Συνέντευξη στην Κωστούλα Τωμαδάκη

Ταξίδι στην Μυτιλήνη στην Κωστούλα Τωμαδάκη   Πάντα ξαναγυρίζουμε στο γενέθλιο τόπο, κύριε Παπαστάθη; Συμμερίζεστε την άποψη «ότι η μοναδική μας πατρίδα είναι τα παιδικά μας χρόνια»; Είναι η βασική μας πατρίδα. Θυμάσαι τον Καβάφη; «Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς· και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ' ασπρίζεις». Μέσα σου εννοεί, έστω κι αν ζεις μακριά. Βέβαια μπορείς να ξαναδημιουργήσεις μια καινούργια πατρίδα όπως στην ταινία το κάνει η Γαλλίδα Κολέτ, η θεία του βασικού ήρωα που νιώθει πατρίδα της ένα χωριό της Λέσβου. Κι αυτό δεν γίνεται στο Δημαρχείο ή με καινούργια ταυτότητα. Γίνεται στην ψυχή της, με το δέσιμο της στον καινούργιο τόπο, με την προσφορά, με τις μικρές και τις μεγάλες καθημερινές της συνήθειες, με την αγάπη. Πόσο ταυτίζεστε με τον ήρωα; Για να «στήσετε» το ρόλο «επιστρέψατε» σε δικές σας προσωπικές εικόνες… μνήμες… μυρωδιές; Ταυτίζομαι με τον ήρωα διατηρώντας ταυτόχρονα μια απόσταση απ' αυτόν. Δεν είμαι ίδιος με τον Κώστα. Χτίστηκε με υλικά δικά μου, με τις εμπειρίες μου, με τη σκέψη και τα αισθήματα μου, αλλά έχει αυτονομηθεί, είναι ένας «άλλος» άνθρωπος που ζει συγγενικά αλλά διαφορετικά περιστατικά. Συναντιέται με διαφορετικούς ανθρώπους. Αυτό που μας δένει για πάντα είναι το τοπίο του νησιού, το ίδιο φως, οι μυρουδιές, ο βόμβος των εντόμων, η θάλασσα, το ασήμι πάνω στους ελαιώνες, τα αγριάγκαθα, ο ρυθμός της γλώσσας. Μας ορίζουν οι φόβοι μας, κύριε Παπαστάθη; Γνωρίζω πως ο φόβος είναι στο κέντρο του φροϋδισμού. Αυτόν παλεύουν οι ψυχίατροι να τον βγάλουν μέσα από τους ανθρώπους. Η εμπειρία μου λέει πως δεν πρέπει να παραχώνεις, να κρύβεις τους φόβους σου, αλλά να τους βλέπεις κατάματα. Να τους αντιμετωπίζεις πιστεύοντας πως στο κέντρο τους έχουν εγκλωβίσει μεγάλες ποσότητες φωτός που θέλουν να απελευθερωθούν. Κι αυτό είναι γόνιμο όχι μόνο για τους δημιουργούς αλλά και γι' αυτούς που είναι θεατές της τέχνης. Πάντα αναρωτιόμουνα γιατί μας αρέσει τόσο πολύ να φοβόμαστε στον κινηματογράφο. Σα να εκλύεται μία ενέργεια που μας αλαφρώνει.   «Ονειρευόμαστε ένα κόσμο πιο δίκαιο για τα παιδιά μας». Δεν μοιάζει με ουτοπία. Μπορούμε να κάνουμε όνειρα, σήμερα; Φυσικά και μπορούμε να ονειρευόμαστε σήμερα. Ακόμη κι αν είμαστε φτωχοί, απογοητευμένοι, μόνοι, σε μια χώρα άρρωστη. Το όνειρο μπορεί να γίνει κινητήρας για την πραγματική ζωή, μας εξανθρωπίζει. Οι πατεράδες μας συνδύαζαν το όνειρο για μια καλύτερη ζωή των παιδιών τους με τη γενναιότητα να αντιμετωπίζουν τη σκληρή πραγματικότητα. Το όνειρο, τους ζέσταινε την ψυχή, τους