Όταν ξεκίνησε η προετοιμασία για τον Θεόφιλο, το 1986, το μυαλό μου αρχικά πήγε στο φίλο μου ηθοποιό Νίκο Σκυλοδήμο. Ενώ στην αρχή είχε δεχθεί με μεγάλη χαρά να παίξει το ρόλο, οι υποχρεώσεις του στο Πειραματικό Θέατρο Βόλου δεν του επέτρεψαν να υποδυθεί τον Θεόφιλο. Είχα στενοχωρηθεί πολύ γιατί πίστευα πως ήταν τότε ο καλύτερος ηθοποιός της γενιάς του και πως του ταίριαζε ο ρόλος. Το συγκλονιστικό για όλους τους φίλους γεγονός της αυτοκτονίας του λίγο μετά, με έκανε να πιστεύω –το πιστεύω ακόμα- πως αν έπαιζε τότε τον Θεόφιλο μπορεί και να ζούσε ανάμεσά μας.
Μετά απευθύνθηκα στον Γιώργο Λαζάνη που θαύμαζα από μικρός. Ποντάριζα κυρίως σε σπουδαία ερμηνεία του κατά τα γεροντικά χρόνια του Θεόφιλου και είχα κάποια ανησυχία για το πώς θα έπαιζε τον ζωγράφο στα νιάτα του. Τα δοκιμαστικά και τα μακιγιάζ τον μεταμόρφωναν κάπως αλλά η ανησυχία παρέμεινε. Από την αμφιβολία και την αγωνία με έβγαλε ο ίδιος ο Λαζάνης που μου είπε πως ο Κουν είναι πολύ άρρωστος και πως ο ίδιος δεν έχει χρόνο για το φιλμ γιατί ήθελε να είναι κοντά στον δάσκαλο. Έμεινα επί ξύλου κρεμάμενος.
Με τους συνεργάτες μου αρχίσαμε να γράφουμε σε μια σελίδα όλους τους καλούς ηθοποιούς εκείνης της εποχής. Από τριάντα χρονών και πάνω. Κάποιος πέταξε το όνομα του Δημήτρη Καταλειφού. Εγώ τον ήξερα λίγο, αλλά τον εκτιμούσα πολύ. Γνώριζα πως είχε τελειώσει τη Σχολή Πέλου Κατσέλη, πως έκανε ένα μικρό πέρασμα από το Ελεύθερο Θέατρο στο οποίο ανήκα κι εγώ λίγα χρόνια πριν, πως ήταν από τα βασικά στελέχη της Σκηνής, της θεατρικής ομάδας που συγκέντρωσε σημαντικές προσωπικότητες του σύγχρονου θεάτρου μας και μετεξελίχθηκε στη Νέα Σκηνή του Λευτέρη Βογιατζή. Στον κινηματογράφο είχε μέχρι τότε, μικρή σχετικά, αλλά πολύ ελπιδοφόρα συμμετοχή. Έπαιξε στο ‘’1922’’ του Νίκου Κούνδουρου, στο ‘’Έτριζαν’’ της Ελένης Αλεξανδράκη και κυρίως στα ‘’Πέτρινα χρόνια’’ του Παντελή Βούλγαρη όπου ήταν εξαίρετος. Εγώ όμως είχα την τύχη να τον δω και σε μια τηλεταινία της αλησμόνητης φίλης μου Φρίντας Λιάππα που στηριζόταν σ’ ένα αφήγημα του Μ.Καραγάτση. Εκεί είδα τον ηθοποιό ώριμο και ποιητικό, δεν ξεκολλούσαν τα μάτια μου από πάνω του. Μου άρεσε η φωνή του, ο τρόπος που περπατούσε, το λοξό του βλέμμα, το λιτό παίξιμο, η πνευματικότητα στον τρόπο που έστησε το ρόλο του. Αυτός ο ρόλος, μου δημιούργησε τη βεβαιότητα πως έπρεπε να του τηλεφωνήσω. Μετά όλα πήραν το δρόμο τους. Όσο προχωρούσε η γνωριμία και η φιλία μας τόσο βαθαίναμε στο έργο και το ρόλο του. Κάναμε το σενάριο φύλλο και φτερό, φωτίσαμε και την παραμικρή λεπτομέρεια. Κι όταν ο ίδιος έφερνε καθημερινά τις προτάσεις του ένοιωσα τον εαυτό μου τυχερό γιατί συνεχώς, σαν ιδιοφυής ηθοποιός, πλούτιζε την αφήγηση του φιλμ με ευαισθησία και πνευματικότητα που δεν την είχα υποπτευθεί γράφοντας το σενάριο. Γιατί ο Δημήτρης δεν περιοριζόταν στο ρόλο του, ήθελε να γνωρίζει την παραμικρότερη πτυχή όλου του φιλμ, ήθελε να εντάξει αυτό που θα έπαιζε στο σύνολο, γιατί γνώριζε πολύ καλά την εξάρτησή του από κάθε στοιχείο της αφήγησης. Για έναν σκηνοθέτη, μία τόσο ενεργή συμμετοχή του ηθοποιού ήταν μια δοκιμασία στο φως γιατί έπρεπε συνεχώς να κατακτάει το ποιητικό κέντρο της ταινίας σε κάθε στιγμή του γυρίσματος.
