Παρασκήνιο: Θεσσαλικό θέατρο
ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΣΣΑΛΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ
ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ της εκπομπής «Παρασκήνιο» από την ομάδα της ΣΙΝΕΤΙΚ, γέννησε πολλές ελπίδες σ' όσους ενδιαφέρονται ειλικρινά και πέρα από σκοπιμότητες, για την προκοπή της ελληνικής τηλεόρασης. Σ' όσους αισθάνονται βαθιά στο πετσί τους, το μαστίγωμα μιας βάναυσης και συστηματικής εκστρατείας εξανδραποδισμού ενός λαού, καταδικασμένου σε χρόνιο πνευματικό και αισθητικό αποπροσανατολισμό.
Παράλληλα, όμως, γέννησε κι ορισμένα ερωτηματικά και αμφιβολίες. Πόσο θα μπορούσε ν' αντέξει ή ομάδα; Πόσο συνεπείς θα μπορούσαν να μείνουν οι δημιουργοί της στους αρχικούς τους στόχους, έχοντας να παλέψουν όχι μόνο με τις ποικιλότροπες εξωτερικές πιέσεις, άλλα και με τις αντιφάσεις που, αναπόφευκτα, προκύπτουν από μια ομάδα ατόμων με διαφορετικά αισθητικά κριτήρια και διαφορετικές προσλαμβάνουσες παραστάσεις; Πώς θα μπορούσαν να κρατήσουν την ισορροπία ανάμεσα στην εκλαΐκευση των θεμάτων τους, και την αισθητική τους αρτίωση, αποφεύγοντας τις σειρήνες της καλλιτεχνικής εκζήτησης;
Η μέχρι σήμερα πορεία της εκπομπής, απόδειξε πως οι πιο πάνω κίνδυνοι, ήταν όχι μόνον υπαρκτοί, αλλά απείλησαν κιόλας, μερικές φορές, να τινάξουν την όλη προσπάθεια στον αέρα. Γιατί ούτε οι εξωτερικές πιέσεις λείψανε (περίπτωση «Μάνας»), ούτε το γλίστρημα προς τον ολισθηρό δρόμο του εστετισμού (πορτραίτο Μανωλίδου).
Βλέπουμε, λοιπόν, με διπλή χαρά και ανακούφιση, τους κινδύνους αυτούς να ξεπερνιόνται σιγά-σιγά, σε σημείο πού ή πρόσφατη εκπομπή του, με το αφιέρωμα στο «Θεσσαλικό θέατρο» να μάς προσφέρει όχι μόνο το καλύτερο μέχρι σήμερα κομμάτι του «Παρασκηνίου» αλλά ένα, ίσως, από τα πιο σωστά δείγματα ελληνικής τηλεοπτικής δουλειάς, πού έχει παρουσιαστεί στο κανάλια μας.
Σύμπτωση ευτυχής και σημαδιακή, μια πού βλέπουμε τόσο στο «θεσσαλικό θέατρο», όσο και στο «Παρασκήνιο», δύο προσπάθειες με παράλληλη πορεία και ίδιους στόχους: Την προσφορά δηλαδή, στο ανυποψίαστο πλατύ κοινό, μιας γνήσιας καλλιτεχνικής και πνευματικής τροφής που, χωρίς να υποτιμά και να σνομπάρει, δημιουργεί τις υποδομές μιας πολιτιστικής ανάπτυξης.
Ας μιλήσουμε συγκεκριμένα:
Το Θεσσαλικό θέατρο δεν είναι κανένας ερασιτεχνικός όμιλος με αγαθοεργές προθέσεις, αλλά αποτελείται από επαγγελματίες καλλιτέχνες, πολλοί από τους όποιους είναι αρκετά γνωστοί, από εμφανίσεις τους στο θέατρο, το σινεμά και την τηλεόραση. Ένωσαν, λοιπόν, τις δυνάμεις τους, όχι για να δημιουργήσουν ένα ακόμα θιασαρχικό σχήμα, αλλά για να παρουσιάσουν την ομαδική εργασία τους σε πόλεις και χωριά της Θεσσαλίας. Σε ανθρώπους δηλαδή, που τη μοναδική τους γεύση από τέχνη, μέχρι τότε, την είχαν πάρει είτε από τις ελληνικές ταινίες, πού «ξεπέφτουν» κάποια Κυριακή, στο κεντρικό καφενείο, είτε από την τηλεόραση.
