιγούρα – Μοντέλο να μπαίνει στο διάδρομο του ωδείου. …κάτω στη γη μια σκιά γυρεύει το χαμένο σώμα της. Μπαίνουμε στην αίθουσα όπου νέοι μουσικοί είναι έτοιμοι να παίξουν το κοντσέρτο για φλάουτο του Βιβάλντι. Διευθυντής ορχήστρας είναι ο Τάτσης Αποστολίδης, αδελφικός φίλος του Κώστα. Μόλις μπουν το Μοντέλο και ο Σφήκας, ο μαέστρος αρχίζει να διευθύνει. Η υπέροχη μουσική και το πρόσωπο του σκηνοθέτη. …κανείς δεν ξέρει την αυγή που μας καλεί να μείνουμε μαζί της.