Ο Θεόφιλος με τη μητέρα του
Ιανουάριος 2001. Κυριακή πρωί, στο εργαστήρι του Παναγιώτη Φειδάκη, στην οδό Μετσόβου, πίσω από το Αρχαιολογικό Μουσείο. Ο Φειδάκης ζωγραφίζει αντιγράφοντας την πιο επίσημη φωτογραφία του Θεόφιλου. Είναι μια εβδομαδιαία, όπως την έλεγαν, φωτογραφία. Το φόντο της, ζωγραφισμένο ακαδημαϊκά, σίγουρα δεν είναι του Θεόφιλου. Προφανώς, ο φωτογράφος της Μυτιλήνης που έβγαλε τη φωτογραφία επεξεργάστηκε το νεγκατίφ και έκανε ρετούς διορθώνοντας τις ατέλειες των προσώπων. Ο Θεόφιλος είναι πολύ νέος ακόμη με αραιό γενάκι και πεντακάθαρη μακριά φουστανέλα με πολλές πτυχώσεις. Φοράει γιλέκο κεντημένο με χρυσές κλωστές. Στο γυαλισμένο σελάχι του φαίνεται η κουμπούρα.
Καθώς τη ζωγράφιζε, ο Φειδάκης θυμήθηκε μια μαρτυρία του καραγωγέα που μετέφερε τον Θεόφιλο με τον αραμπά του στο λιμάνι του Βόλου προκειμένου ο ζωγράφος να πάρει το καΐκι για τη Μυτιλήνη: «Όταν φόρτωσε το μπαούλο με τα πράγματά του στη βάρκα που θα τον πήγαινε στο καΐκι, ο Θεόφιλος έβγαλε την κουμπούρα του και κοιτώντας όρθιος και επίσημος προς το Πήλιο και τα χωριά που έζησε για τριάντα περίπου χρόνια, πυροβόλησε δύο φορές στον αέρα, σαν σε αποχαιρετισμό! Σαν να ήταν αληθινός οπλαρχηγός! Ήθελε να ζει τελετουργικά και η ζωή του να είναι ο κόσμος που ζωγράφιζε! Σαν παραμύθι. Οι άσχετοι θα τον περνούσαν για ψώνιο».
Ο Φειδάκης ήταν τώρα συγκινημένος και πολύ αφοσιωμένος στη ζωγραφιά. Ακουγόταν μόνο το σύρσιμο του πινέλου στο χαρτί. Όταν όμως ζωγράφισε το σπαθί, είπε: «Κρατάει το σπαθί στρέφοντας λίγο το σώμα του προς τη μητέρα του. Σαν να της λέει, εγώ είμαι εδώ, ο γιος σου, μη φοβάσαι τίποτα». Καθώς σιγά-σιγά σχηματίζεται η ζωγραφιά νιώθεις πως ο Φειδάκης ζει το μύθο του έργου αλλά και της ζωής του Θεόφιλου. Σαν να είναι μπροστά του ο ίδιος ο ζωγράφος, και σαν να μπήκε στο δικό του σύγχρονο έργο, έναν αιώνα μετά τη φωτογράφηση.
Πέντε χρόνια μετά από εκείνο το κυριακάτικο πρωινό και τρία από τότε που έφυγε ο Φειδάκης, ο φίλος και συμμαθητής του Εδουάρδος Σακαγιάν μιλάει για εκείνον τον πίνακα: Αυτό το έργο του Φειδάκη «Ο Θεόφιλος με τη μητέρα του», είναι πολύ σχετικό με τη ζωγραφική του. Πιο πολύ ενδιαφέρει τον Παναγιώτη, όχι το σπαθί, το οποίο είναι σηκωμένο όρθιο και επιθετικό, ούτε το πιστόλι, αλλά τα μάτια του Θεόφιλου τα οποία είναι γαλάζια. Νομίζω πως και τα μάτια του Παναγιώτη ήταν γαλάζια. Ένα δεύτερο, πολύ έντονο σημείο, είναι το καπέλο του Θεόφιλου. Από το μέτωπο και πάνω βλέπουμε ένα κόκκινο το οποίο είναι βαθύ, πηχτό, σαν ξεραμένο αίμα και υπάρχει και μια σκιά, γαλάζια απ’ ό,τι βλέπω, στα μαλλιά της μητέρας του. Δεν διακρίνω πολύ καλά την καρέκλα που κάθεται η μητέρα του Θεόφιλου.