Αψηφώντας λοιπόν, ο θίασος τη δοκιμασμένη συνταγή της θεατρικής «πιάτσας», περιοδεύει τις πιο απομακρυσμένες γωνιές τού Θεσσαλικού κάμπου, διαδηλώνοντας την «πραμάτεια» του μ’ ένα χωνί, φτάνουν στο χωριό αρκετές ώρες πριν την παράσταση, πλησιάζουν και κουβεντιάζουν με τούς κατοίκους, ανταλλάσσουν απόψεις, γνωρίζονται. Έτσι, η βραδινή παράσταση έρχεται σαν επιστέγασμα μιας ζεστής φιλικής κουβέντας.
Κάτι ανάλογο φιλοδοξούν να προσφέρουν και οι καλλιτέχνες πού συνεργάζονται στο «Παρασκήνιο». Όλοι τους επαγγελματίες κινηματογραφιστές, δοκιμασμένοι και βραβευμένοι, οι περισσότεροι, για την επαγγελματική τους προσφορά στον ελληνικό κινηματογράφο. Που αποφάσισαν να συμβάλουν, με τις ενωμένες δυνάμεις τους, στη δημιουργία μιας εκπομπής με αναζωογονητικά «αλλιώτικο» περιεχόμενο και αισθητικά διαφοροποιημένη μορφή.
Ήταν λοιπόν οι πιο κατάλληλοι, ίσως, για να κατανοήσουν και να προβάλουν την προσπάθεια που ανάλαβε το «Θεσσαλικό θέατρο». Και το πέτυχαν απόλυτα. Βασισμένοι στο διεισδυτικό ρεπορτάζ της Σούλας Αλεξανδροπούλου, καταγράψανε, βήμα προς βήμα, την επίσκεψη του θιάσου σ' ένα χωριό. Καταγράψανε, με θαυμάσια φωτογραφία, δημιουργικό μοντάζ και έξυπνα διαλεγμένη μουσική, τον ενθουσιασμό και τον μόχθο των ηθοποιών, την ικανοποίηση και την προσδοκία των κατοίκων, για κάποια ανάταση στη μίζερη ζωή τους.
Καταγράψανε τις ρυτιδωμένες γέρικες μορφές, τον καημό μιας νεολαίας, αποκομμένης από τις προσβάσεις για μια διέξοδο των ανησυχιών της, το περήφανο χαμόγελο του κοινοτικού προέδρου, που βλέπει τ' όνειρο του - να επισκεφθεί κάποτε το χωριό του ένας θίασος - να πραγματοποιείται. Και ό θίασος, που γίνεται σύμβολο ελπίδας για το ξεκίνημα μιας αλλαγής, βρίσκεται εκεί.
Οι ηθοποιοί του, πρόσωπα, γνωστά και, ίσως εξιδανικευμένα από κάποιο σήριαλ, κουβεντιάζουν μαζί τους! Παρασταίνουν γι' αυτούς! Τους καταδέχονται! Οπότε, ανάμεσα στον συνεχή διάλογο της κάμερας, μεταξύ θιάσου και κατοίκων, παρεμβάλλονται εκείνα τα εκπληκτικά ιντερμέδια με τα παιδιά τού χωριού, τα παιδιά που κουβαλούν στα ανήσυχα πελώρια μάτια τους όλη την πίκρα μιας άχαρης ζωής, όλη την προσμονή για ένα καλύτερο αύριο. Ένα αύριο, που στην πραγμάτωσή του συμβάλλουν, οπωσδήποτε, προσπάθειες, όπως του «Θεσσαλικού Θεάτρου» και του «Παρασκήνιου».
Τελειώνοντας θ' αναφερθώ σε μια χειρονομία που σφράγισε το μικρό τηλεοπτικό αφιέρωμα στο «Θεσσαλικό Θέατρο» ανοίγοντας συγχρόνως ένα καινούργιο κεφάλαιο τόσο στην παραπέρα πορεία της ομάδας όσο και στην ελληνική τηλεόραση: Την ευθύνη για την σκηνοθεσία του φιλμ ανάλαβε ομαδικά ολόκληρη η ομάδα της ΣΙΝΕΤΙΚ. Μια καινοτομία ριζοσπαστική, μια που, για πρώτη φορά, εφαρμόζεται στην τηλεόραση το φαινόμενο της απρόσωπης συλλογικής καλλιτεχνικής δουλειάς.
Ελπίζουμε ή ΕΡΤ να επαναλάβει, με την πρώτη ευκαιρία, αυτό το φιλμ.
