Συνέντευξη στην Κατερίνα Δαφέρμου για την "Ευδοκία"

Ο σκηνοθέτης Λάκης Παπαστάθης ντύνεται (και πάλι) συγγραφέας και παραδίδει στο κινηματογραφόφιλο κοινό τη λογοτεχνική εκδοχή της πιο αγαπημένης πόρνης του νέου ελληνικού σινεμά Της Κατερίνας Δαφέρμου Τέλη της δεκαετίας του 1960, αρχές του 1970. Η Ελλάδα δει στο σκοτάδι της χούντας. Και όμως μέσα από αυτό το καλλιτεχνικά αφιλόξενο περιβάλλον αναδύεται ένα από τα φωτεινότερα παραδείγματα του νέου ελληνικού κινηματογράφου... Μια πόρνη και ένας λοχίας ερωτεύονται παράφορα. Στο φόντο, το χέρσο τοπίο της αττικής περιφέρειας, μία ερειπωμένη χώρα, που λειτουργεί σαν αντανάκλαση του αποδεκατισμένου εσωτερικού τους κόσμου. Ο έρωτάς τους - ζωογόνος και ζωώδης - συγκρούεται με τους ηθικούς και κοινωνικούς καταναγκασμούς της εποχής. Μοιραία κατρακυλάει σε οδυνηρό τέλμα. «Θεέ μου, να γλιτώναμε» ψιθυρίζει ο Γιώργος. «Θα σε περιμένω» κραυγάζει η Ευδοκία... Οι θεατές μαγεύονται από την ομορφιά των πρωταγωνιστών. Οι κριτικοί, θετικοί, αναφέρονται στο «πρωτόγονο» βλέμμα του σκηνοθέτη Αλέξη Δαμιανού. Εξάλλου, όπως παρατήρησε και ο ίδιος για την ταινία του, την «Ευδοκία», «είναι ένας ύμνος στη ζωντάνια του ανθρώπινου κυττάρου». Το φιλμ πέρασε στην κινηματογραφική μας μυθολογία. Ο νεαρός τότε Λάκης Παπαστάθης, βασικός συνεργάτης, βοηθός σκηνοθέτη του Δαμιανού στην ταινία, ανακινεί αναμνήσεις εν υπνώσει. Με το βιβλίο «Όταν ο Δαμιανός γύρισε την Ευδοκία» επιχειρεί τη λογοτεχνική μεταφορά της. «Επιθυμία μου είναι να αφηγηθώ ξανά ως αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυς σκηνή-σκηνή την Ευδοκία μαζί με αυτά που ο θεατής δεν βλέπει στο φιλμ» γράφει στον πρόλογό του ο καταξιωμένος, σήμερα, σκηνοθέτης και συγγραφέας. Δηλαδή, όχι μόνο ανακατασκευάζει την ιστορία στη μνήμη του αναγνώστη καρέ-καρέ, αλλά τον κάνει μύστη: του εμπιστεύεται τα άγνωστα περιστατικά, την άγνωστη ζωή των συντελεστών πίσω από την κάμερα, τις πρόβες, τα γυρίσματα. Αυτό έχει και τη μεγαλύτερη ουσία! Διότι όλα όσα δεν βλέπουμε στο τελικό αποτέλεσμα είναι εν τέλει εκείνα που δίνουν πνοή σε ένα έργο τέχνης. Οι αγωνίες, οι συγκρούσεις, οι ζυμώσεις, οι συγκινήσεις, τα λάθη, το πάθος. Ποιος δεν γοητεύτηκε από τους δύο κεντρικούς ήρωες; Τόσο ρεαλιστικοί και έντονοι, που μοιάζουν να ξεπηδούν από την ταινία, να επιβιώνουν έξω και μετά από αυτήν. Και όμως η Μαρία Βασιλείου (Ευδοκία πόρνη) και ο Γιώργος Κουτούζης (Γιώργος λοχίας), ετών 17 και 21, ήταν ερασιτέχνες της υποκριτικής. Για τον ρόλο της Ευδοκίας, ήταν υποψήφιες αρκετές σταρ της εποχής (χαρακτηριστικά, η Τζένη Καρέζη). Ο Δαμιανός πάντα ευγενής αλλά ευθύς τους έλεγε: «Παρακαλώ, μπορώ να δω το στήθος σας;». Καμία δεν του έκανε... Ώσπου η σύζυγός του, Άρτεμις Δαμιανού, εντόπισε τη Μαρία ανάμεσα στις φωτογραφίες κάποιου διαφημιστή στο Λονδίνο. Σέξι φωτογραφίες, από αυτές που έβαζαν τα καμπαρέ και τα μπαρ στις προθήκες τους για να τραβάνε τον κόσμο, δίχως να αναγκάζουν τα κορίτσια να συμμετέχουν σε σόου. «Αμέσως τη φαντάστηκα για τον ρόλο» αποκαλύπτει στη μαρτυρία της. Η Μαρία ζούσε τότε στο ανατολικό Λονδίνο, σε ένα φτωχό σπίτι. Μόλις τρία χρόνια μετά, το 1971, κέρδιζε το βραβείο καλύτερης ερμηνείας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης! Έκτατε είχε ελάχιστες συμμετοχές σε ταινίες με πιο αξιοπρόσεκτη τον β' ρόλο στον «Θίασο» του Αγγελόπουλου. Αρχές δεκαετίας 1980 στο Λονδίνο, άφησε την τελευταία της πνοή, προσδίδοντας ακόμη μεγαλύτερο ψαχνό στον μύθο της Ευδοκίας: ακόμη και σήμερα δεν έχουν αποσαφηνιστεί τα αίτια του θανάτου ms άλλοι μιλούν για αυτοκινητικό, άλλοι για καρκίνο... Ο Γιώργος, από την άλλη, μετά την ταινία επέστρεψε στην... τέχνη του, ντιζελομηχανικός στα καράβια. Από το 1973 δει στον Πειραιά με τη σύζυγό του Σοφία και εργάζεται ως μανουβραδόρος στη ναυπηγοκατασκευαστική ζώνη του Περάματος. Για όσους περίμεναν μια καριέρα «κύρους» για τον παρ’ ολίγον σταρ, η μετέπειτα πορεία του θα τους ήρθε σαν κεραυνός εν αιθρία! Ωστόσο, εκείνος παραδέχεται στον Παπαστάθη ότι η ηθοποιία είναι «το μόνο επάγγελμα που δεν θα μπορούσα ποτέ να κάνω». Εργαζόταν χτίστης σε οικοδομή όταν τον εντόπισε ο Δαμιανός. Παρακολουθούσε από απόσταση τον νεαρό ο οποίos είχε πιαστεί στα χέρια με μια ομάδα Μικρασιάτες στην πλατεία της Νέας Ερυθραίας. Την άλλη ημέρα επανήλθε στον τόπο της μάχης. Ο Δαμιανός ήταν και πάλι εκεί και αυτή τη φορά δεν δίστασε να του προτείνει να γίνει ηθοποιός. «Μήπως έχασες τίποτε και ψάχνεις να το βρεις από εμένα;» ρώτησε τότε καχύποπτα το αγόρι. «Οπ! Προς Θεού, δεν είμαι πούστης» απαντά ο σκηνοθέτης. Ο Δαμιανός νοιαζόταν πάνω απ’ όλα για τους ηθοποιούς του. «Λες και δεν ήθελε να πολυμάθει την τεχνική του κινηματογράφου. Νόμιζε πως αυτή η γνώση θα τον αποπροσανατόλιζε από την ουσία της αφήγησης που την εξέφραζαν κυρίως οι ηθοποιοί του» εξηγεί ο Παπαστάθns. Πάντα στο πλευρό της Ευδοκίας, η γριά πόρνη (Κούλα Αγαγιώτου), σαν σκιά, σαν μελλοντική «προέκταση» του εαυτού της. Παράλληλη μοίρα «δένει» και τους δύο εχθρούς: τον άφθαρτο λοχία και τον διεφθαρμένο νταβατζή πρώην αστυφύλακα (Χρήστος Ζορμπάς). Ο Παπαστάθης θυμάται με ποιητική διάθεση τα σκηνοθετικά χνάρια του δασκάλου του «τα λόγια του κουβαλούν τα κύματα των καιρών και με συντροφεύουν». Ο Δαμιανός πίστευε ότι η