ΝΕΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
Αυτό είναι τηλεόραση
Προχτές βράδυ η ΕΡΤ-1 μας έδωσε με δύο εκπομπές ένα εξαιρετικό δείγμα του τι πρέπει να είναι η τηλεόραση.
Στις 9.40 μετέφερε στο σπίτι μας ένα έξοχο σε αρμονία και υψηλή τέχνη γεγονός, την ώρα που γινόταν. Η τηλεόραση έπαιξε το ρόλο του ενδιάμεσου - αυτό που κυρίως πρέπει να είναι - για να παρακολουθήσουμε τους καλύτερους Ευρωπαίους καλλιτέχνες του καλλιτεχνικού πατινάζ. Ο ρυθμός και η αρμονία σε συνδυασμό με το συναγωνισμό δημιούργησαν ένα καλόγουστο θέαμα υψηλού επιπέδου.
Αμέσως, μετά όμως, η τηλεόραση με το «Παρασκήνιο», δημιούργησε ,«Γεγονός». Έκανε μια έξοχη παρέμβαση στο χώρο του κινηματογράφου, δημιουργώντας ερεθισμούς οι οποίοι είναι βέβαιο πως θα επιδράσουν σ' ένα ζωντανό διάλογο έξω απ’ την τηλεόραση.
Ήταν μια πολιτιστική παρέμβαση πρώτου μεγέθους σ' ένα χώρο που ενδιαφέρει τόσο τους δημιουργούς όσο και το κοινό.
Η επιλογή των σκηνοθετών του νέου Ελληνικού κινηματογράφου - Αγγελόπουλος, Παναγιωτόπουλος, Θέος, Τορνές, Σφήκας - αλλά κυρίως αυτά που είπαν κι αυτά που έπραξαν (Σφήκας), ήταν μια πρόκληση. Ήταν ένας συνεχής ερεθισμός που προκαλούσε τη σκέψη του τηλεθεατή, που ορισμένες φορές έφτανε ως τα ακρότατα όρια, ως το σημείο να προκαλεί την αντίδραση.
Αν και ο λόγος των σκηνοθετών ήταν παραθετικός..., «ο ένας έκοβε κι ο άλλος έραβε»... αν και οι ερωτήσεις ήταν κοινές σε όλους, υπήρχε ένας συνεχής αντίλογος σ' αυτά που όλοι γνωρίζουμε: τον εμπορικό κινηματογράφο, την τηλεόραση, τη μυθοπλασία και το σενάριο σαν απαραίτητη προϋπόθεση του κινηματογραφικού έργου, τους κριτικούς, τους τεχνικούς και τους ίδιους τους σκηνοθέτες.
Μέσα απ’ τις επιμέρους απαντήσεις, μέσα απ' τον επεξηγηματικό ή επιθετικό λόγο των σκηνοθετών, το «Παρασκήνιο» συνέθεσε μιαν άποψη για τον κινηματογράφο, σε πλήρη αντίθεση με τα εμπορικά πρότυπα.
Αξίζει να αναλογισθούμε τι τηλεόραση θα είχαμε και τι ρόλο θα έπαιζε αν αυτό που έκανε προχτές το «Παρασκήνιο» - σαν αντίληψη και όχι σαν μορφή - γινόταν καθημερινά με τέτοιου είδους παρεμβάσεις και με διαφορετικές μορφές τηλεοπτικής έκφρασης σ' όλους τους χώρους του πολιτικού, κοινωνικού και πολιτιστικού γίγνεσθαι.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΝΩΛΑΚΟΣ
Ο νέος ελληνικός κινηματογράφος
ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ
Ήταν μια συνεχής πρόκληση. Μιλάμε για το «Παρασκήνιο» της προηγούμενης εβδομάδας που αναφερόταν στο «Νέο ελληνικό κινηματογράφο». Ήταν μια πρόκληση προς το «κοινό» γούστο, προς την τηλεόραση, προς το κράτος και το κέντρο ελληνικού κινηματογράφου, προς τους κριτικούς, τους τεχνικούς και τους ίδιους τους σκηνοθέτες. Ήταν ένας αντίλογος ιδεών σ' ό,τι παλιό και σ' ό,τι καθιερωμένο.