Υπήρχε και κάτι άλλο πολύ σημαντικό. Το υψηλό καλλιτεχνικό ήθος του Δημήτρη, η ανένδοτη εμμονή στην ποιότητα χωρίς καμιά παραχώρηση σε ευκολίες και η πίστη, πως ένα φιλμ, είναι ένα καλλιτεχνικό έργο, μία αποστολή.
Πριν από το γύρισμα είδαμε μαζί μερικές σπουδαίες ταινίες. Έτσι για να γνωρισθούμε καλύτερα, για να συζητούμε πάνω σε διάσημα έργα, πάνω στις ερμηνείες διαφόρων ηθοποιών. Διαβάζω από το ημερολόγιο της ταινίας.
Πριν από το γύρισμα, είδαμε τον Λόγο του Ντράγιερ. Μελετούσαμε με τον Δημήτρη Καταλειφό το ρόλο του Γιοχάνες. Τι υπέροχη κινηματογραφική θεατρικότητα! Πώς, αλλιώς, παρά μ’ αυτόν τον αντιφατικό τρόπο, να χαρακτηρίσεις το στυλιζάρισμα στην κίνηση και το παιχνίδι των βλεμμάτων με την κινηματογραφική μηχανή.
Κάτι κρατήσαμε από τον Γιοχάνες. Το ότι δεν βλέπει τους άλλους κατάματα, αλλά λοξά και φάλτσα σαν να τους νοιώθει δίπλα του, χωρίς να τους κοιτάζει στα μάτια.
Ενδυματολογικό δάνειο και το κοτσιδάκι του Θεόφιλου στη σκηνή των τρελών.
Αυτό το ημερολόγιο είναι πολύ χρήσιμο γιατί μας ξαναφέρνει στη μνήμη γεγονότα και αισθήσεις που φαίνονται ξεχασμένες.
Το μακιγιάζ του Θεόφιλου διαρκούσε δύο με τρεις ώρες. Για τον Δημήτρη Καταλειφό ήταν η πιο αποφασιστική στιγμή. Δύο ώρες πριν πάμε πλάνο, επιβεβαιωνόταν ό,τι είχαμε συζητήσει και ξεκαθάριζε η οριστική ερμηνεία. Με εμψύχωνε η σχεδόν ιερατική μεταμόρφωσή του, που δεν ήταν μόνον του προσώπου και του σώματος αλλά και της ψυχής του. Αν υπήρχε μία κρυμμένη κινηματογραφική μηχανή θα διέσωζε παραλλαγές του ρόλου, κραυγές και ψίθυρους, άγριους ρυθμούς, σκοτεινά βλέμματα, ήρεμο πάθος.