Ο Θεόφιλος και η μητέρα εδώ μου μοιάζουνε φιγούρες που μπορεί και να πετούσανε! Ίσως να έχουν κάποιο νόημα όλα αυτά στο επίπεδο της εικόνας και βεβαίως υπάρχει η δύναμη της άσπρης φουστανέλας, του άσπρου ρούχου του Θεόφιλου, και του μαύρου που φοράει η μητέρα του. Βρίσκονται αυτοί οι δύο, ο Θεόφιλος και η μητέρα του, σ’ ένα περιβάλλον γκρίζο μεν αλλά γεμάτο ταραχή. Ταραχή κι ένα φως, σαν κάπου να υπάρχει ένα φως, που είναι όμως γκρίζο. Το έργο είναι όλο κηλίδες, τίποτα δεν είναι οριστικό και τακτοποιημένο. Το σπαθί και το πιστόλι είναι συντετριμμένα. Η ζωγραφιά αυτή δεν έχει τον παλμό του πάθους και του χρώματος, του φωτός δηλαδή που χαρακτηρίζει τη ζωγραφική του Παναγιώτη. Στα άλλα έργα ναι μεν είναι διαλυμένα όλα, αλλά βασίζονται στο φως. Εδώ, η φωτογραφία από την οποία προέρχεται το έργο δεν μπορεί να βοηθήσει ένα ζωγράφο σαν τον Παναγιώτη, ο οποίος βασιζόταν στις αισθήσεις του και κυρίως στην όρασή του. Η φωτογραφία είναι μια μείωση του πραγματικού, και ως εκ τούτου ο Παναγιώτης προσπαθεί να ανασυνθέσει αυτό που φανταζόταν ως πραγματικό, όμως, σαν να δυσκολεύεται.
Η ζωγραφική του σε άλλα έργα μοιάζει να είναι η συνέχεια του Θεόφιλου. Εδώ, σ’ αυτόν τον πίνακα, φαίνεται σαν θεατής του Θεόφιλου αλλά και θαυμαστής βέβαια. Η πραγματική αδελφότητα όμως μαζί του, συναντιέται σε άλλα έργα του Παναγιώτη: ταράτσες, σπίτια λαϊκά ή αγροτικά τοπία όπου βλέπει κανείς τη ζωή όπως την έζησε ο Φειδάκης στα παιδικά του χρόνια σαν μια συνέχεια όσων και ο Θεόφιλος έζησε. Όμως αυτά τα έζησε ο Παναγιώτης με αποξένωση και ταραχή. Ενώ ο Θεόφιλος περιγράφει με βεβαιότητα το σχήμα ενός φυτού ή ενός προσώπου, στον Παναγιώτη η φόρμα ενός προσώπου ή ενός φυτού ή ενός ζώου είναι διαταραγμένη. Σαν να γίνεται μια έκρηξη, σαν να εκρήγνυται η εικόνα, εξ’ ου και η ταραχή, ο σπαραγμός στη φόρμα. Αυτός ο σπαραγμός καθορίζει την προσπάθειά του να βρει ένα κέντρο, να φτιάξει μια φόρμα δική του.
Τον ρώτησα τι νομίζει πως παρακίνησε τον Φειδάκη να διαλέξει αυτή τη φωτογραφία.
