Η ΒΟΥΓΙΟΥΚΛΑΚΗ σαν φαινόμενο
Αποτελεί πράγματι ένα θέμα άξιο προσοχής και μελέτης. Υπάρχει στην πρώτη γραμμή της δημοσιότητας επί είκοσι ολόκληρα χρόνια. Ένας νέος σκηνοθέτης, ο Λάκης Παπαστάθης, πού ολοένα επιβεβαιώνει μια βαθύτατη γνώση τού κινηματογράφου και ένα σπουδαίο ταλέντο, μαζί μ’ ένα νέο κριτικό θεάτρου, τον Κώστα Γεωργουσόπουλο, που ανατάραξε τα νερά του θεατρικού κατεστημένου, ανέλαβαν να τοποθετήσουν το «φαινόμενο». Κοινός στόχος: η απομυθοποίηση της εθνικής σταρ. Απέναντί τους, η Αλίκη ολομόναχη. Χωρίς συνήγορο. Γιατί και ο Φιλοποίμην Φίνος, ο παραγωγός που την ανέδειξε και την καθιέρωσε, υπήρξε σκληρός μαζί της. Σκληρή ήταν όλη η μάχη που έδωσαν κόντρα στο φτηνό, ψεύτικο είδωλο που πουλάει η Βουγιουκλάκη και οι τρεις άνδρες. Κι είχαν σύμμαχό τους μερικά άθλια στιγμιότυπα Από μια κάκιστη Αλίκη στην «Καμπίρια» που τώρα παίζει. Αλλά η Αλίκη έλεγε τα δικά της. Τα αιώνια γνωστά κλισέ: «Είμαι ορφανή, τα κέρδισα όλα με τον ιδρώτα μου, μου λείπει ο πατέρας, είμαι τραγικό πρόσωπο, είμαι ολομόναχη, κάνω σφάλματα, αλλά το κοινό μου με συγχωρεί»... Τα ίδια είκοσι χρόνια τώρα. Οι διανοούμενοι και οι μορφωμένοι σίγουρα θα γέλασαν, θα καταδιασκέδασαν με όλες αυτές τις ψευτιές και τα διαφημιστικά σλόγκαν. Αλλά ο κοσμάκης; Αυτός πού δεν μπορεί να σαρκάση την ψευτιά, τί άραγε να κατάλαβε απ’ όλη αυτή την ανατρεπτική ειρωνεία; Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος το ‘πε σωστά: Η Βουγιουκλάκη ενσαρκώνει την μετάβαση μας από τη φουφού στην ηλεκτρική κουζίνα. Έχει ταλέντο, όπως έχουν όλοι οι συμβιβασμένοι αρχιτέκτονες π.χ. που το ‘κρυψαν κάτω από τις αθλιότητες των εμπορικών τσιμεντένιων κατασκευασμάτων. Είναι, λοιπόν, σύμβολο του συμβιβασμού. Και ο Φιλοποίμην Φίνος ήταν αποκαλυπτικός, όταν είπε: Οι ταινίες της Αλίκης πουλιούνται στο εξωτερικό σε χώρες που έχουν ίδιο πνευματικό επίπεδο με το δικό μας: Στη Μαλαισία... Και ο Παπαστάθης δόμησε την ταινία του με πολύ ειρωνεία, χωρίζοντάς την σε ενότητες και κεφάλαια με τίτλους όπως: «Η Αμαλία σε καφενείο της Ομόνοιας». Ο κόσμος, δηλαδή, που βλέπει τηλεόραση στην Ομόνοια και το σήριαλ που την ξανανέβασε στην επικαιρότητα. Αλλά η Αλίκη ξαναλέει τα δικά της: «Είμαι μόνη» κ.τ.λ. Τελικά, πολύ φοβάμαι ότι κερδίζει εκείνη. Οι άλλοι απομυθοποιούν κι εκείνη μυθοποιεί τον εαυτό της. Κάνει τις καλύτερες δημόσιες σχέσεις που έχουν γίνει ποτέ για το άτομό της. Και επί πλέον καταφέρνει να ανανεώνη το μύθο της. Στην διάσταση της ξανθής γατούλας προσθέτει και εκείνη της ολομόναχης ξανθής μανούλας. Με το Γιαννάκη δίπλα της, το παιδί της, ξαναστήνει το μύθο του «καημένου ορφανού». Φαντάζομαι ότι η μισή Ελλάς θα θέλη να την παρηγορήση.