Νίκος Αναστόπουλος
Ταχυδρόμος
Σπίθες από μια έκρηξη
Η ΕΚΠΟΜΠΗ «ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ» ΤΗΣ ΤΡΙΤΗΣ
ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ αυτού του τόπου έχουν το δικαίωμα, όπως όλοι οι άλλοι λαοί του κόσμου, να καταγίνονται με ειρηνικά έργα. Απερίσπαστοι, χωρίς φόβο, εύφοροι, σε περιόδους — κάποτε — νηνεμίας, που — δείχθηκε πως μπορούν — να τις μεταβάλλουν σε ευγονία Αναγέννησης του Πολιτισμού του Έθνους. Μα, τέτοιο δικαίωμα και –περίοδοι σπάνια, ελάχιστα, με το σταγονόμετρο δίνονται. Απανωτές οι συμφορές, παλινδρομήσεις της Ιστορίας, επιτάχυνση των ραπισμάτων, ανησυχία να μην ξέρεις τι σου ξημερώνει — ριπές μονάχα φωτός και συνεχείς νύχτες Μεσαίωνα. Συνακόλουθα και οι αναστολές κάθε προόδου πολιτισμού και σωστής ανάπτυξης της χώρας.
ΩΣΤΟΣΟ, όταν τον Ρωμιό τον αφήνουν να ξαποστάσει λίγο, με μιαν ανάσα ελευθερίας, καταφέρνει πολλά. Τούτες οι σκέψεις — αυτόκλητες ήρθαν ατό νου αυτές τις δύσκολες πάλι μέρες που περνάμε: Και υποχρέωσαν σε μιαν επανεξέταση ορισμένων πραγμάτων. Φυσικά στον τομέα μας, τον τηλεοπτικό. Όπου εμπεριέχονται οι δύο κόντρα δυνάμεις του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης. Ένα ιστορικό, ως εκ τούτου φλάς - μπακ επιβάλλεται :
ΓΥΡΝΩΝΤΑΣ μια δεκαετία πίσω, βρίσκουμε ένα πρωτοφανές μεταπολεμικά - άνθισμα, πολιτιστικό, πολιτικό και οικονομικό, απόρροια της Δημοκρατίας. Νέοι άνθρωποι σ’ όλες τις Τέχνες και στα νευραλγικά σημεία λειτουργίας του πολιτεύματος — μουσική, λογοτεχνία, κινηματογράφος, ζωγραφική, ραδιόφωνο (Σάκης Πεπονής), εφημερίδες, οικονομία -δηλώνουν δυναμικά την παρουσία τους. Ιδιαίτερα στον Κινηματογράφο, έχουμε μια αληθινή έκρηξη, που σημαδεύεται στο φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης το 1965 και σε προέκταση, το 1968.
Η ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ισοπέδωσε τα πάντα και η πολιτιστική νύχτα κάλυψε για μια ακόμα φορά την Ελλάδα. Έργο, τέκνο αυτής της - νύχτας, η Τηλεόραση. Που επιβίωσε και συνέχισε την αισθητική του Μεσαίωνα. Φυσικά επιβίωσαν και οι νέες δυνάμεις.
ΑΥΤΕΣ οι δυνάμεις, στον χώρο της Τέχνης των εικόνων, κονταροχτυπιούνται επί δέκα ολόκληρα χρόνια με τις αντίρροπες δυνάμεις του σκοταδισμού. Στον τομέα του Κινηματογράφου κέρδισαν τη μάχη. Το παλιό, κακό ελληνικό εμπορικό σινεμά πέθανε. Αλλά η μάχη συνεχίζεται. Έχει απλούστατα, περιέλθει στην τηλεόραση. Η οποία νεκρανάστησε όλα τα εμπορικά - πτωματικά κατασκευάσματα, εγχώρια και ξένα.
ΕΤΣΙ, μέσα σε μία νεαρή Δημοκρατία, ετών μόλις δύο, με συνεχείς εξωτερικές και εσωτερικές απειλές, έχουμε και στον πολιτιστικό χώρο έναν αφανή αλλά έντονο πόλεμο. Με απ’ την μια μεριά το πνεύμα του Μεσαίωνα κι’ απ’ την άλλη της Αναγέννησης. Ποιός κερδίζει; Μάλλον το δεύτερο. Με αποτέλεσμα κόντρα σε όλο το πρόγραμμα — χειρότερο κι’ από κείνο της Δικτατορίας — να αναδεικνύονται νικήτριες οι ανανεωτικές δυνάμεις. Και να έρχονται όλα τα πάνω κάτω. Παράδειγμα απόλυτα αποστομωτικό.