- Γιατί φαίνεται σαν να προστατεύει, με το σπαθί όρθιο, το ευαίσθητο μέρος του, που είναι η μητέρα του. Ασυνείδητα αυτή η εικόνα μιλάει και για τον ίδιο τον ζωγράφο. Σαν να είναι η μητέρα του, η ίδια η πατρίδα του.
* Ο Θεόφιλος με το παιδί που είναι ντυμένο Μακεδονομάχος.
Ο Φειδάκης δέκα περίπου χρόνια πριν, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ζωγράφισε μιαν άλλη, άγνωστη τότε, φωτογραφία του Θεόφιλου βγαλμένη στο Βόλο. Προερχόταν από το περίφημο μπαούλο του Θεόφιλου που αγόρασε ο Εμπειρίκος από τον αδελφό του ζωγράφου. Εκείνη την εποχή έγιναν γνωστές και δεκάδες άλλες φωτογραφίες του Θεόφιλου που βγήκαν σε φωτογραφεία του Βόλου και της Μυτιλήνης. Μου έκανε εντύπωση που όταν ο Φειδάκης διάλεγε τη φωτογραφία, απέφυγε αμέσως αυτήν που πριν από πολλά χρόνια ζωγράφισε ο Γιάννης Τσαρούχης. Αυτή που επέλεξε έχει στήσιμο απολύτως ζωγραφικό. Ο Θεόφιλος κρατάει από το χέρι ένα παιδάκι που το έντυσε Μακεδονομάχο.
Η ζωγραφιά έγινε στο εργαστήριο κορνιζοποιίας του Θανάση Φλέσσουρα, δίπλα στο Καλλιμάρμαρο. Εκεί σύχναζε ο Παναγιώτης Φειδάκης τα τελευταία δεκαπέντε περίπου χρόνια της ζωής του. Ενώ άρχισε να ζωγραφίζει μου ζήτησε να διαβάσω δυνατά μια μαρτυρία από ένα παιδί που το έντυνε ο Θεόφιλος. «Μου είπε μια μέρα ο Θεόφιλος: Θα ’ρθεις κι εσύ, Κώστα, να σε ντύσω; Πήγα. Ντυνόμασταν Χριστού, Νέο έτος, Πάσχα και Απόκριες. Μας έλεγε: Παιδιά, την Κυριακή θα ντυθούμε. Πηγαίναμε σε διάφορα σπίτια. Στα καλά πρώτα. Μετά τα παίρναμε σβάρνα. Κερνούσαν αυτόν, φιλεύανε κι εμάς. Είχε και φυσαρμόνικα. Τραγούδαγε κιόλας».
Ενώ τα δικά του έργα ο Πάνος τα ζωγράφιζε γρήγορα, εδώ ήταν πολύ προσεχτικός, δεν βιαζότανε. Έκανε μικρές παύσεις, πίνοντας λίγη μπίρα και κοιτώντας ασταμάτητα το έργο. Δίπλα του, ο Αλέκος Φασιανός επιχρωμάτιζε άλλες δύο φωτογραφίες του Θεόφιλου και θυμόταν το ταξίδι του στην Αγιάσο της Λέσβου και τις μαρτυρίες των ντόπιων για τον ζωγράφο.
Αυτό το έργο του Φειδάκη είναι το πρώτο που ζωγράφισε για τον Θεόφιλο. Θα ακολουθήσουν άλλα πέντε τουλάχιστον.