Μαρία Παπαδοπούλου, ΤΑ ΝΕΑ, 11 Μαρτίου 1976
Η απογύμνωση ενός μύθου
ΣΠΑΝΙΟ, κοφτερό ξυράφι ήταν το χθεσινό πρώτο - και μοναδικό - μέρος της εκπομπής «Παρασκήνιο» αφιερωμένο στην Αλίκη Βουγιουκλάκη. Για πρώτη φορά, εδώ και είκοσι χρόνια, βρέθηκε κάποιος να θέσει το «φαινόμενο Βουγιουκλάκη» στις σωστές βάσεις και στα πραγματικά κίνητρα της δημιουργίας του. Μέσα σε μισή ώρα ο Λάκης Παπαστάθης, με την πολύτιμη βοήθεια του αριστουργηματικού μοντάζ του, έστησε έναν μεγεθυντικό φακό στο πρόσωπο της ηθοποιού και τον άφησε να γδύσει τον μύθο, που χρόνια τώρα, ανατρέφει γενιές, δημιουργεί πρότυπα και προηγούμενα και συνάμα καθήλωσε - και ίσως καθηλώνει ακόμα - εκατοντάδες χιλιάδες άτομα σε έναν ακίνδυνο και ανούσιο «οραματισμό». ΒΑΖΟΝΤΑΣ σε λειτουργία τις λεπίδες του, ο Παπαστάθης κατάφερε να δει το αντικείμενό του από πολλές πλευρές. Αυτές αντιστοιχούσαν στην ίδια την Βουγιουκλάκη, σ’ έναν από τους στενότερους συνεργάτες της και συνεργούς στην δημιουργία του φαινομένου, τον Φιλ. Φίνο, και στο σχόλιο του κριτικού κ. Κ. Γεωργουσόπουλου που τοποθετούσε την παρουσία της στο κοινωνικό πλαίσιο, από το οποίο βγήκε και φυσικά στο όποιο αποτεινόταν (και αποτείνεται ακόμα). Η ΛΕΠΙΔΑ Φιλ. Φίνου ήταν ίσως η πιο σύνθετη. Γιατί ή ίδια η ηθοποιός πίστεψε πως μπορούσε για μια ακόμη φορά να «παίξει την Αλίκη», να «παίξει ελληνική ταινία». Μπροστά στο φακό όμως η παράσταση κουρελιάστηκε. Έλειπαν όλα τα φτιασίδια των «φίνειων» ταινιών, έλειπαν τα ζαχαρωτά ντεκόρ και η μελένια υπόθεση που στήριξαν την ανύπαρκτη «ηθοποιία» και την φανταστική «υπόθεση» των σκαριφημάτων εκείνων. Στον φακό του Παπαστάθη, ήταν η Βουγιουκλάκη, μόνη και ανυπεράσπιστη, που αράδιαζε τις φρασούλες - καραμέλες της με μια θλιβερή ευκολία: «Το θέατρο είναι ο σύζυγός μου, ο κινηματογράφος ο εραστής μου». — «Ξέρω να κάνω αυτοκριτική». — « Η σχέση μου με το κοινό έχει έναν ερωτισμό». — «Στη ζωή θα μείνω μόνη». — «Είμαι βασικά ένας φιλόσοφος» και λοιπά. Πανέξυπνη και μελετημένη, με την αναμφισβήτητη διαίσθησή της η Βουγιουκλάκη προσπάθησε να δώσει τη μάχη της, μα νικήθηκε από τα ίδια της τα όπλα. Αντήχησαν όλα σαν παιδικά τουφεκάκια, που εκσφενδονίζουν έναν φελλό, δεμένο από την άκρη της κάνης με έναν σπάγγο, κάνοντας ένα μικρό ήχο, που τα παιδιά ερμηνεύουν σαν τουφεκιά πραγματική. Η ΛΕΠΙΔΑ Φιλ. - Φίνου έφερε το καίριο κτύπημα. Ο πρώην συνεργάτης της και αυτός που βασικά επωφελήθηκε όσο κανένας άλλος από την παρουσία της, βρήκε το θάρρος (;) να πει κατάμουτρα στους θεατές - και στους θεατές, τους λ ά τ ρ ε ι ς της ίδιας της Βουγιουκλάκη - πόσο ψεύτικο ήταν το δημιούργημα τούτο. Πως φτιάχτηκε για να είναι κατ’ αρχήν αγαπητό στα παιδιά, πως φτιάχτηκε για να εκπληρώνει το «όνειρο κάθε μητέρας για την κόρη» της, πως φτιάχτηκε με την συνεργία «της παραγωγής και της διαφήμισης». Δεν δίστασε να πει πως αυτή η ίδια «έλεγχε τα πάντα» στις περίφημες ταινίες της: Συνεργάτες, εμφανίσεις της, ρούχα, τρόπο γυρίσματος, θέσεις του φακού απέναντί της, καταργώντας σκηνοθέτες, τεχνικούς, όλους. Δεν δίστασε να ομολογήσει πως και ο ίδιος προσπαθούσε να την πείσει πως δεν ήταν δυνατόν να βγαίνει στην οθόνη, «σαν φτωχή παιδούλα, με ψεύτικες βλεφαρίδες και μοντελλάκια της «Κάρναμπυ στρητ», και εκείνη του απαντούσε «έτσι με θέλει ο κόσμος». Δεν κοκκίνισε, αναφέροντας πως από τις ταινίες της ακόμη και σήμερα δεν βγαίνει χαμένος: Γιατί πουλιούνται σε χώρες «με το ίδιο πνευματικό επίπεδο της Ελλάδας», δηλαδή στην Μέση και Άπω Ανατολή (Χόνγκ Κόνγκ κ.