Σούρουπο στον κόλπο της Γέρας. Μια μικρή αποβάθρα μπροστά από ένα βυρσοδεψείο. Εδώ θα αποβιβασθεί ο Θεόφιλος. Έρχεται από το Βόλο με καΐκι. Τον συνοδεύει μια καλογριά. Το καΐκι και δεκάδες κομπάρσοι. Φορτοεκφορτωτές, επιστάτες, χωροφύλακες, μικροπωλητές, στοιβαγμένα προϊόντα. Η προετοιμασία για το γύρισμα άρχισε από το πρωί αλλά η λήψη θα γινόταν μετά τις επτά το απόγευμα. Κατά τις πέντε, σε μία γωνιά κάπως μακριά από το ντεκόρ, ο Δημήτρης Καταλειφός προετοιμαζόταν. Χρειαζόταν δύο τουλάχιστον ώρες πριν το μοτέρ για να μεταμορφωθεί. Ο μακιγιέρ Γιώργος Σκένδρος με πολύ τρυφερότητα για τον Δημήτρη και με τον ειδικό τρόπο του Λατέξ, πρόσθετε πάνω από τρεις δεκαετίες στο πρόσωπό του. Έβαφε τα μαλλιά και δημιουργούσε ρυτίδες γύρω από το στόμα και τα μάτια, πρόσθετε γεροντικό γεννάκι. Περνούσα ανά τέταρτο να δω πως πήγαινε το μακιγιάζ. Ήταν μια μαγική εικόνα. Καθώς τον φώτιζε το φως του απογεύματος ένιωθα πως έβλεπα μπροστά μου έναν άνθρωπο από άλλη εποχή, από άλλον κόσμο. Ώρες-ώρες παραμιλούσε λέγοντας τα λόγια του ρόλου του. Ένοιωσα πως η ψυχή της σκηνής που θα γυρίζαμε δεν ήταν το ντεκόρ που μεταμόρφωνε ένα σύγχρονο χώρο σε μια αποβάθρα του 1930, αλλά ο παλμός της ψυχής ενός ηθοποιού που έμοιαζε να ξεπερνά το χώρο και το χρόνο και να μετεμψυχώνεται πνευματικά στο φουστανελά της ελληνικής ζωγραφικής. Κανείς από μας δεν είχε δει το Θεόφιλο ζωντανό. Ο Δημήτρης Καταλειφός δεν ήθελε ακριβώς να τον μιμηθεί. Τα πολλά διαβάσματα και οι μαρτυρίες γύρω από την ζωή και το έργο του, η εξαντλητική μελέτη της ζωγραφικής του, οι απόψεις σπουδαίων ποιητών και ζωγράφων αλλά κυρίως το ένστικτό του τον οδήγησε να συνθέσει τον δικό του Θεόφιλο, τον μοναδικό, που ήταν εν μέρει πραγματικός και εν μέρει υπερουράνιος, μια κινηματογραφική παρουσία που μιλάει στο σύγχρονο θεατή για τα μεγάλα θέματα της τέχνης κυρίως για τη βιωματική σχέση του σώματος με το έργο, αλλά και για τη σοφία ενός καλλιτέχνη να ανακαλύπτει μόνος του τις βασικές αρχές της τέχνης του και το μυστήριό της. Πως δηλαδή, τα πραγματικά καρβέλια πέφτουν, ενώ τα ζωγραφισμένα στέκονται.
Όταν έφτασε η ώρα του γυρίσματος και ο Δημήτρης ήρθε έτοιμος στο πλατώ, τα πάντα ησύχασαν. Χωρίς να δοθεί κανένα σύνθημα. Δημιουργήθηκε ένα αίσθημα σε όλους σεβασμού και κατάνυξης.
Θυμάμαι τη σκηνή που ο Μυτιληνιός τεχνοκρίτης Στρατής Ελευθεριάδης (Τεριάντ) μαζί μ’ ένα Γάλλο φίλο του και τον πατέρα του πάνε σ’ ένα λαϊκό καφενείο της Μυτιλήνης για να δουν τις ζωγραφιές του Θεόφιλου.
