Ήταν ένα όμορφο ξανθό κορίτσι με γυαλιά γύρω στα είκοσι. Όταν γελούσε ένιωθες τη γλύκα ενός ευγενικού και ευαίσθητου παιδιού με καλή ανατροφή. Τότε που ήρθε να εργαστεί στη Cinetic, που στεγαζόταν στην οδό Ρεθύμνου 10 πίσω από το Aρχαιολογικό Mουσείο, σπούδαζε στην Πάντειο και τη δραματική σχολή του Πέλου Κατσέλη.
Έγραφε στη γραφομηχανή τη μικρή αλληλογραφία του γραφείου- κυρίως με διαφημιστικές εταιρείες και την ΕΡΤ- και διεκπεραίωνε τις εξωτερικές εργασίες που ήταν συγκεκριμένες. Μετέφερε δηλαδή τα φιλμ- η Λίνα δεν έζησε την ψηφιακή εποχή στη Cinetic- στα εργαστήρια των αδελφών Ρουσόπουλου στην οδό Φυλής, στην Φίνος Φίλμς της οδού Χίου και στο ιστορικό studio ERA της οδού Σταδίου στο οποίο γινόταν η ηχητική επεξεργασία των ταινιών μας. Συχνά πήγαινε στην ΕΡΤ για να παραδώσει τις έτοιμες εκπομπές και σε κάποιες διαφημιστικές εταιρείες που συνεργαζόμασταν τότε. Ίσως αυτές οι διαδρομές της Λίνας να ήταν και εσωτερικές διαδρομές καθώς είχε χρόνο να επεξεργαστεί μέσα της τους ήχους και τους ρυθμούς της πόλης. Αν σημείωνες σε έναν χάρτη της Αθήνας τις διαδρομές της, θα έβλεπες πώς χαράκωνε με τη μικρή μοτοσυκλέτα της το κέντρο- κυρίως- της Αθήνας. θα σχηματιζόταν χαρούμενες χορευτικές γραμμές ή μυστικά σχήματα που δεν θα μπορούσες ίσως να τα αποκρυπτογραφήσεις με απόλυτη ακρίβεια αλλά θα ένιωθες τη συνάντηση ενός νέου ανθρώπου με το πλήθος και την πόλη.
Μολονότι χρειαζόταν μόλις πέντε λεπτά με τη μηχανή της για να έρθει από τον Άγιο Παντελεήμονα που κατοικούσε, στη Cinetic, κάθε πρωί στις εννιά ζοριζόταν. Έφτανε πρώτη για να ανοίξει το γραφείο και τον χειμώνα για να ανάψει τη μεγάλη πολύπλοκη σόμπα πετρελαίου που μας ζέστανε. Η δουλειά στο γραφείο δεν την κούραζε, αντιθέτως φαινόταν να της αρέσει. Άλλωστε εκείνα τα χρόνια η Cinetic ήταν σαν ένα άτυπο καφενείο όπου σύχναζαν σημαντικοί καλλιτέχνες και διανοούμενοι. H Λίνα μας φρόντιζε όλους προσφέροντας πολύ καλό καφέ και κρύο νεράκι. Σε αυτό το στέκι ακούγονταν πολύ ενδιαφέρουσες συζητήσεις που ο καθένας μπορούσε να συμμετάσχει ή σιωπηλά να παρακολουθεί ενδυναμώνοντας την παιδεία του. Έμοιαζαν αυτές οι συναντήσεις, κατά κάποιο τρόπο, σαν ένα προφορικό Πανεπιστήμιο, που, έτσι ελεύθερο, άτσαλο και ακωδικοποίητο που ήταν, σε βοηθούσε να κάνεις τη δική σου σύνθεση. Πιστεύω πως η καθημερινότητά της στη Cinetic τη βοήθησε, σε ένα βαθμό, να συγκροτήσει την υποδομή της δικής της ιδιαίτερης προσωπικότητας ξεκαθαρίζοντας απόψεις, δημιουργώντας προσωπικό κώδικα αξιών, και πραγματοποιώντας νοητούς διαλόγους με τόσα και τόσα πρόσωπα που πέρασαν από εκεί ή και με άλλα που το Παρασκήνιο κατέγραψε στο σελιλόιντ. Ίσως πάλι το καλλιτεχνικό της μέταλλο να ήταν τόσο ισχυρό που σε οποιεσδήποτε συνθήκες θα έβρισκε τον δρόμο της.