ταινία οφείλει να βοηθά τον θεατή στον γεωγραφικό του προσανατολισμό ώστε «να κάνει νοητή την πλήρη σύνθεση της φιλμικής πολιτείας». Βέβαια, η φαινομενική συνάφεια του δραματουργικού χώρου δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση: «Ο θεατής σιγά-σιγά καταλαβαίνει πως σχετικά κοντά στο σπίτι της Ευδοκίας είναι το στρατόπεδο. Όχι μακριά είναι ένας σταθμός απ’ όπου περνάει το τρένο. Στο μεγάλο λιμάνι μπορείς να πας εύκολα και γρήγορα, ακούς τα φουγάρα (...) Για την ιστορία αναφέρω πως το πραγματικό σπίτι της Ευδοκίας είναι στα Άνω Λιόσια και φυσικά το λιμάνι του Πειραιά και ο σταθμός Λαρίσης είναι πολύ μακριά». Ανηφορίζοντας την Πάρνηθα για τα γυρίσματα, ο Παπαστάθης συνειδητοποίησε ότι ο δάσκαλός του «ήθελε να επιστρέφει στα βιώματα της παιδικής και της εφηβικής του ηλικίας». Εκεί όπου έπαιζε Ιλιάδα και Οδύσσεια, εκεί όπου άκουγε τον πατέρα του (έναν βυζαντινό ψάλτη), εκεί όπου βίωσε τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα. Είχε περιγράψει την εμπειρία στον συνάδελφό του: «Το βράδυ έκανε πολύ κρύο. Εκεί ήταν το κρεβάτι της αδελφής της μάνας μου της μικρότερης, που ήταν 10 12 χρόνια μεγαλύτερη από μένα. Σιγαλά σιγαλά, ένα βράδυ μαζεύτηκα μες στα σκέλια της και αισθάνθηκα πρώτη φορά στη ζωή μου, μέσα σε αυτά τα έλατα, την ερωτική ταραχή (...) Ολοκλήρωσα έτσι νοησιακά τη μεγάλη ευτυχία και μετά έγειρα από την άλλη μεριά και κοιμήθηκα». Ο συγγραφέας παρακολουθεί ακούραστα τον Δαμιανό σε κάθε του στιγμή: Ευγενής, φιλοσοφημένος, με μια έλξη προς την παράδοση, τη φύση, το μπρούτο, το πρωτόγονο, αλλά και την «ποίηση της μπαναλιτέ». Αποζητούσε ns ρίζες της ελληνορθόδοξης παράδοσης. Έψελνε ασίγαστα το πένθιμο τροπάριο «Αί χείρες σου εποίησάν με και έπλασάν με». Αγαπημένη του ώρα ήταν το ανελέητο αττικό φως που γέννησε την ελληνική τραγωδία. «Όλοι πρέπει να μάθουμε να βλέπουμε την ώρα κοιτώντας το φως» έλεγε. Απεχθανόταν και τις περιττές πολυτέλειες του πολιτισμού: «Μισώ τα κομφόρ. Κάθομαι σ’ ένα σκαμνί και κοιμάμαι σ’ ένα ξερό κρεβάτι». Τυχαίο ότι στην ταινία ένα όργανο της σύγχρονης ζωής ένα τρίκυκλο τσακίζει τελικά τον λοχία; «Μαχανάς κατά τον Όμηρο σημαίνει δόλος» επισήμανε ο Δαμιανός στον Παπαστάθη. Στην τελευταία σκηνή το ίδιο όχημα «με την αιχμή μιας ρόδας μπροστά, σαν μυθικό τέρας, τρυπάει τα σκοτάδια» οδεύοντας στο άγνωστο. Και ο συγγραφέας στο βιβλίο του σήμερα αναρωτιέται πού πάνε τα πρόσωπα της Ευδοκίας Για να συμπεράνει: «Οι ήρωες που γέννησε η μυθοπλασία της ταινίας (...) μπαίνουν τελετουργικά με σάρκα και οστά στην κανονική ζωή μ’ ένα τρίκυκλο. Αυτό είναι το πέρασμα. Από την ταινία στη ζωή».