Κριτική Λίνα Παντελέων για δάσκαλο

Ασκήσεις στα παρασκήνια

ΛΑΚΗΣ ΠΑΠΑΣΤΑΘΗΣ Ο δάσκαλος αγαπούσε το βωβό σινεμά εκδ. Πόλις Η​​ προτίμηση του τίτλου στον βωβό κινηματογράφο προϊδεάζει για ένα βιβλίο που, μεταξύ άλλων, μιλάει πολύ για τη σιωπή, για την εκφραστική της δύναμη και τη δραματική της ένταση. Ταυτόχρονα προϊδεάζει για μια διδασκαλία. Ο Λάκης Παπαστάθης συστήνει τις ιστορίες του σαν μαθήματα ενός δημιουργικού εργαστηρίου, υποδυόμενος ένα δάσκαλο που διδάσκει μεθόδους πρόσληψης και αναπαράστασης των λέξεων. Τα κείμενα διχοτομούνται, προκειμένου να υποδηλωθεί η διάσταση μεταξύ θεωρητικής ανάλυσης και πρακτικής εφαρμογής. Ενας εισαγωγικός προβληματισμός προετοιμάζει την καταληκτική υπόδειξη μιας άσκησης, η οποία στοχεύει στη μετάπλαση της σκέψης για την τέχνη σε πράξη. Με αυτή την πρωτότυπη μυθοπλαστική συνθήκη, ο Παπαστάθης κατορθώνει να αναδείξει τα σημεία σύγκλισης και συνεργασίας διαφορετικών τεχνών, όπως η συγγραφή, το θέατρο και ο κινηματογράφος, αλλά και να αποτυπώσει το προσωπικό του βλέμμα πάνω σε αυτές με τρόπο ουσιαστικό και βαθύ. Η προσχηματική ευθύνη της διδασκαλίας ενθαρρύνει έναν πλάγιο απολογισμό του ατομικού έργου, καθώς, όπως εύστοχα υποστηρίζει ο Παπαστάθης, «το να είσαι κριτικός του εαυτού σου» είναι μια ισόβια άσκηση. Μέσα από τους επιμέρους συλλογισμούς δεσπόζει η αγωνία της απόδοσης ενός πολυεπίπεδου, φορτισμένου νοηματικά και συναισθηματικά, λόγου. Μείζων έγνοια του Παπαστάθη είναι οι επιλογές, που κάθε φορά υπηρετούν καλύτερα ένα αφηγηματικό αίτημα. Οι παρατηρήσεις για τις τεχνικές της υπόδυσης ενός ρόλου, για τη σκηνοθεσία ενός πλάνου, για τη σημασία του μοντάζ, για την υποβλητικότητα των θορύβων, αλλά και των παύσεων, αρχίζουν και τελειώνουν στο κείμενο, σε ένα ποίημα, σε ένα θεατρικό, σε ένα σενάριο. Τα πάντα είναι θέμα ερμηνείας. Στη λογοτεχνία οι λέξεις ενσαρκώνουν πρόσωπα και ιδέες, δεν είναι παρά μέσα μεταμφίεσης, όπως τα κοστούμια, το μακιγιάζ, οι φωτισμοί και η σκηνογραφία. Το γράψιμο απαιτεί υποκριτικό και ψυχογραφικό ταλέντο, ενώ η κατανόηση ενός ρόλου εκκινεί πάντοτε από τα λόγια. Οσο για τον κινηματογράφο, αυτός έχει, ως γνωστόν, ιδιαίτερη γραμματική και συντακτικό, που μετατρέπουν σε αφήγηση κινούμενες εικόνες. Γι’ αυτό ο δάσκαλος του βιβλίου επιχειρεί να οξύνει το αναγνωστικό αισθητήριο των μαθητών του, μαθαίνοντάς τους να αποκρυπτογραφούν τις άδηλες συνεργίες από τις οποίες προκύπτουν τα καλλιτεχνικά δημιουργήματα. Ο Παπαστάθης εισέρχεται στη φαντασιακή αίθουσα διδασκαλίας φέρνοντας ποικίλα ερεθίσματα, που φωτίζουν την πολυσυλλεκτική οπτική του πάνω στις παραστατικές τέχνες. Παρατηρώντας, για παράδειγμα, ένα νησιωτικό σπίτι, την ενότητα της μορφής του οποίου συνείχαν ανομοιογενή υλικά, διαφορετικών εποχών, συλλογίζεται τη σχέση του παλιού με το καινούργιο, θεμελιακό ζήτημα για κάθε καλλιτεχνική συνείδηση. Ενα ζήτημα που με τα χρόνια απολήγει σε ερωτήσεις πιο δύσκολες. Πώς παλιώνει και πώς ξαναρχίζει ένας δημιουργός; Ποιο κομμάτι της υπόστασής του αποβαίνει πιο δημιουργικό, το έμφυτο ή το επίκτητο; Αραγε η πείρα αδυνατίζει την κλίση; Για τον Παπαστάθη η απάντηση εξαρτάται από το βλέμμα, από την ικανότητά του να παραμένει σε εγρήγορση και να ανταποκρίνεται στις ετερόκλητες όψεις της πραγματικότητας για να τις διηθήσει μετέπειτα μέσω της φαντασίας στο έργο τέχνης. Σε άλλο πεζό, η εικόνα ενός ερειπωμένου τάφου τον κάνει να σκεφτεί την ισχυρή εντύπωση που προκαλεί ένα άδειο σκηνικό, ένα πρόσωπο υποφωτισμένο, μια γυρισμένη πλάτη. Αρκεί, όπως μας παροτρύνει ο Παπαστάθης, να φανταστούμε τον μελαγχολικό επίλογο του «Θείου Βάνια» να εκφέρεται πίσω από τις γερμένες πλάτες της Σόνιας και του θείου της. Γενικότερα η έλλειψη, στους ερμηνευτικούς τρόπους, στα σκηνικά και στους ήχους, καταφέρνει συχνά να αναδείξει το συναισθηματικό πλεόνασμα και τη ροή του ρυθμού, «τον κορμό και το ήθος της μελωδίας». Λιγοστές λέξεις σκορπισμένες στη λευκή σελίδα μπορούν να μεταδώσουν ένα πλήρες ποιητικό αίσθημα, δημιουργημένο από τη συνύφανση της μουσικής του στίχου με τη σιωπή που τον περιστοιχίζει. Αυτά τα στοιχεία, που συντείνουν στην πληρότητα ενός καλλιτεχνικού έργου, διερευνά ο Παπαστάθης, αποδυόμενος, διεισδυτικός και παιγνιώδης, σε μια ιδιωτική άσκηση στον λόγο, στην ερμηνεία του και την αναπαράστασή του.

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΛΙΝΑ ΠΑΝΤΑΛΕΩΝ 30.11.2014