Συνέντευξη στη Βένα Γεωργακοπούλου
Όταν ξεκινήσαμε τα αντιπρότυπα ήταν πιο ισχυρά για μας από τα πρότυπα.
- Πότε ακριβώς προβλήθηκε το πρώτο ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ και τι ακριβώς ήταν;
Το ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ ξεκίνησε τον Φεβρουάριο το 1976 και αποτελείτο από τρία θέματα δεκαοχτάλεπτης διάρκειας το καθένα. Το πρώτο -που σκηνοθέτησα εγώ- ήταν αφιερωμένο στον Θανάση Βέγγο, το δεύτερο –σκηνοθετημένο από τον Τάκη Χατζόπουλο- παρουσίαζε τον Μίνω Βολανάκη που ήταν τότε καλλιτεχνικός διευθυντής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος και το τρίτο –σκηνοθέτης ο Νίκος Κανάκης- ήταν ένα πορτρέτο του Γιάννη Μαρκόπουλου.
- Πόσα ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΑ έχουν προβληθεί μέχρι σήμερα;
Περί τα εννιακόσια· δεκαοχτάλεπτα ημίωρα ή πενηνταδύο περίπου λεπτών. Η διαφορετική διάρκεια προκύπτει από το γεγονός, πως σε κάποιες περιόδους, η κάθε εκπομπή, είχε δύο ή τρία θέματα.
- Όταν ξεκινήσατε με Χατζόπουλο είχε προηγηθεί μεγάλη σκέψη, μελέτη; Ξέρατε δηλαδή ακριβώς τι θέλατε να δοκιμάσετε και να προτείνετε στη ελληνική τηλεόραση, είχατε δηλαδή πρότυπα και αντι-πρότυπα, υπήρχε η αίσθηση της αποστολής;
Το 1976 μας κάλεσε στο γραφείο του ο τότε αναπληρωτής διευθυντής της ΕΙΡΤ Ροβήρος Μανθούλης και μας έδειξε κάποιες γαλλικές εκπομπές που σχετίζονταν με πολιτιστικά θέματα. Το κύριο χαρακτηριστικό των εκπομπών αυτών ήταν πως παρακολουθούσαν τα γεγονότα από την μεριά των παρασκηνίων, πίσω από αυτά που έβλεπε το κοινό. Είχαν ένταση και πρωτοτυπία, αλλά κατά την γνώμη μας δεν ξεπερνούσαν ένα τηλεοπτικό ρεπορτάζ. Περισσότερο ενδιαφέρον μας φάνηκε το γεγονός πως δεν πολυφαίνονταν οι δημοσιογράφοι και οι σκηνοθέτες που υπέβαλλαν τις ερωτήσεις. Και αυτό ήταν κάτι που κρατήσαμε σχεδόν σε όλη την διάρκεια του ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟΥ. Το στηρίξαμε και θεωρητικά, πιστεύοντας πως έτσι η εκπομπή απομακρύνεται από το δημοσιογραφικό ρεπορτάζ και πως αυτός που ρωτάει, αλλά δεν φαίνεται, μοιάζει με τον νοητό θεατή, που παρακολουθώντας, εκφράζεται με τη φωνή του δημοσιογράφου που θα μπορούσε να είναι και η δική του. Στα τελευταία χρόνια κάποιες εκπομπές διαφοροποιήθηκαν από αυτό με περισσότερη ή λιγότερη επιτυχία. Πρότυπα συγκεκριμένα δεν υπήρχαν, τα δημιουργήσαμε με τον καιρό. Και οι αφηγηματικοί τρόποι του ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟΥ, που προτάθηκαν από τους σκηνοθέτες τους, ήταν πολλοί και καθορίζονταν από το ταμπεραμέντο του καθενός και από την παράδοση της εκπομπής. Το κύριο αντιπρότυπο ήταν το δημοσιογραφικό ντοκιμαντέρ που στηριζόταν σε «σταρ» δημοσιογράφους. Επίσης αντιπρότυπο ήταν αυτό που ισχύει σε όλες τις τέχνες. Δηλαδή η ευτέλεια, η αυτοπροβολή, η ανούσια λογοδιάρροια, η συμβατικότητα, η διαφημιστική προβολή κλπ.
Εννοείται πως είχαμε την αίσθηση της αποστολής. Φανατικά και ανένδοτα. Και μάλιστα της επικίνδυνης αποστολής.
