Πήγε ν’ αγοράσει πράσινο σαπούνι

 Τα δεκάδες μικρά μαγαζιά της οδού Ευριπίδου λες και ξεχάστηκαν από άλλες εποχές. Όσπρια και ζυμαρικά στα τσουβάλια, φέτα και παστά στους γκαζοντενεκέδες, ρίγανη και ξερά χαρούπια στα χαρτόκουτα, χοντροκομμένα πράσινα σαπούνια στα ξύλινα κασόνια. Του είχαν συστήσει ένα μαγαζί στη διασταύρωση της Ευριπίδου με τη Σωκράτους. Θυμήθηκε το τσούξιμο στα μάτια όταν τον έπλενε στη σκάφη η μάνα του με το πράσινο σαπούνι. Έβλεπε αστράκια από το πολύ σφίξιμο των βλεφάρων. «Καθαρίζει πολύ καλά τους νεροχύτες, τα καλοκαιρινά παπούτσια και σου συνιστώ να λούζεσαι μ’ αυτό γιατί δυναμώνει τα μαλλιά». Δεν πήρε τα λόγια του φίλου του και πολύ στα σοβαρά. Του άρεσε όμως η βόλτα στην Ευριπίδου γιατί του θύμιζε τα μπακάλικα της παλιάς εποχής και επιπλέον οι μυρωδιές από τα χύμα, ξέσκεπα προϊόντα, τον μεθούσαν.

Αγόρασε πέντε σαπούνια πράσινα, με μια δυσανάγνωστη σφραγίδα της βιοτεχνίας στο πάνω μέρος και κατηφόρισε προς τη Μενάνδρου. Λίγο πιο κάτω, μέσα από μια μισάνοιχτη πόρτα, είδε ένα μπρούτζινο παλιό μανουάλι μ’ ένα κερί αναμμένο. Το μικρό κτίριο δεν έμοιαζε με εκκλησία. Πιο πολύ του φάνηκε σαν άδειο μαγαζί όπως τα άλλα στον ίδιο δρόμο. Ποτέ δεν ήταν θρησκευόμενος, αλλά ένα μοναχικό αναμμένο κερί, σ’ έναν άδειο χώρο, μπορούσε να του φέρει δάκρυα στα μάτια. Έσπρωξε ελαφρά την πόρτα και μπήκε. Στο βάθος αντίκρισε μια πανύψηλη αρχαία κολώνα μαυρισμένη από την πολυκαιρία να τρυπάει τη σκεπή, λες και ήθελε να βγει στο φως. Πάνω στην κολώνα, δεμένα με κλωστές, κρέμονταν τάματα. Φιγούρες αλλά και μέλη ανθρώπινα, χαραγμένα στον τσίγκο και τον μπρούτζο. Πόδια, χέρια, μάτια. Το νήμα τα έδενε πάνω στην κολώνα με κόμπους. Με τα χρόνια, όλα μαζί μπερδεύτηκαν. Το νέο κορίτσι με τη γιαγιά, το ζευγάρι με τον ναυτικό, το μάτι με το πόδι, το χέρι με τ’ αφτί. Ένα ρεύμα αέρος κούνησε ελαφρά τον τσίγκο κι ακούστηκε ένα θρόισμα από τα τάματα. Φάνηκε ένας ηλικιωμένος φύλακας. «Εδώ είναι ο άγιος Γιάννης ο Κολώνας!», είπε.

Βγαίνοντας βρέθηκε στα λημέρια των Πακιστανών, πίσω από την πλατεία Θεάτρου, Ευριπίδου και δεξιά στη Μενάνδρου. Νέοι, κυρίως άντρες, πηγαινοέρχονταν μιλώντας στα κινητά τηλέφωνα ή κάθονταν στα ρείθρα του πεζοδρομίου δυο – δυο, τρεις – τρεις. Πολλές παρέες σχημάτιζαν κύκλους και κάποιοι χειρονομούσαν έντονα. Πολυκοσμία. Κοντά στη γωνία Σοφοκλέους και Μενάνδρου είδε ένα φωτογραφείο. Στην τζαμαρία της πόρτας αλλά και έξω, μπροστά από το μαγαζί, είχαν απλώσει μεγάλα χαρτόνια με κολλημένες μικρές φωτογραφίες. Απεικονίζονταν πρόσωπα νέων Πακιστανών. Εκατοντάδες πορτρέτα. Φωτογραφίες για τις κάρτες διαμονής, για τα ταξιδιωτικά τους έγγραφα. Άλλες, λίγο μεγαλύτερες, τις έστελναν στην πατρίδα τους, στους γονείς, στις γυναίκες, τα παιδιά. Μετωπικό στήσιμο, αδιόρατο χαμόγελο, βαθιά λυπημένα μάτια.

Βγήκε από τη Σοφοκλέους στην Αθηνάς. «Όλοι είναι εδώ κοντά», σκέφτηκε. «Σοφοκλής, Ευριπίδης, Μένανδρος, δίπλα η Αθηνά, πιο κάτω ο Ερμής, ο Αριστοφάνης, ο Αισχύλος». Από την Ομήρου έστριψε στην Πανεπιστημίου και μπήκε στο βιβλιοπωλείο του Ελευθερουδάκη. Ακούμπησε στο πάτωμα την πλαστική σακούλα με τα πράσινα σαπούνια και πήρε στα χέρια του ένα λεύκωμα με επιτάφιες εικόνες από το Φαγιούμ της Αιγύπτου. Το ξεφύλλισε. Είδε εκατοντάδες πορτρέτα νέων ζωγραφισμένα το δεύτερο αιώνα σε ξύλο, που βρέθηκαν δίπλα στους νεκρούς ή πάνω τους, στη θέση του προσώπου. Σαν να ήθελαν να φύγουν από τον κόσμο αυτό πριν τους αγγίξουν τα γηρατειά. Τότε του αποκαλύφθηκε ένα μεγάλο μυστικό. Είναι βέβαιος, γνωρίζει πως το Φαγιούμ, η κοιλάδα του Νείλου, είναι πάροδος της Ευριπίδου και καθώς κοίταζε στα πόδια του τα σαπούνια ένιωσε να τον τυλίγει το νήμα της αρχαίας κολώνας, το νήμα της ζωής.