Συνέντευξη στην «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» Λάρισας

Ο Λάκης Παπαστάθης είναι από τους ανθρώπους που εδραίωσαν τον νέο ελληνικό κινηματογράφο. Σκηνοθετώντας την πρώτη του ταινία το 1965 «μπήκε» στον μαγικό κόσμο του σινεμά και μέχρι σήμερα αναμοχλεύει σταθερά το παρελθόν για να ανασύρει διαχρονικά μοτίβα και να τα μεταφέρει μέσα από τη μεγάλη οθόνη, ολοζώντανα στις μέρες μας. Το 2001 υπήρξε η χρονιά του , αφού η ταινία του "Το Μόνον της Ζωής του Ταξείδιον", το οποίο προβλήθηκε πρόσφατα στη Λάρισα, σάρωσε τα βραβεία του 42ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Ο κ. Παπαστάθης διακεκριμένος σκηνοθέτης βρέθηκε στην πόλη μας για να τιμηθεί με το Χρυσό Ίππο καριέρας στο 15ο Μεσογειακό Φεστιβάλ Νέων Κινηματογραφιστών και μίλησε στην «Ε» για το νέο ελληνικό σινεμά και το ντοκιμαντέρ. Συνέντευξη στη Σοφία Τζιότζιου *Ποιες είναι οι διαφορές του παλιού και του νέου ελληνικού κινηματογράφου; -Θεωρώ τον εαυτό μου ως ένα από τα πρόσωπα του νέου ελληνικού σινεμά που στα μέσα της δεκαετίας του '60 προσπάθησε να αλλάξει το κινηματογραφικό τοπίο. Ήμασταν μία ομάδα 15-20 ανθρώπων ουσιαστικά που δεν θεωρούσαμε ότι ήμασταν συνέχεια του Φίνου, του Σακελλάριου και του Δαλιανίδη, αλλά νομίζαμε ότι ανήκουμε στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο και στην ελληνική λογοτεχνία. Και τότε έγινε η μεγάλη στροφή. Γυρίσαμε την πλάτη στο εμπορικό σινεμά και προσπαθούσαμε να κάνουμε ταινίες του δημιουργού που θέλαμε να είναι ευρωπαϊκές. Επίσης και κοινωνικά είχε συμβεί κάτι πολύ ενδιαφέρον. Είχαν ιδρυθεί στην Αθήνα οι κινηματογραφικές λέσχες και είχαμε τη δυνατότητα να βλέπουμε πολύ σημαντικές ταινίες απ’ όλο τον κόσμο. Αυτό έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη και στην εδραίωση του νέου ελληνικού κινηματογράφου. Βέβαια, η λέξη εδραίωση δεν ξέρω αν αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα γιατί δυστυχώς το κρυφό ή το φανερό «τραύμα» του νέου ελληνικού κινηματογράφου είναι ότι δεν εδραιώθηκε στο ελληνικό κοινό. Δεν αποκαταστήσαμε ποτέ αυτή τη σχέση και νομίζω ότι η ευθύνη είναι και από τα δυο μέρη. Υπήρχε ένα κοινό μαθημένο αλλιώς και ένα σινεμά του δημιουργού που δεν ήθελε να λάβει καθόλου υπόψη του τον Ελληνα μέσο θεατή. Αυτό θα μπορούσε ίσως να αποκατασταθεί με την πάροδο του χρόνου αλλά τότε ήρθε και η «λαίλαπα» που λέγεται ελληνική τηλεόραση. Ως συνέπεια ο «αντίπαλός» μας, το παλιό ελληνικό σινεμά μεταφέρθηκε στη μικρή οθόνη. Ουσιαστικά η ιδεολογία, η ηθική στάση, τα πρόσωπα, η διαδικασία της μέθεξης με το θεατή, το μελόδραμα της παλιάς ελληνικής ταινίας μπήκαν στη μικρή οθόνη και μάλιστα σε χαμηλότερο επίπεδο και έπιασε ευρύτατα λαϊκά στρώματα, οπότε μια ελληνική ταινία της δικής μου γενιάς ήταν καταδικασμένη να μείνει στα κουτιά, να έχει πολύ λίγους θεατές, παρά το γεγονός ότι πολλές από αυτές δόξασαν την Ελλάδα στο εξωτερικό. Ο νέος ελληνικός κινηματογράφος δεν αναζητούσε μόνο ενδιαφέροντα θέματα, αλλά επιχείρησε να αφηγηθεί με διαφορετικό τρόπο και γραφή κάποια θέματα και αυτό δυσκόλεψε τα πράγματα. Σαράντα χρόνια μετά κάνοντας έναν αυθόρμητο απολογισμό, νομίζω ότι οι ιστορικοί του μέλλοντος θα αντιμετωπίσουν το νέο ελληνικό σινεμά σαν κάτι πολύ συγκινητικό και τους σκηνοθέτες σαν ιδανικούς «αυτόχειρες» διότι