ΑΥΤΗ τη στιγμή το κινηματογραφικό ενδιαφέρον δεν βρίσκεται ούτε στον «Ξένο Κινηματογράφο», με τις ανοησίες του Σαββάτου, ούτε στον «Χριστός ξανασταυρώνεται» του Ακαδημαϊκού παλαίμαχου Βασίλη Γεωργιάδη, ούτε στη «Βασίλισσα Αμαλία» του εμπορικού Κώστα Καραγιάννη, ούτε στο «Τηλε - σινεμά» της Τετάρτης κι’ ούτε βέβαια στην «Κινηματογραφική βραδιά» και την « Ελληνική οθόνη» της Κυριακής — για να περιοριστούμε στα κανάλια των πολιτικών δυνάμεων Ε.Ρ.Τ. Βρίσκεται, αποκλειστικά στο «Παρασκήνιο» της Τρίτης και σε οποία, από σπόντα μέρα υπάρχει ταινία νέου κινηματογραφιστή. Ό Νέος ’Ελληνικός κινηματογράφος, γεννημένος σε περίοδο ανάτασης και ευφορίας, εξακολουθεί νικηφόρα τον αγώνα του.
ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ που έχει γίνει πια η πιο ενδιαφέρουσα μέρα της τηλεοπτικής εβδομάδας είδαμε ένα θαυμάσιο φιλμ - πορτραίτο του Κώστα Φέρρη και μία σημαντικότατη μικρή ταινία του Λάκη Παπαστάθη. Το τρίτο φιλμ του πρωτοεμφανιζόμενου Σωτήρη Άναστασιάδη, πάνω στην Έλλη Λαμπέτη ήταν ισχνό, περιοριστικό και ανολοκλήρωτο. Και με λάθος θέση. Γιατί ξεκινούσε «α πριόρι» να απομυθοποιήσει την Λαμπέτη και το έκανε με αφορισμούς και φραστικά πυροτεχνήματα δίχως αποδείξεις. Η Λαμπέτη δεν είναι μονάχα η ηθοποιός των «αριστοκρατικών δρόμων, που δεν πήρε ποτέ το λεωφορείο του τόπου», όπως ειπώθηκε, αλλά και το «Κορίτσι με τα μαύρα» και κυρίως η παραπαίουσα αστή του «Τελευταίου ψέματος» του Κακογιάννη. Ένας νέος κινηματογραφιστής όφειλε να θυμηθεί την σύνδεσή της με τις πρώτες προσπάθειες του ελληνικού κινηματογράφου να ξεφύγει από την πεπατημένη του εμπορίου (1956 - 58).
Ο ΚΩΣΤΑΣ ΦΕΡΡΗΣ έδωσε αντίθετα, ένα σωστότατο πορτραίτο του Βασίλη Τσιτσάνη. Αντικειμενικό και δίκαιο. Έδωσε τα μεγέθη του ανθρώπου. Ρωτούσε κι’ άφηνε τον ίδιο και τους άλλους να μιλούν. Ο Φέρρης μιλούσε με τον δικό του τρόπο, της κάμερας και της ηχητικής αντίστιξης. Έτσι απομυθοποίησε τον «δάσκαλο» απ’ τα μέσα, με τα ίδια του τα λόγια, με τα ίδια του τα τραγούδια, με τις εικόνες που είχαν δικό τους λόγο. Π.χ. όταν ο Τσιτσάνης αναπολούσε νοσταλγικά τα παλιά, καλά χρόνια, κατηγορώντας τα τωρινά για... σεξουαλικά κίνητρα, ο φακός «έριξα» ατάκα, σέξι τραγουδίστρια με ντέφι, «παρτενέρ» του κατήγορου. Τα υπόλοιπα τα ανέλαβε μόνος ο Τσιτσάνης. Φύσει συμβιβαστής, μίλησε «γλυκά» για τη λογοκρισία του Μεταξά, λέγοντας πως έκανε και καλό... και γενικά ότι η «ελαφρά» τοιαύτη πάντα χρειάζεται!... Το αποκορύφωμα της αριστουργηματικής διεισδυτικής ματιάς του Φέρρη στον κόσμο του τραγουδιού, ήταν «σύλληψη» καλλιτεχνών σε δεξίωση εταιρείας δίσκων, όπου, τρώγοντες και πίνοντες, μιλούσαν περιπαθώς για... ποσοστά! Μπράβο, Φέρρη!
ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ τέλος, ήταν το, μικρό φιλμ τού Λάκη Παπαστάθη (τι ταλέντο!) με θέμα τη δουλειά αφύπνισης και ψυχαγωγίας που κάνει το «θεσσαλικό θέατρο» περιτρέχοντας την επαρχία με αφετηρία τη Λάρισα. Χωριά, χωριάτες, ταπεινοί άνθρωποι του λαού που δέχονται σαν ψωμί την · «κουλτούρα», ηθοποιοί, σκηνοθέτες, τεχνικοί, η επαφή ανάμεσά τους, οι διαπροσωπικές σχέσεις, που αναπτύσσονται με το κοινό ήταν μερικά από τα στοιχεία σύνθεσης της ταινίας, που ξεπέρναγε το θέμα της και γινότανε, ένας εκπληκτικός πίνακας της διψασμένης, παρατημένης ελληνικής επαρχίας. Ψυχή του «θεσσαλικού θεάτρου», η ταπεινά απούσα, άξια συγχαρητηρίων Άννα Βαγενά, η αξέχαστη πρωταγωνίστρια της ταινίας του Βούλγαρη «Το Προξενιό της Άννας». Ψυχή και μάτι ένα και το αυτό, πίσω από τον φακό του, ο Λάκης Παπαστάθης μάς συγκλόνισε με τις υπέροχες μεστές νοημάτων εικόνες του πού είχαν παντρευτεί μια εξίσου θαυμάσια δουλειά ήχου. Ταλέντο συν μυαλό, συν ευαισθησία, συν κυριαρχία στην χρησιμοποίηση των εκφραστικών μέσων.
ΜΗΝ ΧΑΝΕΤΕ ποτέ το «Παρασκήνιο». Εκεί θα βρείτε - έστω και σπίθες - από την έκρηξη πού σημειώθηκε κάποτε σε χρόνους ανάτασης και ευφορίας. Από αυτήν την αναγέννηση που θα ‘πρεπε και πάλι να ξανανθίσει – αν όλα πάνε καλά…
Μαρία Παπαδοπούλου
ΤΑ ΝΕΑ 6 Μαΐου 1976
Υπόδειγμα τηλεόρασης στο «Παρασκήνιο»
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ λίγοι αυτοί που πιστεύουν —και εντέχνως διαδίδουν— ότι η στήλη αυτή χαρακτηρίζεται από γνωρίσματα εμπάθειας και αρνητικότητας. Ότι, δηλαδή, μένει προσκολλημένη στις αρνητικές πλευρές της ελληνικής τηλεόρασης και αγνοεί συστηματικά τις θετικές — που τάχα είναι περισσότερες από αυτές που αναγνωρίζουν τα κείμενά της.
ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ δεν συμφωνώ με την άποψη αυτή, φυσικά. Πιστεύω πως όσα γράφονται κάθε βδομάδα έχουν άμεση σχέση και συνέπεια προς το αντικείμενο,— δηλαδή το τηλεοπτικό αποτέλεσμα, (αρκετά τεκμηριωμένα) και όποτε υπάρχει αφορμή για θετική αναγνώριση αυτό γίνεται χωρίς υπεκφυγές, εφ’ όσον φυσικά μπορούν να υπερνικηθούν οι δυσχερέστατες συνθήκες παρακολούθησης των προγραμμάτων…
Παράδειγμα, ας πούμε, το σημερινό θέμα:
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ «Παρασκήνιο» αποτέλεσε ένα υπόδειγμα τηλεόρασης, υπόδειγμα Τέχνης, υπόδειγμα θεματικής επιλογής. Ήταν ένα μικρό τηλεοπτικό μάθημα, γεμάτο τρυφερότητα, σκέψη και ανθρωπιά, κι ένα ακόμα μάδημα για τούς τηλεοπτικούς μας παράγοντες και για όσους καταναλώνουν τα φτωχά τους επιχειρήματα - δικαιολογίες (για την κατάντια των προγραμμάτων) στη φράση «Το κοινό θέλει εύκολα θέματα». Το προχθεσινό «Παρασκήνιο» είχε θέματα απόλυτα κατανοητά, απόλυτα προσιτά στο μεγάλο κοινό, και όμως ήταν Τέχνη. Γιατί φυσικά ήταν φτιαγμένα οπτό «καινούριους», σύγχρονους στην αντίληψη ανθρώπους, από νέους σκηνοθέτες.