Πέντε σκηνοθέτες — Θόδωρος Αγγελόπουλος, Νίκος Παναγιωτόπουλος, Δήμος Θέος, Σταύρος Τορνές, Κώστας Σφήκας — κλήθηκαν απ' το «Παρασκήνιο» να απαντήσουν σε μια σειρά ερωτήματα για το νέο ελληνικό κινηματογράφο. Και ώ του θαύματος! Αντί να υποστηρίξουν τη δουλειά τους, αντί να προσπαθήσουν να ερμηνεύσουν ή να αναλύσουν το έργο τους, ο καθένας με διαφορετικές απόψεις, άνοιξαν ένα διάλογο υψηλού επιπέδου, προκαλώντας τον τηλεθεατή να σκεφτεί, είτε συμφωνούσε είτε διαφωνούσε μ' αυτά που έλεγαν οι σκηνοθέτες.
Για να συμφωνήσει κανείς με ορισμένες ιδέες που ακούγονται χρειάζεται να είναι κατά κάποιο τρόπο προετοιμασμένος. Και είναι βέβαιο πως πολλοί — όσοι αρνούνται την προσπάθεια που γίνεται μέσα στα πλαίσια του νέου ελληνικού κινηματογράφου — θα αντέδρασαν αρνητικά σ’ αυτά που άκουγαν από τους εκπροσώπους αυτής της προσπάθειας. Όμως το πρόβλημα δεν είναι να συμφωνεί κανείς ή να διαφωνεί. Είναι πάνω απ’ όλα να μπει ο πολίτης - θεατής, είτε είναι εξοικειωμένος είτε όχι, σε μια διαδικασία συζήτησης. Με τους άλλους αλλά και με τον εαυτό του. Αυτό ακριβώς πρόσφερε κατά πρώτο λόγο το «Παρασκήνιο» με την υψηλού πνευματικού επιπέδου παρέμβαση που έκανε μέσα απ’ αυτήν την εκπομπή.
Οι σκηνοθέτες με κοινές ή διαφορετικές απόψεις, χρησιμοποιώντας το λόγο ή την εικόνα, τη θέση για τον νέο ή την αντίθεση προς τον παλιό κινηματογράφο, έθεσαν τα προβλήματα που σχετίζονται με το νέο ελληνικό κινηματογράφο. Ανέλυσαν ιστορικά το φαινόμενο που ξεκινάει πριν τη δικτατορία από ορισμένους οι οποίοι, χωρίς να μετέχουν οι ίδιοι, βίωσαν τον εμφύλιο πόλεμο (Αγγελόπουλος). Ο νέος ελληνικός κινηματογράφος δέχτηκε την επίδραση του ευρωπαϊκού κινηματογράφου κατ’ αντίθεση με τον παλιό κινηματογράφο που ήταν μια κακή μίμηση του αμερικάνικου και σοβιετικού προτύπου (Παναγιωτόπουλος). Αν και ξέχασαν να πουν για το ρόλο που έπαιξε ο ερχομός της τηλεόρασης, η οποία σαν εκφραστής του «κοινού» γούστου διέλυσε τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο και άφησε ελεύθερο το πεδίο να αναπτυχθεί ο νέος, μη εμπορικός κινηματογράφος. Κατά τη γνώμη μου η τηλεόραση ήταν μια πολύ σημαντική παράμετρος που αιτιολογεί τον ιστορικό χρόνο κατά τον οποίο εμφανίζεται το καινούριο ρεύμα, χωρίς να αποτελεί το μοναδικό λόγο. Έτσι εξηγείται και η καταλυτική φράση του Παναγιωτόπουλου ότι ο «παλιός κινηματογράφος είναι για τα σκουπίδια, γι αυτό βρήκε θέση στην τηλεόραση που είναι ένας τέλειος σκουπιδοντενεκές».
Δεν είναι πρόθεση αυτού του σημειώματος να αναπαράγει τη συζήτηση στην τηλεόραση που κράτησε μια ώρα. Για τις επιμέρους απαντήσεις των σκηνοθετών θα μπορούσαμε να πούμε πολλά υπέρ και αρκετά κατά. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι μέσα από τις απαντήσεις αυτές, είτε μιλούσαν για την ιστορία του φαινομένου είτε για την αισθητική είτε για το σενάριο (εδώ ήταν θαυμάσιος ο λόγος του Τορνέ) είτε για το ρόλο της κριτικής είτε για τους τεχνικούς και τους συνδικαλιστές, έδιναν μια άλλη άποψη για τον κινηματογράφο, σε πλήρη αντίθεση με τα εμπορικά πρότυπα. Πρόβαλαν με απόλυτη σοβαρότητα την άποψη ότι ο κινηματογράφος είναι μια τέχνη που έχει μια δική του ξεχωριστή γλώσσα και στο σημείο αυτό βρέθηκαν στον αντίποδα κάθε άποψης που θέλει τον κινηματογράφο-ψυχαγωγία, τον κινηματογράφο για να περνάμε δυο ξεκούραστες ώρες, όπως όταν διαβάζουμε ένα λαϊκό ρομάντζο ή μια αστυνομική ιστορία.