- Ποια ήταν η ευτυχέστερη και ποια η δυσκολότερη περίοδος του ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟΥ;
Η ευτυχέστερη περίοδος της εκπομπής ήταν περί τα μέσα τις δεκαετίας του ’80 όταν διηύθυναν την ΕΡΤ ο Γιώργος Ρωμαίος και ο Βασίλης Βασιλικός. Δεν είναι τυχαίο πως τότε έγιναν μερικές από τις καλύτερες εκπομπές. Ένοιωθαν πως το ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ ήταν και δικό τους, μας εμψύχωναν, το παρακολουθούσαν από κοντά, μας τηλεφωνούσαν να μας δώσουν συγχαρητήρια, λες και καμάρωναν που η εκπομπή γινόταν επί των ημερών που αυτοί διοικούσαν το κανάλι.
Η χειρότερη περίοδος είναι οι τελευταίοι εικοσιεπτά μήνες, από το κλείσιμο της ΕΡΤ μέχρι σήμερα. Περίοδος καταστροφής όχι μόνο για το ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ αλλά για όλους τους σκηνοθέτες και παραγωγούς που έχασαν ουσιαστικά το επάγγελμά τους. Εξαφανίστηκε ένας κλάδος κινηματογραφιστών που ως εξωτερικοί συνεργάτες της Δημόσιας Τηλεόρασης κατάφεραν να επιβιώσουν και να δημιουργήσουν.
- Στο πέρασμα του χρόνου επιβεβαιώσατε τις επιλογές σας; Τις προσαρμόσατε; Δηλαδή άλλαξε η αισθητική και λογική του ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟΥ και πώς;
Η αισθητική εμπλουτιζόταν αλλά δεν άλλαξαν οι βασικές αρχές. Στην αρχή – σε κάποιο βαθμό- επιθυμούσαμε να κινηματογραφούμε αρνητικούς για εμάς ήρωες της πνευματικής μας ζωής. Επιζητούσαμε την αναίρεση, την ανατροπή των καθιερωμένων αξιών. Οδηγηθήκαμε κάποτε σε υπερβολές. Σαν να κάναμε κακή χρήση της εξουσίας του φακού και του μοντάζ. Καραδοκούσε επίσης ο κίνδυνος να φανούμε αγενείς, χωρίς τους στοιχειώδεις κανόνες του σεβασμού στον άλλον.
Σύντομα όμως, από τους αρνητικούς ήρωες περάσαμε, αποκλειστικά και δημιουργικά, στους θετικούς πνευματικούς ήρωες της εκπομπής με τους οποίους ταυτιζόμασταν. Όταν αγαπούσαμε και θαυμάζαμε κάποιον ή το έργο του, βιαζόμασταν, είχαμε την λαχτάρα να τον κινηματογραφήσουμε, να μοιραστούμε τη χαρά με τους λίγους αλλά ηρωικούς τηλεθεατές της εκπομπής.
Υπήρχαν και εκπομπές για τις οποίες μετανιώσαμε. Σε αυτές τις περιπτώσεις γινόταν άγρια κριτική μεταξύ μας που κατέληγε ίσως σε μια θετική γνώση για τη συνέχεια.
- Περάσατε καλά στα χέρια της Δημόσιας Τηλεόρασης; Ποια είναι η εμπειρία σας; Πιστεύετε ότι πρέπει να αλλάξει ριζικά το μοντέλο της Δημόσιας Τηλεόρασης;
Το ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ μόνον στη Δημόσια Τηλεόραση μπορούσε να υπάρξει. Κανένα ιδιωτικό κανάλι δεν θα το δεχόταν. Δεν ήταν ποτέ ένα προϊόν με μεγάλη τηλεθέαση. Η αντιμετώπιση που κατά καιρούς είχε εξαρτιόταν από το γούστο, την παιδεία και τις απόψεις των εκάστοτε διοικούντων. Και αυτό φαινόταν από τον σεβασμό που είχαν στη εκπομπή, τι ώρα την έπαιζαν, πώς την διαφήμιζαν, πόσες εκπομπές ενέκριναν, τί κοστολόγιο αποδέχονταν. Στη αρχή είχαμε κάποια κρούσματα λογοκρισίας που με τον καιρό ευτυχώς σταμάτησαν.
Πιστεύω πως στη Δημόσια Τηλεόραση πρέπει να υπάρξει ένας καλλιτεχνικός διευθυντής – μαζί με τον υπεύθυνο προγράμματος- που θα εγκρίνει αλλά και θα ελέγχει το τελικό αισθητικό και καλλιτεχνικό αποτέλεσμα τις κάθε εκπομπής Λόγου και Τέχνης. Θα είναι το άγρυπνο μάτι που θα αποτρέπει αυθαίρετες αναθέσεις σε ακατάλληλους ανθρώπους, θα παρακολουθεί και θα αξιολογεί κάθε συνεργάτη του καναλιού και θα καθορίζει δημιουργικά τους κανόνες.