λπ.) και πως τώρα πια, δεν είναι δυνατόν να γυριστούν ταινίες της «ΓΙΑΤΙ Η ΝΕΑ ΓΕΝΙΑ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΜΕΝΗ», και δεν μπορεί να την δεχτεί... Έπεσε κι αυτός όμως, θύμα της ίδιας της παρουσίας και των λόγων του: Τίναξε στον αέρα δουλειά δεκαπέντε ετών, ομολόγησε, κυνικά πως οι ταινίες του ήταν εντελώς ψεύτικες σαν κινηματογραφικά έργα (αφού τα πάντα σχεδόν καθορίζονταν από την Βουγιουκλάκη), ομολόγησε ότι ήταν εν γνώσει της ψευτιάς (αφού ο ίδιος άφηνε τα στραβά που έβλεπε, να περνούν στην οθόνη). Και πάνω απ’ όλα κατασπάραξε με τα ίδια τα νύχια που η Βουγιουκλάκη του έδωσε, την παλιά του ηρωίδα. ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΛΕΠΙΔΙ της εκπομπής ανήκε στον Κ. Γεωργουσόπουλο, που με την αταραξία και την ψύχραιμη ενατένιση του ανατόμου, πήγε όσο βαθύτερα μπορούσε: ΜΙΛΗΣΕ για την σκοπιμότητα της δημιουργίας ενός τέτοιου «φαινομένου», που δεν ήταν άλλη από την ανανέωση μιας εξασθενημένης αστικής τάξης (διάβαζε ανάμεσα στ’ άλλα και (εξασθενημένο θέατρο) με ένα σύμβολο που θα ενσάρκωνε τα απωθημένα και μη πραγματοποιήσιμα όνειρα, αντίστοιχα, απωθημένων και καταπιεσμένων μεσοαστών, μίλησε για το κοινωνικό του πλαίσιο και υποδομή και παραλλήλισε το όλο θέμα — απ’ όσο ξέρω — με αντίστοιχες πολιτικές «ανανεώσεις» που είχαν άμεσο και όχι έμμεσο ρόλο όπως αυτός της δημιουργίας της Βουγιουκλάκη. ΑΥΤΕΣ οι παρατηρήσεις κόπηκαν από την εκπομπή, για λίγους και αρκετά ευνόητους λόγους... ΤΕΛΙΚΑ, τί απέμεινε από την Αλίκη Βουγιουκλάκη, μετά την χθεσινή εκπομπή; Ένα πρώην κορίτσι, που δημιουργήθηκε από μιαν κοινωνική ανάγκη χωρίς να το ξέρει και ή ίδια αρχικά, και που όταν το συνειδητοποίησε, αποφάσισε να κρατήσει τον ρόλο αυτόν, με κάθε τρόπο και με κάθε αντάλλαγμα. Ένα άτομο, πού φτιάχτηκε, επινοήθηκε από άλλους, στήθηκε πάνω σ’ ένα χρυσό θρόνο που δεν ήταν παρά ντενεκές και που θαυμάζεται ακόμα από αυτούς, στους οποίους αποτεινόταν: Όσους θέλουν να ονειρεύονται ξυπνητοί, όσους ναρκώνονται από τα ζαχαρωτά όνειρα χωρίς αντίκρισμα, όσους ικανοποιούνται από την αναπαράσταση μιας ψευτιάς για να ξεχνούν την άτεγκτη πραγματικότητα — για το συμφέρον πολλών. Από μιαν άποψη, θα ‘λεγα… πως η Αλίκη Βουγιουκλάκη είναι ένα πρόσωπο που μόνο οίκτο μπορεί να προκαλέσει. Το μόνο που διερωτώμαι, όσον αφορά την πλατύτερη αποτελεσματικότατα της εκπομπής είναι αν αυτό το ξεγύμνωμα του μύθου μεταφέρθηκε, έτσι όπως θα έπρεπε να μεταφερθεί, στο ίδιο αυτό το κοινό - θύμα του, που επί δεκαετίες συνήθισε να εκτονώνεται με τον τρόπο αυτόν; Βλέποντας, δηλαδή, απλά την Αλίκη Βουγιουκλάκη...