ΣΧΗΜΑΤΙΖΟΝΤΑΣ ένα σύνολο, με τη Δανάη, τη Μάγια Λυμπεροπούλου και τη Δόμνα Σαμίου, η εκπομπή πετύχαινε και κάτι ακόμα, επί μέρους στοιχείο, θα λέγαμε, αλλά κατά κανένα τρόπο λιγότερο σημαντικό: Δημιούργησε μιαν αφορμή ανάδειξης τριών γυναικείων ισχυρών προσωπικοτήτων, της κάθε μιας από άλλη πλευρά, όπως άλλωστε θα το απαιτούσε και ο διαφορετικός τους χαρακτήρας.
— Με τη Δανάη είχαμε την προσφορά μιας υπενθύμισης: Δεν ήταν μόνο η Δανάη σαν πραγματικά δυσεύρετη τραγουδίστρια, αλλά η Δανάη σαν άτομο. Μια ζωντανή γυναίκα, που δεν φοβάται τις λέξεις, δεν φοβάται ούτε και βαρύνεται από το παρελθόν της, μια γυναίκα που λατρεύει το μέλλον. Με την παρουσία της, δεν επιβεβαιώσαμε μόνο το θετικό κεφάλαιο που έχει γράψει σαν άνθρωπος του θεάματος, αλλά και τη γνησιότητα της ανθρώπινης προέλευσής της και του παρελθόντος της. Θυμηθήκαμε και πάλι πως υπάρχουν άνθρωποι που ζουν αφιερωμένοι σ’ ένα συγκεκριμένο μέλλον.
Με τη Μάγια Λυμπεροπούλου, υπήρχε κάποια άλλη θετική πλευρά: Παρά τη στενότητα του φάσματος, κάτω από το οποίο φτιάχτηκε το κομμάτι αυτό (το έργο που παίζει στο θέατρο Τέχνης, στο Βεάκη), ο θεατής κατάφερνε να μορφώσει μια συγκεκριμένη γνώμη για μια μεγάλη πραγματικά ηθοποιό του νεότερου θεάτρου. Μια ηθοποιό που μαζί με πολλούς άλλους συναδέλφους της, αγνοείται συστηματικά και βάναυσα από την Τηλεόραση —όπως αγνοείται και κακοποιείται η θεατρική Τέχνη, με τα «θέατρα της Δευτέρας», τις «ελέω παραγόντων» βεντέτες που πλασάρονται ατάλαντες στην οθόνη. Μόνο η σκηνή της Λυμπεροπούλου με το τηλέφωνο και αν είχε προβληθεί, το θαύμα θα είχε γίνει. Ήταν μια τέλεια σύζευξη θεάτρου και Τηλεόρασης.
Με τη Δόμνα Σαμίου —το καλύτερο σκηνοθετικά δείγμα τού «Παρασκήνιου»— δεν ήταν μόνο η προσφορά της καθαρής σκέψης της ακούραστης αυτής γυναίκας, ούτε και το μάθημα που θα μπορούσε κανείς να πάρει ακούγοντας μόνο τη σύντομη εξιστόρηση της ζωής της. Το αποτέλεσμα της δουλειάς της μέτρησε πάνω απ' όλα, έτσι όπως ενσαρκώθηκε στο τελευταίο πλάνο. Το πλάνο όπου ο νεαρός τραγουδιστής ερμηνεύει το εκπληκτικό εκείνο δημοτικό, «για το παγώνι στον ώριο κήπο», καδραρισμένος από την κεραία της τηλεόρασης και τις στεγνές, σκληρές αθηναϊκές πολυκατοικίες, που κάλλιστα θα μπορούσε να πάρει τη θέση μιας ολόκληρης διατριβής πάνω στη νεοελληνική Ιστορία, και την πολιτική της εξέλιξη. Ήταν μια τραγική ειρωνεία, γεμάτη χιούμορ, αυτοσαρκασμό, λακωνικότητα και απίστευτα πλούσια έκφραση.