Μολονότι πιστεύω πως θα ήταν σήμερα ουτοπικό, ονειρεύομαι μια Δημόσια Τηλεόραση με σύντομες αλλά απολύτως αντικειμενικές , χωρίς κομματικές σκοπιμότητες ειδήσεις, χωρίς ατέρμονες πολιτικές συζητήσεις, με πολύ λιγότερες αθλητικές εκπομπές, με αυστηρά επιλεγμένες ταινίες και θεατρικές παραστάσεις, και πλήθος εκπομπών πολιτισμού και τέχνης που με κάποιο τρόπο θα συνδέονται με τα σχολεία και τα πανεπιστήμια. Δεν εννοώ βαρετά μαθήματα αλλά γοητευτικές εκπομπές –αυτό είναι το στοίχημα- οι οποίες θα κάνουν προσιτές τις αξίες, τις γνώσεις και τα αισθήματα που θα μας ανεβάζουν σαν πολίτες.
- Πολλοί λένε ότι φτιάξατε μια σχολή ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟΥ. Το πιστεύετε;
Το πρώτο τσιτάτο της εκπομπής –ήταν της μόδας τότε- έλεγε πως «οι ντοκιμαντερίστες κινηματογραφιστές κάνουν τηλεόραση και προσπαθούν να συνδυάσουν την κινηματογραφική εμπειρία με το Μέσον που λέγεται τηλεόραση». Θεωρούσαμε ανοησία την περίφημη ρήση πως το Μέσον είναι το μήνυμα. θέλαμε δουλεύοντας στα δημόσια κανάλια να καθορίσουμε εμείς το μήνυμα, συνθέτοντας τους δικούς μας αφηγηματικούς τρόπους. Αυτή η σύνθεση της τηλεόρασης και του σινεμά ίσως μπορεί να πει κανείς πως αποτέλεσε κάτι που θα μπορούσε να ονομαστεί σχολή. Είναι μια σχολή όμως μόνον για αυτούς που δούλευαν εντός του ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟΥ. Έξω από την διαδικασία της CINETIC δεν ήταν εύκολο να ενταχθείς στη σχολή αυτή. Κάποιες άλλες εκπομπές μοιάζουν με το ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ αλλά επί της ουσίας είναι πολύ διαφορετικές. Υπήρξε ένας σκληρός πυρήνας που το διαφοροποιούσε. Ίσως ήταν η ηθική στάση απέναντι στη πραγματικότητα και η πνευματική επεξεργασία του θέματος. Δεν ήταν απλώς ένα ντοκουμέντο που κατέγραφε η εκπομπή, αλλά συνοδευόταν και από το βλέμμα τον ανθρώπων που ήταν πίσω από τη μηχανή. Το εμπρός και το πίσω από τον φακό αποτελούσε μια διαλεκτική ενότητα που ήταν και η ποίηση του ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟΥ. Ξεκινήσαμε σαν την μύγα μες το γάλα στην ελληνική τηλεόραση και η εκπομπή παρέμεινε έτσι μέχρι το τέλος. Δεν ξέρω αν πρέπει να είμαι ευτυχής ή δυστυχής για αυτό.
- Με τι κριτήρια διαλέγατε και διαλέγετε τους σκηνοθέτες;
Για την ιστορία πρέπει να πω πως στο ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ δούλεψαν περί τους διακόσιους σκηνοθέτες.
Η προφορική μας επικοινωνία ήταν καθοριστικό στοιχείο για την επιλογή του κάθε σκηνοθέτη μιας εκπομπής. Δηλαδή, η συζήτηση γύρω από το θέμα που πρότεινε, αλλά και οι σκέψεις του πάνω στη φόρμα και στον τρόπο της γραφής που επέλεγε, μας αποκάλυπταν αν αυτό που ήθελε να κάνει χωρούσε στη φιλοσοφία και στην ποιότητα του ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟΥ. Αυτή η συζήτηση γινόταν με όλους τους σκηνοθέτες, νέους, νεότερους και καθιερωμένους. Μερικές φορές δεν είχαμε την βεβαιότητα για το αποτέλεσμα αλλά το τολμούσαμε. Πότε δικαιωνόμασταν, πότε όχι. Σίγουρα το πάθος, η πνευματικότητα και η πίστη στην παράδοση της εκπομπής, επηρέαζαν τις επιλογές. Στο τέλος έπρεπε να υπάρξει συμφωνία δική μου με τον Τάκη Χατζόπουλο για να προχωρήσει ένας σκηνοθέτης στο γύρισμα. Με τον καιρό δημιουργήθηκε ένα νοητό πλαίσιο αξιών και κάθε φορά κρίναμε, αν ένα θέμα ή ένας σκηνοθέτης ταίριαζε να μπει μέσα στο πλαίσιο ή να μείνει απέξω.