Και πάλι ο Εδουάρδος Σακαγιάν σχολιάζει το 2006, σε μια συνέντευξή του, αυτό το έργο: Εδώ έχουμε πλήρη σχεδόν περιγραφή των διακοσμητικών του πίσω φόντου, του ψεύτικου ζωγραφισμένου τοπίου όπου φωτογραφήθηκε ο Θεόφιλος χωρίς όμως τον σπαραγμό στη φόρμα λόγω της «έκρηξης» που είδαμε στο σπαθί του άλλου έργου. Εδώ είναι όλα άψογα, δεν βλέπουμε τον Θεόφιλο με σπαθί αλλά αντίθετα με λουλούδια, αντί για το σπαθί το διαλυμένο, το ηρωικό, υπάρχει κάτι ερωτικό. Νομίζω πως κατά βάθος ο Θεόφιλος πέρα από την επιθυμία του να μιλήσει για την Ιστορία, έχει μια αγάπη ερωτική για την Ιστορία. Έχει μια μυθολαγνία. Αντιθέτως, ο Παναγιώτης ήταν ένας άνθρωπος που κρατιόταν ισχυρά απ’ αυτό που έβλεπε, μαζί μ’ όλο τον παλμό και πιθανώς την ταραχή, το σμπαράλιασμα. Ο μύθος είναι ένα μπαστούνι, ένα δεκανίκι κι ένα φάρμακο για το φαρμάκι της πραγματικότητας, που είναι δυσβάσταχτη πολλές φορές. Στην προκειμένη περίπτωση, ο Παναγιώτης προσπαθεί να κάνει πάλι πραγματική την εικόνα του Θεόφιλου με το παιδί. Μου περνάει η σκέψη τελείως αυθαίρετα ίσως, ότι πιθανόν είναι ο ίδιος. Μιας και ο Θεόφιλος δεν είχε παιδί θα μπορούσαμε να φανταστούμε πως ένα από τα παιδιά του είναι και ο Παναγιώτης. Του μοιάζει κατά κάποιο τρόπο. Η εικόνα αυτή δεν μου φαίνεται σαν καρναβάλι. Θα μπορούσε μ’ ένα γκροτέσκο σχήμα να είναι καρναβάλι. Νομίζω όμως πως η σουρντίνα, ο σιωπητήρας που βάζει στο χρώμα ο Παναγιώτης, μεταφέρει τα πράγματα που βλέπουμε σε μια τραγική διάσταση θλίψης της μνήμης. Ακόμη και τα διακοσμητικά παύουν να είναι διακοσμητικά και δίνουν μια αίσθηση σκοτεινή.
Θεωρούμε δεδομένο ότι υπάρχει μια πιστότητα σε σχέση με τη φωτογραφία αλλά πιστεύω πως αυτό δεν συμβαίνει, είναι πολύ υποκειμενικό πάντα το βλέμμα του Παναγιώτη,
Λ.Π. Αυτό το έργο δεν πλησιάζει κάπως το ασπρόμαυρο; - Ναι, απολύτως, και με ένα αίσθημα μεγάλης διακριτικότητας στο χρώμα. Αυτό δίνει την ένταση, κι αυτό είναι και το προσόν του Παναγιώτη. Λ.Π. Πώς τον θυμάσαι; - Παραμένει στη σκέψη μου ο φίλος ο πιο κοντινός στη Σχολή Καλών Τεχνών. Αυτό που ήθελε να είναι η ζωγραφική, το ανακάλυπτε λίγο-λίγο. Τη θεωρούσε αναπόσπαστα συνδυασμένη με τη ζωή. Αυτό ήταν το πιο σπουδαίο, το πιο σημαντικό για τον Παναγιώτη. Λ.Π. Το πιο σημαντικό, το πιο απλό και το πιο μυστηριώδες. - Το πιο μυστηριώδες. Η μεγαλύτερη ευθύνη ενός ποιητή είναι να μην ξεχνάει ότι, πέρα από τα οποιαδήποτε τεχνάσματα, η σπουδή πάνω στη γλώσσα από μόνη της δεν είναι δυνατόν να μεταφέρει το πάθος, την ένταση και το μυστήριο, όπως λες, της ζωής. Το πιο σημαντικό είναι μια βαθιά επιθυμία να γίνουμε άνθρωποι μέσα από την Τέχνη. Ο Παναγιώτης το απέδειξε...