ΔΙΕΡΩΤΩΜΑΣΤΕ γιατί αυτό ειδικά το Παρασκήνιο δεν ξαναπροβάλλεται από την ΕΡΤ, μετά από συστηματική, επίμονη διαφήμιση, για να το δει όσο το δυνατόν περισσότερος κόσμος;
ΜΟΝΟ τον Τζαίη 'Αρ πρέπει ν' αναγγέλλουμε από τις, Ειδήσεις;
ΓΙΑΤΙ — προφανώς εκεί βρίσκονται τα πνευματικά ενδιαφέροντα των τηλεοπτικών μας υπευθύνων;;;
ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΡΛΑΣ
ΤΟ ΒΗΜΑ 14-3-81
ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΣΣΑΛΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ
Δύναμη και αδυναμία
Με την τριήμερη πρωτομαγιάτικη έλλειψη των εφημερίδων όλοι συνειδητοποίησαν ξανά την αξία του ραδιοφώνου και της τηλεοράσεως. Με τον θάνατο του Παναγούλη, ακριβώς μέσα σ’ αυτό το τριήμερο, βγήκε πάλι φανερή η δύναμη και η αδυναμία της ελληνικής τηλεραδιοφωνίας.
Ακόμη μια φορά στηθήκαμε μπρος στα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις μας για να μάθουμε τα «νέα». Για να παρακολουθήσουμε — ζωντανά — τις εξελίξεις. Και όμως ακόμη μια φορά περιμέναμε να βγουν πάλι οι εφημερίδες για να μάθουμε πραγματικά τα «νέα», για να διαβάσουμε άπληστα τις πολύπλευρες μορφές της μεγάλης είδησης.
Γιατί η Ελληνική Ραδιοφωνία δεν μπόρεσε να καλύψει το κενό. Φτωχή, πάμφτωχη, αδέξια ελλιπέστατη, ανεικονική δεν μπόρεσε να είναι ένα Σύγχρονο Μέσο Ενημερώσεως. Από πρώτη που όφειλε να είναι βρέθηκε πάλι έσχατη. Και όμως η ευκαιρία ήταν και μεγάλη και μοναδική. Αλλά η ενδημούσα αδυναμία της τής αφαίρεσε την πραγματική δύναμη που μπορεί και πρέπει να έχει.
Τώρα θα προστεθούν κι αυτές οι μέρες στα «σφάλματα» και στα «λάθη». Στα ήδη «...μα είναι λίγοι μήνες που παραλάβαμε» θα προστεθούν και τα «...έχετε δίκιο, αλλά τέτοιες ήταν οι εντολές...», τα «..δεν θέλαμε να τρομάξουμε τον κόσμο...». Αυτά και
άλλα. Όλα όμως δικαιολογίες μιας άλλης εποχής, παλιάς και ξεπερασμένης. Δικαιολογίες ασυγχρόνιστες με το Σήμερα, που απαιτητικό, δεν ενδιαφέρεται για τις αποτυχίες και προχωρεί.
Όπως προχωρεί, αδυσώπητη και η ζωή. Χωρίς παραχωρήσεις, χωρίς συναισθηματισμούς.
Μετά το Πασχαλινό όργιο κακογουστιάς, η ΕΡΤ έδωσε μερικά προγράμματα που φάνηκαν ακόμη πιο σημαντικά, απ' όσο ίσως, ήταν, μέσα στην απελπιστική μετριότητα που τα περιτριγύριζε.
Η «Αργεντινή» του Μανθούλη, το «Ιστορικό Αρχείο» με τον Πάγκαλο, το τελευταίο «Παρασκήνιο». Λίγες, ελάχιστες ώρες καλής τηλεοράσεως στριμωγμένες ανάμεσα σε Γράμματα και Αριθμούς, σε Αθηναίες Φαρμακοποιούς, σε Βασίλισσες Ανιστόρητες και σε κακοφτιαγμένα Λίβινγκ-Ρουμ, έστω και Γραχαμγκρηνικής προελεύσεως.
Το πιο σημαντικό απ’ όλα τα καλά ήταν, κατά την γνώμη μου, το κομμάτι για το «Θεσσαλικό Θέατρο» που περιείχε το «Παρασκήνιο». Αυτό μάς, αφορούσε. Ήταν για μάς, που ζούμε σ’ αυτόν τον τόπο, που δεν τον ξέρουμε καλά, που μάς τον κρύβουν προσεχτικά ή μάς παραποιούν ή μας τον ωραιοποιούν λες και είμαστε τουρίστες, στον ίδιο μας τον τόπο.
Ο θίασος του «Θεσσαλικού Θεάτρου» είναι η πιο τελευταία απόδειξη καλής υγείας στη χώρα μας. Είναι ένα ακόμη κουράγιο, μια ακόμη ελπίδα.