ΔΕΚΤΗΣ (ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΡΛΑΣ ΤΟ ΒΗΜΑ 11-3-76)
Τα «είδωλα» και τα «φαινόμενα»
Το «Παρασκήνιο» είναι μια καινούργια, φιλόδοξη εκπομπή της ΕΡΤ. Μεταδίδεται κάθε 15 μέρες και περιέχει τρία θέματα. Η πρώτη είχε για θέματά της τον Βέγγο, τον Μαρκόπουλο και τον Βολανάκη με το Κρατικό (του) Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Ξεχώρισε αμέσως. Είχε ύφος, είχε ουσία, πήγαινε κάτω από την επιφάνεια των θεμάτων της. Και ήταν τηλεόραση. Γιατί απ’ αφορμή πάντα ένα επικαιρικό γεγονός (ανέβασμα ενός έργου, έκδοση ενός δίσκου) προχωρούσε σε μια ανίχνευση του χώρου και των ανθρώπων, ιδωμένων μέσα στην πραγματικότητα μίας αληθινής, σημερινής Ελλάδος, με όλα τα επί μέρους λάθη ή υπερβολές (σχεδόν φυσικά για ένα ξεκίνημα) ήταν η καλύτερη εκπομπή της ΕΡΤ που άνοιγε ένα φωτεινό παράθυρο στο ζοφερό της παρόν. Όμως, στη δεύτερη κιόλας εκπομπή, έγινε το «ελληνικό θαύμα». Από τα τρία θέματα βγήκε στον αέρα μόνο το ένα. Πριν προλάβουμε να πούμε «δόξα τω Θεώ» πάλι «βοήθα Παναγιά». Το θέμα είναι μεγάλο και πολυεδρικό. Θα μας απασχολήσει όμως λεπτομερέστατα λίαν προσεχώς. Θα το εξετάσουμε με προσοχή και ειλικρίνεια. Γιατί κάπου εκεί έχει την έδρα της η κακοδαιμονία της Ελληνικής Τηλεοράσεως. Μια κακοδαιμονία που φαίνεται πώς δεν φτάνει ένας απλός αγιασμός για να ξορκιστή. Σήμερα όμως ας δούμε το 1/3 από το τελευταίο «Παρασκήνιο» που άφησε να βγει στον αέρα η ΕΡΤ. Ήταν η Αλίκη Βουγιουκλάκη. Η εκπομπή είχε μια πρόθεση, απόλυτα θεμιτή. Να κάνει την απομυθοποίηση του «εθνικού ειδώλου». Χρησιμοποίησε κάθε μέσο. Από το γύρισμα και το μοντάζ ως την επιστράτευση του Γεωργουσόπουλου και του Φίνου. Αλλά έκανε ένα λάθος: Χρησιμοποίησε και... την Βουγιουκλάκη! Και η Βουγιουκλάκη έκανε σ’ αυτό το μικρό φιλμ ό,τι έκανε επί 20 χρόνια. Έχτιζε ξανά, ήρεμα και τακτικά, κάθε πέτρα που προσπαθούσαν να γκρεμίσουν οι άλλοι. Η Ιστορία έχει ως έξης: Επί 20 χρόνια γίνεται προσπάθεια να εξηγήσουν το «φαινόμενο» Βουγιουκλάκη. Μόνο που αυτή την προσπάθεια την κάνουν οι «ολίγοι». Εκείνοι ακριβώς οι «ολίγοι» προς τους όποιους δεν απευθύνεται ή Βουγιουκλάκη. Εκείνοι ακριβώς οι ολίγοι που μέσα τους δεν υπάρχει «μύθος Βουγιουκλάκη». Αυτοί που έχουν κάνει ήδη την απομυθοποίησή της. Οι άλλοι όμως, οι «πολλοί» — και η διάκριση είναι ποσοτική όχι αξιοκριτική — δέχονται τον μύθο. Όχι μόνο τον δέχονται αλλά και τον παραδέχονται και τον συντηρούν. Η ίδια το ξέρει πολύ καλά. Ξέρει ότι την ίδια στιγμή που εκνευρίζει τους «λίγους», δέχεται τα ζήτω των πολλών. Με