Και οι δημιουργοί του «Παρασκήνιου» πέτυχαν να συνθέσουν — μέσα από τις διαφορετικές απαντήσεις και με την παρεμβολή αποσπασμάτων απ’ τα έργα των σκηνοθετών που πήραν μέρος στη συζήτηση — αυτή την άποψη, φτάνοντάς τη μέχρι τα ακρότατα όρια, μέχρι την πρόκληση προς το «κοινό» και «μικρομεσαίο» γούστο. Τα αποσπάσματα με τον Κώστα Σφήκα εκφράζανε αυτή την οριακή αντίθεση του νέου με τον παλιό κινηματογράφο.
Ταυτόχρονα το «Παρασκήνιο» έδωσε, χρησιμοποιώντας μόνο τη μια άποψη, ένα υπόδειγμα σωστής χρήσης του τηλεοπτικού μέσου, καθώς δημιούργησε τέτοιους ερεθισμούς οι οποίοι μεταφέρουν το ζωντανό διάλογο έξω απ’ την τηλεόραση. Ένα πραγματικό πνευματικό πρόβλημα, όπως είναι ο νέος ελληνικός κινηματογράφος και οι ζυμώσεις που συντελούνται στο χώρο του, γίνεται τηλεοπτική εκπομπή διευρύνοντας τη συζήτηση ανάμεσα στους δημιουργούς και το κοινό και ανάμεσα στους ίδιους τους δημιουργούς. Στη συγκεκριμένη περίπτωση μια εκπομπή μέσα από ένα θέμα έδωσε τη θετική χρησιμότητα της τηλεόρασης.
Δημήτρης Μανωλάκος
ΝΕΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΙΚΗ ΕΚΠΟΜΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ
Της ΜΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
«ΤΑ ΝΕΑ» ΔΕΥΤΕΡΑ 16 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1984
ΕΧΟΥΝ ξαναγίνει στην ελληνική τηλεόραση συζητήσεις, αφιερώματα και ποικίλες εκπομπές πάνω στον ελληνικό κινηματογράφο.
Ήταν η πρώτη, όμως φορά την περασμένη Τετάρτη, που το θέμα αυτό αντιμετωπίστηκε μόνο με σοβαρότητα και χωρίς προκλητικές διαθέσεις.
Η ομάδα της «Σινετίκ» που αποτελείται από ανθρώπους που γνωρίζουν καλά το χώρο, παρουσίασε έτσι, από το «Παρασκήνιο» μια λαμπρή, υποδειγματική εκπομπή, αναφορά στον περίφημο Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο. Ο τόνος του υψηλού πνευματικού επιπέδου που όριζε το τελευταίο αυτό «Παρασκήνιο» δεν οφειλόταν μόνο στους σκηνοθέτες - κατασκευαστές της εκπομπής, αλλά επίσης και στους προσκεκλημένους κινηματογραφιστές που αποδείχθηκαν όλοι θαυμάσιοι ομιλητές.
Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, ο Δήμος Θέος και ο Σταύρος Τορνές δεν ανέπτυξαν απλά τις απόψεις τους. Έκαναν με πολλή άνεση κάτι σπουδαιότερο και ουσιαστικότερο. Μεταβλήθηκαν σε κριτικούς αναλύοντας με βαθύτατες τομές το θέμα που τους δόθηκε.
Επιτέλους! Γιατί πάντα πιστεύαμε ότι η καλύτερη κριτική πάνω σ’ ένα έργο γίνεται από τους ίδιους τους δημιουργούς.
Και έργο μεγάλης σημασίας για την πολιτιστική πορεία του τόπου, άσχετα πόσο εκτιμήθηκε ή αγαπήθηκε, ήταν το φαινόμενο που ονομάσαμε Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο.
Ειλικρινά χαρήκαμε που ο κόσμος άκουσε και κατάλαβε τι ήταν αυτό το φαινόμενο, πώς προέκυψε και ποια τα συνακόλουθά του.
Κι ακόμα χαρήκαμε που όλοι, είχαμε για πρώτη φορά, μια πλήρη σφαιρική θεώρησή του από υπεύθυνους ανθρώπους.
Οι ομιλητές αναφέρθηκαν στη σχέση του κοινού και της κριτικής με το Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο, τόνισαν τις διασυνδέσεις του όταν ξεκίνησε με την ευρωπαϊκή κινηματογραφική πρωτοπορία της εποχής και είπαν πολλές μα πάρα πολλές αλήθειες.