Μια μικρή ομάδα βρίσκει τη δύναμη να ξεκινήσει, εντελώς αβοήθητη, μια αληθινή περιπέτεια στη χαμένη ελληνική επαρχία. Κάνει επάγγελμα. Ζει από τη δουλειά της. Και την ίδια στιγμή — ίσως ακριβώς, επειδή κάνει σωστά τη δουλειά της — προσφέρει υπηρεσία στο σύνολο. Φτάνει εκεί που ποτέ δεν έφτασε θέατρο. (Και δεν έφτασε γιατί δεν συνέφερε στις θεατρικές επιχειρήσεις με τα μεγάλα ονόματα που επισημαίνουν μόνο τις κερδοφόρες επαρχιακές πηγές). Σ’ αυτά τα χωριά με τις δυο, τρεις χιλιάδες κατοίκους έφτασε μόνο η τηλεόραση, το ποδοσφαιράκι και η «τσόντα». «Τσόντα» — για όσους δεν ξέρουν — είναι τα κομμάτια από σκληρό πορνό που συνήθως κόβονται Από τις ταινίες, που θέλουν νόμιμη προβολή, και που προβάλλονται παρόμοια ύστερα, άσχετα από έργο κανονικό με υπόθεση και λοιπά. Οι «τσόντες» λοιπόν προβάλλονται στα μικρά ελληνικά χωριά, μέσα στα καφενεία, από περιοδεύοντες Ατσίδες με «χοντρό» εισιτήριο. Για είκοσι λεπτά προβολής, 60 δραχμές. Καλή δουλειά. Σίγουρη και κερδοφόρα. Ύστερα φορτώνεις τη μηχανούλα σου προβολής και τα κουτιά με τις «τσόντες» και πάς παρακάτω. Η ελληνική επαρχία διψασμένη σε περιμένει. Εκεί έφτασε το «Θεσσαλικό Θέατρο». Με καλά διαλεγμένα έργα — σωστά διαλεγμένα έργα — με φώτα, με σκηνικά, με κουστούμια, με επαγγελματικότητα. Η κινηματογραφική μηχανή της Σινετίκ παρακολουθεί την πορεία τους. Με μια εκπληκτική φωτογραφία που καταγράφει το δυνατό φώς και τη δυνατή σκιά των θεσσαλικών χωριών πλησιάζει τα πρόσωπα των θεατών. Ο πρόεδρος, ο παπάς, τα παιδιά του γυμνασίου, τα μικρά του δημοτικού που κυνηγάνε το κέντρο του κινηματογραφικού φακού σ’ έναν παγανιστικό χορό. Η στενάχωρη «σκηνή», τ’ ανύπαρκτα καμαρίνια, το βάψιμο των ηθοποιών όρθιων μπρος σ’ έναν κρεμασμένο καθρέπτη, το περιφερόμενο μεγάφωνο που διαλαλεί την αποψινή — μοναδική — παράσταση.
Το επίτευγμα της Σινετίκ και της Σούλας Αλεξανδροπούλου που έκανε το ρεπορτάζ, δεν είναι που μας έδειξε μόνο το «Θεσσαλικό Θέατρο». Είναι κυρίως που μέσα απ’ αυτόν τον ταπεινό θίασο ξανάδαμε το αληθινό πρόσωπο της χαμένης ελληνικής επαρχίας. Γιατί αυτή υπάρχει πάντα. Μόνη, αβοήθητη, δύο βήματα από την Αθήνα κι όμως απροσπέλαστη και μακρυνή: ο πρόεδρος που λαχταρά να φέρει στην πόλη του θέατρο, τ’ αγόρια του γυμνασίου, τα κορίτσια του γυμνασίου, που το καλοκαίρι θα πάνε να δουλέψουν στον κάμπο «γιατί αλλιώς δεν βγαίνει η ζωή», και που περιμένουν, να τελειώσουν αυτό το άχρηστό Γυμνάσιο για να φύγουν ή στη Γερμανία ή στην Αθήνα, χωρίς εφόδια μόνο με δυο πελώρια καθαρά μάτια — αυτά που κοίταζαν ίσια τον φακό.
Η πιο πολύτιμη δύναμη που έχει αυτή τη στιγμή η ΕΡΤ είναι η ομάδα της Σινετίκ. Τα δικά της προγράμματα είναι ό,τι καλύτερο μπόρεσε να δώση από ελληνική παραγωγή.
ΜΗΝΑΣ ΧΡΗΣΤΙΔΗΣ
Καθημερινή 6-5-76