πλήρη συνείδηση, με πλήρη στρατηγική τακτική, ψυχρά και υπολογισμένα, προχωρεί αδιαφορώντας εντελώς για τους ψιθύρους ή τις υλακές. Δεν την αφορούν και δεν την επηρεάζουν. Το μόνο που την αφορά είναι να ‘χει πάντα τις αντένες της εν ενεργεία για να μη χάση την επαφή με τον «δικό της» κόσμο. Με τους «άλλους» δεν είχε ποτέ καμιά επαφή και κει είναι το μυστικό. Και ο Γεωργουσόπουλος και ο Φίνος αφού της καταμαρτύρησαν ένα σωρό στο τέλος δεν παράλειψαν, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος, να πουν ότι : «…ναι, αλλά η Βουγιουκλάκη έχει ταλέντο και αυτό το ταλέντο το χαράμισε!». Ιδού το κλειδί: η Βουγιουκλάκη δεν έχει κανένα ταλέντο, έκτος από ένα: να γίνει αυτό που έγινε χωρίς ταλέντο. Υποκριτικά ανήκει στην Τρίτη τάξη της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου (ειδικά του Εθνικού Θεάτρου). Μπορεί να πάρει το δίπλωμά της και να παίξει. Ακόμα και Ιουλιέττα. Τα προσόντα που ζητάνε εκείνοι που θα ανεβάσουν το έργο τα έχει: είναι νέα δροσερή, χαριτωμένη και τα «λέει». Αυτό το «τα λέει» είναι υπεραρκετό και καθορίζει χρόνια τώρα το επίπεδο της υποκριτικής σ’ αυτόν τον τόπο. Και η Βουγιουκλάκη «τα λέει» μια σκαλίτσα πάρα πάνω από τους άλλους που απλώς «τα λένε». Από κει και πέρα η Βουγιουκλάκη ξέρει πια ποιο είναι το κοινό της —περίπτωση σπάνια— δουλεύει αποκλειστικά για κείνο. Αδιαφορεί τελείως για ο,τιδήποτε άλλο που θα των απομάκρυνε απ’ αυτό. Χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει τα σχέδιά, της κατευθύνονται μόνο στη συντήρηση του μύθου που την συμφέρει και συμφέρει και στους εμπόρους γύρω της. Όλοι ξέρουν καλά τί κάνουν. Όλοι κερδίζουν και κείνη τα περισσότερα. Δεν υπάρχει διαφωνία. (Όταν ο Φίνος της ζητάει να μη φοράει ψεύτικες βλεφαρίδες σαν παίζει τις «λαϊκές» κοπέλες κάνει το λάθος να νομίζει πως αυτό είναι το σωστό. Η Βουγιουκλάκη ξέρει ότι οι βλεφαρίδες παίζουν θετικό ρόλο στο είδωλό της, δεν κάνουν πιο ρεαλιστικό και πιο αληθινό τον ρόλο της. Ο ρόλος της έτσι κι αλλιώς δεν είναι ούτε ρεαλιστικός ούτε αληθινός. Είναι ψεύτικος και φαίνεται ψεύτικος. Οι βλεφαρίδες όμως θα τον κάνουν πιο «ωραίο» και αυτό μετράει. Να το ταλέντο της) Το εργοστάσιο στο μεταξύ έχει αρχίσει να παράγει. Και όπως κάθε εργοστάσιο βγάζει πάντα ένα, τυποποιημένο προϊόν. Το τελικό αμπαλάζ αλλάζει κατά καιρούς γίνεται πιο πλουμιστό ή πιο φανταχτερό. Πιο γυαλιστερό ή πιο φίνο, το προϊόν μένει πάντα το ίδιο. Αυτό που άρεσε από την πρώτη στιγμή. Αυτό που κάλυψε τη ζήτηση από την πρώτη στιγμή. Αλλά μέσα, κάτω από τα