πέτυχαν ένα έργο σημαντικό αφού αποκατέστησαν την αξιοπρέπεια του ελληνικού σινεμά που είχε πνιγεί μέσα στην υποκουλτούρα του παλιού ελληνικού σινεμά. Θεωρώ ότι είναι ένα σινεμά απαράδεκτο εκτός από κάποιους εξαίσιους ηθοποιούς που το στήριξαν. *Μήπως λείπουν από το νέο ελληνικό κινηματογράφο οι μεγάλοι ηθοποιοί που θα τον έκαναν πιο προσιτό στο κοινό; -Εκείνη την εποχή οι Έλληνες σκηνοθέτες πίστευαν ότι ο μοναδικός αφηγητής μιας ταινίας είναι ο σκηνοθέτης. Ήταν το σινεμά του σκηνοθέτη και όχι του ηθοποιού. Σε πολλές περιπτώσεις οι σκηνοθέτες πίστευαν ότι ο ηθοποιός έχει την ίδια σημασία που έχει ένα αντικείμενο. Ο ιθύνον νους της αφήγησης ήταν η γραφή του σκηνοθέτη, πράγμα το οποίο έδωσε αριστουργήματα στην Ευρώπη, αλλά σήμερα νομίζω ότι είναι αφελές να το λέει κανείς. Αυτό δεν σημαίνει ότι το σινεμά εκείνης της εποχής δεν είχε θερμή, πάθος και αγάπη για το τόπο του. Μάλιστα, προσπάθησε να συνδέσει την παρουσία του με την πνευματική παράδοση της ελληνικής λογοτεχνίας και της ιστορίας. *Τι σας οδήγησε στη σκηνοθεσία; -Δεν ξέρω αν μπορεί κανείς να απαντήσει πραγματικά σ’ αυτή την ερώτηση. Ίσως η εφηβική εμπειρία μου να έπαιξε κάποιο ρόλο στην απόφασή μου. Όταν ήμουν στη Μυτιλήνη ως μαθητής γυμνασίου και πηγαίναμε στο σινεμά, αυτό το θαμπό τρέμουλο της οθόνης ήταν το μόνο όνειρο για μας. Με γοήτευε πάρα πολύ. Από τα 12 έως τα 18 είχα διαβάσει ουσιαστικά ελάχιστα βιβλία, εκτός των σχολικών, γιατί έβλεπα συνέχεια ταινίες. Ήταν σαν μυσταγωγία να μπαίνεις σε ένα χώρο, μαζί με άλλους ανθρώπους και να «βουλιάζει» η οθόνη αποκαλύπτοντάς σου όνειρα και εικόνες. *Σκηνοθέτης αλλά και συγγραφέας. Πώς προέκυψε και γιατί; -Ναι, έχω εκδώσει τρεις συλλογές: «Η Ήσυχη και αλλά διηγήματα», «Η νυχτερίδα πέταξε» και προσφάτως εκδόθηκε ένα βιβλίο χρέος στο δάσκαλό μου τον Αλέξη Δαμιανό, με τίτλο «'Οταν ο Δαμιανός γύριζε την Ευδοκία». Ο πρώτος που μ’ έβγαλε στη σκηνοθεσία ήταν ο Αλέξης Δαμιανός σε ηλικία 22 χρονών. Ήταν ένα τρομερό σχολείο. Πιστεύω ότι με αυτό το βιβλίο του το ξεπλήρωσα. Το έγραψα όμως και για έναν άλλο λόγο. Ο Αλέξης Δαμιανός τα τελευταία 10 χρόνια της ζωής του είχε άνοια. Πηγαίναμε οι φίλοι του να τον δούμε και μας έλεγε: «Ξέρω ότι σ’ αγαπάω αλλά δεν ξέρω ποιος είσαι». Ήταν συγκλονιστική φράση, λες και η αγάπη έχει ταυτότητα πιο σημαντική από τα δακτυλικά αποτυπώματα. To 2002 έγραψα για την «Ευδοκία» μία περιγραφή τριών σκηνών. 'Οταν πήγα σπίτι του για να του το διαβάσω, ο Αλέξης Δαμιανός για εκείνο το βράδυ ήταν καλά και θυμόταν τα πάντα. Τότε αποφάσισα να γράψω ένα βιβλίο για την «Ευδοκία» πιστεύοντας αφελέστατα ότι έτσι θα τον κάνω καλά. Δυστυχώς τη μέρα που τηλεφώνησα σπίτι του για να του πω ότι το βιβλίο τελείωσε έμαθα ότι πριν από λίγη ώρα είχε πεθάνει. Λες και περίμενε να κλείσει η τελευταία σελίδα πριν «φύγει». *«Παρασκήνιο»... ετών 31. Πώς κατορθώσατε να έχετε, τη μακροβιότερη ίσως εκπομπή της ελληνικής τηλεόρασης; -Όντως, έχουμε μπει φέτος στο 31ο έτος της εκπομπής. Προσπαθούμε με σφιγμένα τα δόντια να έχουμε το ίδιο πάθος με την αρχή. Όταν ξεκινήσαμε πιστεύαμε ότι αυτό το ρεύμα της αφήγησης θα κυριαρχήσει στην τηλεόραση. Διαψευστήκαμε όμως. Το κυρίαρχο ρεύμα στην αφήγηση είναι οι δημοσιογράφοι και μάλιστα οι κακής ποιότητας που αντικατέστησαν τους σκηνοθέτες. Το βασικό