- Έχουν σωθεί και ψηφιοποιηθεί όλα τα ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΑ;
Όχι ακόμα δυστυχώς. Έχουν ίσως ψηφιοποιηθεί οι περισσότερες εκπομπές από το 1993 μέχρι το κλείσιμο της ΕΡΤ, τον Ιούνιο του 2013. Και αυτό ήταν το σχετικά εύκολο γιατί η εκπομπή γυριζόταν, σε αυτή την περίοδο, με βίντεο ή με ψηφιακό τρόπο και χρειαζόταν μόνο μία μεταγραφή. Δυσκολίες ψηφιοποίησης έχει η πρώτη περίοδος του ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟΥ, τα πρώτα δεκαεπτά χρόνια, από το 1976 ως το 1993, γιατί τότε γυριζόταν σε φιλμ και μαγνητικό ήχο. Για να γίνει σήμερα η ψηφιοποίηση των εκπομπών αυτής της περιόδου, σε υψηλή ποιότητα, χρειάζεται προσπάθεια. Εκτός των άλλων, η μετατροπή των φιλμ σε ψηφιακή μορφή απαιτεί ένα μηχάνημα που λέγεται telecine. Το μηχάνημα αυτό το έχει η ΕΡΤ αλλά είναι χαλασμένο και δεν λειτουργεί εδώ και δέκα χρόνια! Ελπίζω οι εκπομπές να υπάρχουν ακόμη στα ράφια του αρχείου της ΕΡΤ, περιμένοντας την ψηφιοποίηση τους, για να γίνει εφικτή η επαναπροβολή τους. Ίσως κάποιο ευρωπαϊκό πρόγραμμα ψηφιοποίησης αρχείων να βοηθήσει. Είπα ίσως την κρίσιμη λέξη «επαναπροβολή» με σύγχρονη τεχνολογία. Πάντα πιστεύαμε πως το ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ δεν ήταν μιας μόνο χρήσεως. Όμως τώρα είμαι πεπεισμένος πως η συγκρότηση συνθέσεων με θεματικές ενότητες –ποίηση, φιλοσοφία, θέατρο, κινηματογράφος κλπ- μπορούν να αποσβέσουν, για ακόμα μια φορά, το κόστος της εκπομπής και να γίνουν κοινό κτήμα για τις νεότερες γενιές.
- Θα συνεχίσετε; Έχετε ήδη κλείσει συνεργασία με τη νέα ΕΡΤ;
Τίτλοι τέλους για το ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ. Τον Φλεβάρη που έρχεται θα κλείναμε σαράντα χρόνια στη Δημόσια Τηλεόραση. Τέλος οριστικό και για την CINETIC που δεν ήταν δυνατόν να παραμείνει ζωντανή δύο και πλέον χρόνια δίχως εργασία. Είναι νομίζω χαρακτηριστικό πως ουδείς από τους διευθύνοντες τη σημερινή ΕΡΤ ενδιαφέρθηκε να μάθει πώς επιβιώνουν παραγωγοί, σκηνοθέτες και τεχνικοί του ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟΥ, δίνοντας τους, έστω και μια ασαφή υπόσχεση, για μελλοντική συνεργασία. Και αυτό προκαλεί έκπληξη και απογοήτευση σε εμάς, γιατί θυμόμαστε πως στο παρελθόν ο κ. Λάμπης Ταγματάρχης είχε τιμήσει σε ειδική εκδήλωση την εκπομπή.
Παρά την θλίψη – ειλικρινά δυσκολεύομαι να περάσω, έστω κι απέξω, από την κλειστή CINETIC- υπάρχει η ικανοποίηση πως σχεδόν για μισό αιώνα μια μικρή βιοτεχνία κατάφερε να δημιουργήσει ένα είδος τηλεοπτικού ντοκιμαντέρ, που προσπάθησε να αναδείξει τις αληθινές αξίες του πνεύματος, της τέχνης, της σκέψης, αλλά και της καθημερινής ζωής τιμώντας με τον τρόπο της τον Έλληνα πολίτη.