χρυσόχαρτα και τις κορδέλες, το σαπούνι φτιάχνεται πάντα με ποτάσα. Το ταλέντο της Βουγιουκλάκη —που δεν έχει καμιά σχέση με την υποκριτική τέχνη— είναι να εκμεταλλεύεται την πλήρη άγνοια του «κοινού της» για το τί εστί πραγματικά ταλέντο. (Το «κοινό» που από τη μεριά του είναι τελείως αθώο γι’ αυτή του την άγνοια). Αυτό λοιπόν το ταλέντο της η Βουγιουκλάκη το χρησιμοποίησε σπάταλα και χωρίς ενδοιασμό. Δεν φταίει αυτή αν θέλουν να της φορτώσουν και πράγματα που δεν έχει. Ό,τι της δόθηκε —το τάλαντο της παραβολής— αυτή δεν το παράχωσε στη γη. Το χρησιμοποίησε και της απέδωσε πολλαπλάσια. Ήταν αστείο, περιττό και μπούμερανγκ να προσπαθεί ο Παπαστάθης να δείξει — με τις σκηνές απ’ την «Καμπίρια» π.χ.— πόσο κακή ηθοποιός είναι. Γιατί οι ίδιες σκηνές, έτσι παιγμένες, δεν απευθύνονταν σε κείνον και τους όμοιους του, απευθύνονταν στους άλλους που ξεκινάνε απ’ το σπίτι τους και φτάνουν στο θέατρό της και περιμένουν ουρά για να βγάλουν εισιτήριο να την δουν. Και γι' αυτούς η Βουγιουκλάκη — η χαριτωμένη, η ναζού, η φίλη τους— έπαιζε «εξαίσια» τις δραματικές σκηνές. («...μ’ αγαπάει... μ’ αγαπάει... μ’ αγαπάει...» και τα χέρια τεντωμένα ανοιχτά και τα μάτια γεμάτα δάκρυα). Φρίκη, για σένα… Για τους άλλους… «τι σπουδαία όμως που είναι η άτιμη ε;». Η ίδια το ξέρει. Δεν έχει αυταπάτες. Αν μέσα της υπήρχε και το ελάχιστο παραπάνω απ’ αυτό που δείχνει θα το ‘χε φανερώσει ήδη προ πολλού. Κανένας δεν την εμπόδισε, κανένας δεν της απαγόρευσε το ελάχιστο. Αλλά το ξέρει: τόσο μπορεί, τόσο κάνει. Και δεν μπερδεύεται με περιπλοκές και δυστυχίες. Εκεί ακριβώς βρίσκεται το μεγάλο ταλέντο της. Βοηθοί της έρχονται όλοι οι ρομαντικοκυνηγοί του «παραστρατημένου ταλέντου», που θέλουν να βλέπουν παντού θύματα. Η ίδια — από διαβολικό ένστικτο— μυρίστηκε το λάθος τους. Και δέχεται τη «συμπόνια» τους σαν πραγματική. Τους αφήνει να νομίζουν «πως θα γινόταν άλλη» αν δεν χαράμιζε το ταλέντο της. Και συνεχίζει... την παραστρατημένη. Συγχρόνως δηλώνει με ειλικρίνεια — δεν καταλαβαίνουν ότι πραγματικά είναι ειλικρινής, νομίζουν πως αστειεύεται — ότι δεν μπορεί να κάνει την Αμαλία αντιπαθητική, δεν είναι τόσο καλή ηθοποιός να την κάνει αντιπαθητική, γι’ αυτό προσπαθεί — προβολή ταπεινοφροσύνης — να την φέρει στα δικά της μέτρα. (Το πλήθος αναγνωρίζει την ντόμπρα καρδιά της και χειροκροτεί). Την στιγμή που λέει σε καλοφωτισμένο γκρο πλαν, κουνώντας αντιαισθητικότατα δυο δάχτυλα: «Είμαι τραγικό πρόσωπο, κι αυτό το λέω μ’ όλο το χιούμορ που με διακρίνει», ξέρει πολύ καλά πως μερικοί