έκανε ν' αντέχουν τα πάντα. Πώς υποδέχτηκαν την ταινία οι συμπατριώτες σας στη Μυτιλήνη; Ένιωσα την αγάπη τους. Κάποιοι μου είπαν πως είναι υπερήφανοι για μένα! Ένα φτωχόπαιδο από τη Λαγκάδα της Μυτιλήνης έκανε τους συμπατριώτες του περήφανους. Ποιος να το φανταζόταν! Και δεν ήταν μόνο αυτό. Οι συμμαθητές μου βοηθούσαν στα γυρίσματα και έφερναν τα παιδιά τους να παίξουν κομπάρσοι. Συνέβαλαν και στη διατροφή και στη διαμονή του συνεργείου. Το υπέροχο βράδυ της πρεμιέρας συνάντησα δεκάδες ανθρώπους που είχα να τους δω κοντά πενήντα χρόνια. Μια γυναίκα από την Αγιάσο μου είπε κάτι που δεν το είχα σκεφτεί· «Η χρήση της ντοπιολαλιάς στην ταινία γίνεται πολύ συγκινητική, αποκαλύπτει την ουσία του νησιού μας». Πόσο δύσκολο είναι να κάνεις μια ταινία, σήμερα, κύριε Παπαστάθη; Είσαστε αισιόδοξος για το μέλλον του ελληνικού κινηματογράφου; Το να κάνεις απλώς μια ταινία σήμερα είναι εύκολο με τη σύγχρονη τεχνολογία. Το να κάνεις μια καλή ταινία όμως, ήταν, είναι και θα είναι, πάντα, πολύ δύσκολο. Γενικώς η τέχνη είναι δύσκολη και δεν είναι τόσο εξαρτώμενη από τη φτώχεια, τα πολλά ή λίγα μέσα, από τους ευνοϊκούς ή αντιπνευματικούς καιρούς. Συχνά σε περιόδους πτώσης ανθίζουν αριστουργήματα. Κάποιοι σπουδαίοι καλλιτέχνες, βγαίνουν εκεί που δεν το περιμένεις, καμιά φορά κόντρα σ' όλα. Σας φοβίζει ο θάνατος; Τον Φεβρουάριο του 2002 έκανα μία πολύ σοβαρή εγχείρηση πνευμονίας. Κινδύνευα να πεθάνω. Ήταν οι μέρες που στις αίθουσες είχε βγει ο Βιζυηνός. Πηγαίνοντας για το χειρουργείο σκέφτηκα πως ο Βιζυηνός πέθανε στα 47 του χρόνια στο Δρομοκαΐτειο, τρελός και μόνος. Εγώ τότε ήμουν 10 χρόνια μεγαλύτερος και γύρω μου είχα ανθρώπους που μ' αγαπούσαν. Είπα μέσα μου πως είμαι τυχερός. Μετά την τρίμηνη περίπου περιπέτεια, όταν ξαναγύρισα στη δουλειά μου, ένιωσα πως έπαψα να φοβάμαι το θάνατο. Θυμήθηκα τα λόγια του φίλου μου Μανόλη Αναγνωστάκη χαμογελώντας. «Το ματς της ζωής του είχε τελειώσει. Τώρα έπαιζε την παράταση». Δεν με εξέφραζε γιατί ένιωθα σα να ξαναξεκινούσα. Η ζωή είναι και τέχνη; Έχω γνωρίσει καλλιτέχνες που η ζωή τους είναι «έργο τέχνης». Ανώτερο από το καλλιτεχνικό τους έργο. Κι άλλους που ενώ η ζωή τους είναι θαμπή και αδιάφορη όταν ασκούν την τέχνη τους λάμπουν, το έργο, τους υψώνει, τους γεμίζει φως. Με τι συναισθήματα θέλετε να αποχωρίσουν οι θεατές μετά την προβολή της ταινίας σας, κύριε Παπαστάθη; Να αγαπήσουν τα πρόσωπα της ταινίας σαν δικούς τους ανθρώπους, σαν να είναι μέλη της οικογένειας τους. Και η συγκίνηση της ταινίας να τους ακολουθήσει για μέρες, να την βάλουν στη ζωή τους.   Λάκης Παπαστάθης Σ' ευχαριστώ. Κ.Τ.