χαρακτηριστικό του «Παρασκηνίου» είναι ότι δεν φαίνονται καθόλου οι δημοσιογράφοι. Προσπαθήσαμε να δημιουργήσουμε ένα πλαίσιο αξιών, το οποίο τελικά απεδείχθη ότι είναι μια «κιβωτός» της νεότερης Ελλάδος. Τη μόνη κριτική που μπορώ να κάνω στην εκπομπή μας είναι ότι δεν τολμήσαμε πολύ στους νέους, ίσως επειδή ήταν τόσο μεγάλη η έλλειψη στην ελληνική τηλεόραση από μεγάλες αξίες. Παράλληλα, όμως ανέδειξε νέους κινηματογραφιστές, οι οποίοι προσπαθούν να συγκεράσουν την κινηματογραφική εμπειρία του ντοκιμαντέρ με την τηλεόραση. *Στις μέρες μας μήπως ο όρος «ντοκιμαντέρ» έχει μπερδευτεί; -Αυτό είναι αλήθεια. Το αίτημα των δημιουργών των ντοκιμαντέρ σήμερα είναι να ξεχωρίσει κάπως το ντοκιμαντέρ από το τηλεοπτικό ρεπορτάζ. Πρέπει να βρούμε κάποιες άκρες. Παρόλο που ο τελικός αποδέκτης και των δύο είναι η τηλεόραση υπάρχουν τρομερές διαφορές. Είναι άλλο να καταγράφεις την πραγματικότητα και άλλο να την επεξεργάζεσαι ποιητικά. Είναι διαφορετικός ο τρόπος προσέγγισης. Στο τηλεοπτικό ρεπορτάζ αρπάζεις το θέμα κατευθείαν και το ξεζουμίζεις. Στο ντοκιμαντέρ υπάρχει το ποιητικό «θρόισμα», μια άλλη «ανάσα». Στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης που παρακολούθησα πριν λίγες μέρες υπήρχαν πολλές ταινίες τηλεοπτικού ρεπορτάζ που περνούσαν ως ντοκιμαντέρ. *Πώς είναι τα πράγματα στον ελληνικό κινηματογράφο σήμερα; -Είναι δραματική η κατάσταση σήμερα. Τα νέα παιδιά ξέρουν πόσο δύσκολο είναι να καταξιωθούν ως σκηνοθέτες. Εμείς τότε είχαμε την ψευδαίσθηση του επαναστάτη που θα κάνει τη ρήξη και θα κυριαρχήσει. Τώρα τα πράγματα είναι μετρημένα, η δημιουργία μιας ταινίας κοστίζει πολύ ακριβά και δεν μπορεί να ζήσει κάποιος από το σινεμά. Παράλληλα, υπάρχει πολλή «σαβούρα» που έχει φορτωθεί στο σινάφι και προσπαθεί να επιβιώσει. Ελπίζω οι λίγοι ταλαντούχοι που υπάρχουν να μπορέσουν να αναδειχτούν. *Στην ταινία σας που παρακολουθήσαμε στο φεστιβάλ «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον» το ρόλο του μικρού Βιζυηνού τον παίζει κορίτσι. Γιατί αυτή η επιλογή; - Η ταινία στηρίζεται στο ομώνυμο διήγημα του Γεωργίου Βιζυηνού, που θεωρείται ίσως το κορυφαίο αριστούργημα της ελληνικής λογοτεχνίας και γράφτηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1880. Η ταινία τον παρακολουθεί από τη στιγμή που μπαίνει στο ψυχιατρείο. Εκεί προσπαθεί να επαναβιώσει τα διηγήματα που είχε γράψει. Ήταν ένα φως μες στο κελί του. Το κύριο χαρακτηριστικό ήταν η ενοχή του Βιζυηνού για το φύλο του γιατί όταν γεννήθηκε η μητέρα του ήθελε κορίτσι επειδή η ίδια είχε πλακώσει κατά λάθος στον ύπνο της το μικρό της κοριτσάκι. Στην ταινία το ρόλο του μικρού Βιζυηνού τον παίζει κορίτσι. Η ταινία πήρε πολλά βραβεία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ενώ έπαιξε ένας μεγάλος ηθοποιός ο Ηλίας Λογοθέτης, ο οποίος είχε ταυτιστεί με το ρόλο του. *Και οι τρεις ταινίες σας μεγάλου μήκους αναφέρονται στον 19ο αιώνα. Γιατί αυτή η εμμονή με αυτή την περίοδο; -Ο 19ος αιώνας ήταν η μήτρα όλων των πνευματικών ζητημάτων της νεότερης Ελλάδας και η εποχή των μεγάλων συγγραφέων. Επιπλέον, είναι η εποχή των μεγάλων οραμάτων που με συγκινεί παρά πολύ και νομίζω ότι καθορίζει τις βασικές γραμμές του νεότερου ελληνισμού. Παρόλο όμως την αγάπη μου για τον 19ο αιώνα, η νέα μου ταινία θα είναι σύγχρονη.