θα καγχάσουν. Ξέρει πως μέσα σε 10 λέξεις είπε δυο χοντράδες. Αδιαφορεί. Δεν το λέει γι’ αυτούς. Το ξέρει ότι είναι γελοίο. Εκείνη το λέει για τους άλλους, τους πολλούς, τους δικούς της, που θα συγκινηθούν, που θα την εκτιμήσουν. Όταν ο Παπαστάθης, με τους διαβρωτικούς τίτλους του («Αυτή τη σκηνή την σκηνοθέτησε η ίδια η Αλίκη») προσπαθεί να γκρεμίσει την σκηνή που ακολουθεί, η Βουγιουκλάκη αδιαφορεί.. Ό,τι και να της σκαρώσει ο Παπαστάθης πίσω από την πλάτη της αδιαφορεί. Αυτή θα παίξει τη σκηνή με τον γυιό της όπως ακριβώς ξέρει πως θ’ αρέσει σε χιλιάδες θαυμαστές της: η μεγάλη σταρ που γυρνάει στο πολυτελές μεν αλλά άδειο σπίτι της και δεν έχει κανέναν πάρεξ τον γυιό της. Μεγαλοσύνη, ερημιά, μητρότης. («Για δες», θα πουν ή θα σκεφτούν, «και οι διάσημοι είναι δυστυχείς σαν εμάς, Κι’ αυτοί είναι μόνοι σαν εμάς και η Αλίκη είναι σαν εμάς, καημένη Αλίκη, είσαι σαν εμάς... άρα τα χρήματα κι η δόξα δεν κάνουν την ευτυχία, λοιπόν, αφού κι’ αυτή είναι έτσι, έ... κι’ εμείς δεν είμαστε πολύ άσχημα... καλά είμαστε»). Ξεχνάνε, βέβαια, ότι η απόσταση από την οδό Στησιχόρου ως το παράνομο της Ζοφριάς είναι πολύ μεγάλη και δεν γεφυρώνεται με τα καλά αισθήματα. Το ξεχνάνε ή δεν το μάθανε ποτέ. Κι’ έτσι ό κύκλος της ταύτισης κλείνει -για καλά εκεί. Να το ταλέντο το μέγα της Βουγιουκλάκη. Δεν είναι σαν τον Καβαφικό ηρώα που νοιάζεται για «τον έπαινο των σοφιστών». Ούτε επιτρέπει στην ψυχή της να ζητά «τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα εύγε». Είναι σίγουρη κι ευτυχισμένη στη «Σατραπεία» της που της προσέφερε ο μονάρχης. Αυτή είναι η μεγάλη της νίκη. Ωραίο μάθημα έδωσε στους λίγους που δεν την πιστεύουν (ή που την υπερεκτιμούν — το ίδιο είναι) με την τελευταία της παράσταση στο «Παρασκήνιο». Έδωσε ακόμα μια μάχη και την κέρδισε πανηγυρικά. Η ίδια θ’ αρχίσει ν’ ανησυχεί μόνο όταν αυτοί οι «πολλοί» θα έχουν προχωρήσει πέρ’ από κει που είναι σήμερα. Όταν δεν θα δέχονται ούτε τα πέντε κλισέ της, με τα οποία δουλεύει εξαντλητικά και καρποφόρα εδώ και 20 χρόνια, ούτε την υποκριτική της δυσκαμψία, και όταν θα ‘χουν μάθει πόση ακριβώς είναι ή απόσταση Στησιχόρου - Ζοφριά. Αλλά αυτή η μέρα. δεν ανήκει σε τούτη την γενιά — ούτε στην άλλη ίσως. Λοιπόν, καμιά ανησυχία. Η Βουγιουκλάκη θα γιορτάσει και τα τριάντα και τα σαράντα και τα πενήντα χρόνια της στο θέατρο με τα ίδια τρυκ. Οι άλλοι ας καγχάζουν. Οι καγχασμοί τους δεν την αφορούν, ούτε εκείνην ούτε το κοινό της.
ΜΗΝΑΣ ΧΡΗΣΤΙΔΗΣ, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 14-3-76