*
Αντιγράφοντας τον ήλιο του Θεόφιλου
Και πάλι στο ατελιέ του, στην οδό Μετσόβου, ο Φειδάκης προσπαθεί να αντιγράψει με τον τρόπο του λεπτομέρεια από το έργο του Θεόφιλου Ζίμπερ Άλτα, επαρχία Ιταλίας, καμωμένο το 1928 σε κάμποτο. Είναι ένα από τα έργα που έκανε ο ζωγράφος για να ανταποκριθεί στην παραγγελία του Τεριάντ. Βρίσκεται τώρα στο Μουσείο Θεόφιλου στη Βαρειά της Μυτιλήνης. Η αντιγραφή γίνεται σε χαρτί με σύγχρονα ακρυλικά.
Ο Παναγιώτης, αντιγράφοντας το έργο, κατανοεί τη σχέση των χρωμάτων όπως ο Θεόφιλος τα βάζει δίπλα-δίπλα, καθώς ο ήλιος κυρίαρχος βγαίνει από τη θάλασσα. Ζωγραφίζοντας σχολιάζει: «Έτσι είναι η ζωγραφική του, ελεύθερη. Σου μαθαίνει πως και λάθος να κάνεις, αυτό έχει δύναμη, μετά αν θέλεις το διορθώνεις, η πείρα σιγά-σιγά με τα χρόνια σού λέει τι πρέπει να κρατήσεις από το λάθος και τι να διορθώσεις. Ο Θεόφιλος για μένα είναι δάσκαλος. Με κάνει να μην ξεχνάω τον τόνο του χρώματος στα πράγματα, στη φύση. Ο τόνος είναι η ουσία. Αν βρεις τον σωστό τόνο μετά γίνεται το έργο. Αν το φωτογραφίσεις μαυρόασπρο και φωτογραφίσεις και έργα μεγάλων ζωγράφων, επίσης ασπρόμαυρα, ίδια ένταση έχει το έργο του Θεόφιλου. Δες και τα χρώματα. Το μπλε θυμίζει θάλασσα, το κίτρινό του θυμίζει στάχυ. Θυμάμαι αυτό που είπε κάποιος. Ζωγραφίζουν πολλοί τον ήλιο βάζοντας κίτρινο και ο Βαν Γκογκ βάζει κίτρινο και είναι ήλιος!»
Ο Φειδάκης μουρμουρίζει κάποια μελωδία και ζωγραφίζει για αρκετή ώρα σαν να μας έχει ξεχάσει. Νιώθεις πως είναι χαρούμενος, πως απολαμβάνει τη ζωγραφιά. Μετά, σαν να μονολογεί: «Είναι σαν παιδί. Από τη μια παιδί και από την άλλη με γνώση μεγάλη, σοφού. Αυτό είναι! Από τη μία ζωγραφίζει ελεύθερα και από την άλλη πειθαρχημένα. Αυτό το έργο είναι κατά κάποιο τρόπο ανεπίσημο, το ζωγραφίζω για μας, για να σου δείξω, τελικά όμως μπορεί να βγει πιο ωραίο, πιο εκφραστικό. Ούτε σκληρό πρέπει να γίνει ούτε μαλακό. Κοίτα εδώ, γύρω από τον ήλιο έχει κάτι βαριούς τόνους, κάτι μωβ, κάτι πράσινους, πείθει απολύτως. Είναι σαν σοφός, χωρίς να το ξέρει ότι το μωβ είναι το συμπληρωματικό του κίτρινου, βάζει κάτι μαβιά, υπέροχα». Ώρες ώρες ο Φειδάκης ένιωθε το χρώμα στη γεύση του. «Τα πρασινάκια του, κοίτα εδώ, πόσο γλυκά είναι! Δεν αντέγραφε μόνο την καρτ ποστάλ που είχε μπροστά του, μετά θυμόταν και τη φύση! Ανατολή φαίνεται να είναι αυτή, η δύση είναι πιο πορτοκαλιά. Εύκολα έγινε, αυτό είναι, τελείωσε. Να βάλω και την υπογραφή».
Ρεπορτάζ – συνεντεύξεις Λάκης Παπαστάθης