Η Λίνα ζούσε από κοντά τη διαδικασία της εκπομπής αναλαμβάνοντας και την πολύ υπεύθυνη εργασία να κόβει το νεγκατίφ των ταινιών. Τη θυμάμαι πάρα πολλά βράδια, μέχρι το ξημέρωμα, μέσα σε ένα μικρό δωμάτιο 1,20 X 1,20, φορώντας βαμβακερά άσπρα γάντια και ένα κολλητό καλτσόν, να είναι συγκεντρωμένη στο μοντάζ του αρνητικού. Δίπλα της ξενυχτούσαν στη μουβιόλα ο σκηνοθέτης και ο μοντέρ της εκπομπής μέσα σε σύννεφα πυκνού καπνού από εκατοντάδες τσιγάρα. Παρά την ένταση και την πίεση χρόνου, το χιούμορ δεν έλειπε ποτέ από τη Λίνα… «Με τόσα τσιγάρα και σε θάλαμο αερίων να με βάζανε εγώ είμαι τόσο προπονημένη που σκασμό δεν θα είχα»!
Το καλοκαίρι του 1980 γύρισα Τον καιρό των Ελλήνων την πρώτη μου ταινία μεγάλου μήκους και θέλησα να είναι η Λίνα βοηθός σκηνοθέτης. Τη θυμάμαι να κοιμάται φορώντας ένα κόκκινο μπλουζάκι, μαύρο παντελόνι και ψηλοτάκουνες καφέ μπότες, δίπλα σε ένα βράχο στην Πάρνηθα, περιμένοντας να ξημερώσει για να ξαναρχίσουμε το γύρισμα. Μόλις τελείωνε κάποιο πλάνο πάντα γύρισα και την κοιτούσα, ήθελα την επιβεβαίωσή της. Καταλάβαινα αν συμφωνούσε ή όχι από τον τρόπο που με κοιτούσε. Την εμπιστευόμουν χωρίς πολλά λόγια και σε αυτή την κάπως αφαιρετική επικοινωνία τα κενά τα γέμισε η αγάπη και ο θαυμασμός που της είχα. Γνωρίζαμε κι οι δύο πως τα πιο σημαντικά είναι ανάμεσα στις λέξεις, ανάμεσα στα πλάνα, σε αυτά που δεν λέγονται. Αυτό δεν είναι και η ουσία της ποίησης;
Στην αρχή η Λίνα δεν μιλούσε για τους στίχους που έγραφε. Όταν το κατάλαβα ήθελα να τη γνωρίσω σε δύο στενούς μου φίλους, τον Διονύση Σαββόπουλο και τον Μάνο Λοΐζο. Σήμερα σκέφτομαι πως καλύτερα που δεν έγιναν τότε αυτές οι γνωριμίες γιατί ο μεν Σαββόπουλος έγραφε πάντα ο ίδιος τους στίχους των τραγουδιών του, εκτός από μια-δυο εξαιρέσεις, ο δε Λοίζος συνεργαζόταν τότε με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο και τον Μανώλη Ρασούλη γράφοντας τις γνωστές μεγάλες επιτυχίες. Φαντάζομαι πως για τον αξέχαστο Μάνο οι στίχοι της Λίνας θα έπεφταν σαν βόμβες από άλλο κόσμο όχι πολύ συμβατοί με τη λογική και την αισθητική του. Ένιωθες τότε πως η Λίνα ξεκινούσε από την αρχή. Δεν θύμιζε τίποτα, δεν στηρίχθηκε σε κανέναν ήδη διαμορφωμένο δρόμο. Η ίδια καθόριζε την πορεία της. Η συνάντηση με τον Σταμάτη Κραουνάκη και η κοινή τους πορεία έγινε ευτυχώς στην αφετηρία και των δύο. Ο ένας γεννούσε τον άλλον και αντιστρόφως. Αυτές οι συναντήσεις στο ξεκίνημα εμπεριέχουν το πρώτο φως του κόσμου, το παρθενικό βλέμμα στα πρόσωπα και τα πράγματα.
Εκ των υστέρων απεδείχθη πως η Λίνα επρόκειτο να γίνει μία σπουδαία προσωπικότητα του ελληνικού τραγουδιού. Και άλλον όμως δρόμο αν ακολουθούσε θα ήταν πάντα για εμάς η αγαπημένη μας Λίνα, με τη μεγάλη ευαισθησία και την ανθρωπιά.
Λάκης Παπαστάθης