Πράγματι το καφενείο είναι καταστόλιστο από τοιχογραφίες που προκαλούν μεγάλη συγκίνηση και θαυμασμό στους επισκέπτες. Ο ζωγράφος όμως λείπει κι αυτοί κάθονται στο καφενείο περιμένοντάς τον. Όταν σε λίγο θα φτάσει, η παρουσία του μοιάζει μυστηριακή. Το χτίσιμο του ρόλου εδώ στηρίζεται στη σιωπή, αλλά και στην εκρηκτική του φωνή όταν διαβάζει φωναχτά, σχεδόν θεατρικά, την πρώτη κριτική για το έργο του. Ο λόγος του σπαρακτικός και μεγαλειώδης, η σιωπή του γεμάτη εσωτερικότητα και βύθισμα στον κόσμο του, στον κόσμο των ηρώων που ζωγραφίζει. Θυμάμαι τις ατέλειωτες συζητήσεις μας για το πώς πρέπει να μιλάει ο Θεόφιλος. Οι αφηγήσεις των ανθρώπων που τον γνώρισαν μιλούσαν για μια φωνή τραυλή και αδύναμη με μυτιληνιά προφορά. Ο Δημήτρης έβγαλε μια φωνή εσωτερική σαν από τα σπλάχνα του. Ώρες-ώρες έμοιαζε με λεπτή κραυγούλα προς τον ουρανό. Δεν ήταν ωραιοποιημένη φωνή, περισσότερο μυθική έμοιαζε, θεατρική, σαν όλη η ζωή του να ήταν μια αληθινή παράσταση. Το ότι ήταν σαν τη μύγα μεσ’ το γάλα με τη φουστανέλα του σε μια εποχή που όλοι σχεδόν φορούσαν φράγκικα, ήθελε, απαιτούσε, μία φωνή επίσης ιδιαίτερη, ταιριαστή με την όλη παρουσία του, που ερχόταν από αλλού. Και αυτό ο Δημήτρης Καταλειφός το πέτυχε, όχι μόνο με τη χροιά και την ένταση της φωνής του αλλά και το ρυθμό που ταίριαζε κι αυτός στην αργή σοφία με την οποία ζούσε και ζωγράφιζε.
Όταν αναφέρομαι στην ερμηνεία του Καταλειφού στον Θεόφιλο δεν ξεχνάω πως πέτυχε έναν βηματισμό γεμάτο ησυχία και εσωτερική κατάνυξη. Ο συμφωνικός τρόπος που συνέθετε το ρόλο του δεν θα μπορούσε να ξεχάσει τον τρόπο που περπατούσε. Ο πραγματικός Θεόφιλος ήταν ο μεγάλος βαδιστής. Παντού πήγαινε με τα πόδια! Χωρίς ποτέ να βιάζεται! Σπάνια θα ανέβαινε σε αραμπά, σε τρένο ή αυτοκίνητο. Το εγκώμιο της βραδύτητας που έγινε φιλοσοφικό ρεύμα στα χρόνια μας ο Θεόφιλος το είχε συνειδητοποιήσει μόνος του. Και το έκανε πράξη. Όπως και ο βηματισμός του Καταλειφού. Με το ένστικτο του μεγάλου ηθοποιού έμοιαζε σα να φοράει αόρατους κοθόρνους και σου έδινε περπατώντας την αίσθηση ενός ελαφρού ρελαντί που τρυπάει το χρόνο και γεφυρώνει το παρόν μας με το παρελθόν και τον αληθινό Θεόφιλο. Το λέγαμε από τότε <<το παρελθόν το αναπαριστάς μέσω μιας νεωτερικής αντίληψης για την ερμηνεία αλλιώς είναι αισθηματολογία ή φολκλόρ>>.
Λίγο μετά την προβολή της ταινίας ο Δημήτρης Καταλειφός δημοσιεύει ένα μικρό κείμενο, πολύ αποκαλυπτικό νομίζω για το πώς είδε το ρόλο του.
Είναι γενικά πολύ δύσκολο για έναν ηθοποιό να υποδυθεί ένα υπαρκτό πρόσωπο. Όταν το πρόσωπο αυτό είναι καλλιτέχνης η δυσκολία μεγαλώνει ακόμη περισσότερο, γιατί η ζωή και το έργο του έχουν ήδη διαμορφώσει μια εικόνα που ο ηθοποιός οφείλει είτε να έρθει να τη συναντήσει είτε να την ανατρέψει πειστικά!