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος υπογράμμισε ότι στην Ελλάδα θεωρούμε το καινούργιο, το μοντέρνο, σαν κάτι απαράδεκτο, ότι ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος είτε το θέλουμε είτε όχι είναι σπουδαιότατος και ότι πολύ καλά έκαναν οι νέοι σκηνοθέτες να στραφούν σ’ αυτόν σε αντίθεση με τους παλιούς που χρησιμοποιούσαν ένα — η λέξη δική μας — «ξεφτισμένο», ελληνοποιημένο μοντέλο αμερικανικής και σοβιετικής προέλευσης.
Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος διέγραψε τη θέση και την πορεία της γενιάς του που ενώ δεν έκανε τον πόλεμο υπέστη τις συνέπειές του και έζησε εν συνεχεία το σοκ της δικτατορίας με μοιραίο αποτέλεσμα την ανάγκη διαλόγου με την Ιστορία, που είναι πάντα παρούσα στις ταινίες του, γεγονός που δημιούργησε μια άποψη για το πολιτικό φιλμ, αλλά και μια αισθητική.
Το ίδιο και ο Δήμος Θέος υποστήριξε αυτήν την ανάγκη λέγοντας ότι ένα καινούργιο κράτος χρειάζεται την ιστορική μνήμη.
Σωστή τοποθέτηση
Τέλος — γιατί δεν έχουμε τόσο χώρο όσο θα θέλαμε γι’ αυτήν την θαυμάσια εκπομπή — ο Σταύρος Τορνές ξεκαθάρισε μια για πάντα την ανόητη αντίληψη ότι ο ελληνικός κινηματογράφος για να μεγαλουργήσει πρέπει να έχει γερά σενάρια και όλοι μαζί, μας εξήγησαν σαφέστατα πως αν δεν υπάρχει σκηνοθέτης ακόμα και ένα σεναριακό αριστούργημα δεν κάνει μια καλή ταινία.
Γενικά, όσα ειπώθηκαν με ήθος, περίσκεψη και ειλικρίνεια, αποτέλεσαν την καλύτερη ανάλυση και τοποθέτηση που είχαμε ποτέ πάνω στην γέννηση, την πορεία και τα προβλήματα του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου.
Αλλά, το ύφος, το διαφορετικό, αυτό που κάνει μια ταινία «μη κοινή», όπως είπε ο Παναγιωτόπουλος και την ξεχωρίζει από όλες τις «Ρόδες, τσάντες και κοπάνες» δόθηκε με τις εικόνες.
Απλά χωρίς αναλύσεις —τι χρειάζονταν άλλωστε;
Τα αποσπάσματα από τις ταινίες των παρόντων στην εκπομπή δημιουργών, υποστήριξαν με τον πιο εύγλωττο τρόπο τα λεγάμενά τους.
Σκηνές από το «Ταξίδι στα Κήθυρα», την τελευταία δημιουργία του Αγγελόπουλου, τη «Διαδικασία» του Θέου, τον «Μπαλαμός» του Τορνέ και εκείνη η υπέροχη σεκάνς από τα «Χρώματα της Ίριδας» του Παναγιωτόπουλου έδωσαν τη συγκινητική κατάληξη της εκπομπής — συγκίνηση που αποκορυφώθηκε καθώς θυμηθήκαμε τη δουλειά του «απόντος «καταραμένου» Κώστα Σφήκα. Τα κομμάτια που είδαμε από τις ταινίες του «Μητροπόλεις» και «Μοντέλο» δεν ήταν μόνο θαυμάσια, αλλά έμοιαζαν ορισμένα — τόσα χρόνια πριν! σαν βγαλμένα από την πρόσφατη «Νοσταλγία» του Ταρκόφσκυ.
Η καλύτερη απάντηση
Ετούτο το απάνθισμα σκηνών και εικόνων απ' όπου έλειπαν κι ένα σωρό άλλα δείγματα της νεότερης κινηματογραφικής ανθολογίας ήταν η καλύτερη απάντηση των λίγων που υποστήριξαν με πάθος το Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο, κόντρα στους «νεκρόφιλους» όπως είπε ο Παναγιωτόπουλος, που στραμμένοι προς το παρελθόν και ανυποψίαστοι δεν είχαν αντιληφθεί το έργο της αλλαγής σ’ έναν τόσο σημαντικό πολιτιστικό τομέα όσο αυτός της εγχώριας έβδομης Τέχνης.