Ο σκηνοθέτης της ταινίας <<Θεόφιλος>> απέκλεισε εξαρχής μια πιστή, ρεαλιστική ανάπλαση της ζωής του ζωγράφου, εγχείρημα που εκ των πραγμάτων άλλωστε θα ήταν αδύνατον. Αυτός ο αποκλεισμός, μου έδωσε τη δυνατότητα να δω τον Θεόφιλο περισσότερο σαν ένα πρόσχημα, μια αφορμή για να αναρωτηθώ, σαν άνθρωπος μιας μεταγενέστερης εποχής, τι μπορεί να σημαίνει ακόμα η απόλυτα μοναχική πορεία στη ζωή μέσω της τέχνης, γιατί αυτή πιστεύω πως ήταν εν τέλει η πορεία που διήνυσε ο Θεόφιλος. Το απόσταγμα, λοιπόν, από την προσωπική μου ενασχόληση είναι πως ο Θεόφιλος κυριολεκτικά έζησε για να ζωγραφίζει και ζωγράφιζε για να μπορεί να ζει. Κάθε φορά που σκέφτομαι τον Θεόφιλο, επιβεβαιώνεται όλο και περισσότερο μέσα μου η πεποίθηση πως η φαντασία είναι σωτηρία. Πώς γίνεται ένας άνθρωπος που έζησε μια ζωή τόσο οδυνηρή, δύσκολη και στερημένη να την ζωγραφίζει μ’ αυτά τα απίστευτα λαμπερά χρώματα, το φως, την αθωότητα και τη γενναιοδωρία;
Ο Θεόφιλος ερωτεύθηκε τη ζωγραφική και μ’ αυτόν τον έρωτα άντεξε τη ζωή του. Σε εποχές όπως η δική μας, πιστεύω πως είναι αναγκαίο να αναλογιζόμαστε την περίπτωσή του και ίσως ακόμα και να ανατρέχουμε σ’ αυτήν.
Ο Θεόφιλος πράγματι ερωτεύθηκε την ζωγραφική και ταυτοχρόνως κατανόησε με ακρίβεια τον εαυτό του μέσα από την τέχνη του. Κι αυτό κατακτήθηκε από τα νεανικά του χρόνια. Στην ταινία υπάρχουν δύο σκηνές που προετοιμάζουν τον θεατή να αισθανθεί αυτήν την εσωτερική πορεία του ζωγράφου. Η πρώτη δείχνει το Θεόφιλο με φράγκικα ρούχα στην Αθήνα μετά την ήττα του 1897. Βοηθάει έναν αραμπατζή να μεταφέρει ένα πιάνο σ’ ένα πλούσιο νεοκλασικό σπίτι. Καθώς κουβαλάνε το πιάνο ο Θεόφιλος βλέπει κρεμασμένο στον τοίχο τον πίνακα του Γύζη Η Αποκριά εν Αθήναις. Δεν ξεκολλάει τα μάτια του. Ακουμπάνε το πιάνο και φεύγοντας ο Θεόφιλος πάλι κοντοστέκεται μπροστά στον πίνακα κοιτώντας τον κάπως σκεφτικός. Δίνει την εντύπωση πως δεν έχει ξεκαθαρίσει τη σχέση του με το έργο του Γύζη. Βγαίνει στην αυλή και κάθεται στο πίσω μέρος του αραμπά. Όταν το άλογο ξεκινάει αυτός πηδάει απ’ τον αραμπά, μπαίνει στο σπίτι και κυριολεκτικά καρφώνεται κοιτώντας τον πίνακα. Αποφασιστικά. Φεύγει από το έργο μόνον όταν καταλαβαίνει τη διαφορά που τον χωρίζει απ’ αυτό. Γύζης και Θεόφιλος δυό παιδιά –σε σημαντικό βαθμό- της ελληνικής ηθογραφίας τόσο διαφορετικοί ο ένας από τον άλλο. Κι ας ήταν κάποιες φορές τα μοντέλα τους ίδια, σκηνές δηλαδή της ελληνικής ζωής και της ιστορίας
Το δεύτερο απόσπασμα της ταινίας που σχετίζεται με τις βασικές επιλογές της τέχνης του είναι η μεγάλη ημέρα της ζωής του, όταν δηλαδή αποφασίζει οριστικά να φοράει μόνον φουστανέλα. Κάνει μπογαλάκι τα φράγκικα ρούχα του και τα στέλνει στη μάνα του. Μετά ποζάρει σαν οπλαρχηγός κρατώντας στο χέρι το πινέλο. Θυμάμαι αυτή τη λυτρωτική επιλογή στο πρόσωπο του ηθοποιού. Σαν να αποφασίζει κάτι που καθορίζει την ύπαρξή του. Αυτό το αίσθημα το ζούσαμε όλοι και μετά το γύρισμα όταν μαζευτήκαμε στην ταβέρνα που τρώγαμε. Λες και το πνεύμα της ταινίας να ήταν ζωντανό στη ζωή μας.