Συνέντευξη στην Τάνια Μαρκούτσα(ΕΘΝΟΣ)

Εικόνες της ζωής μου.

Μαθητής του Αλέξη Δαμιανού, ψυχή του Παρασκηνίου, της μακροβιότερης ελληνικής τηλεοπτικής εκπομπής και πολυβραβευμένος σκηνοθέτης, ο Λάκης Παπαστάθης δηλώνει ένας από τους πρωταγωνιστές του δράματος που λέγεται Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος. Τον «συνάντησα» για πρώτη φορά μέσα στα σκοτεινά αρχεία της ΕΡΤ, αναζητώντας λόγια και εικόνες για τις δημοσιογραφικές μου έρευνες. Το Παρασκήνιο αποτελούσε πάντα αυτό που οι συνάδελφοι ονομάζουν «πηγή» πληροφοριών. Πριν από περίπου 13 χρόνια, με δέχτηκε στη Cinetic, την εταιρεία παραγωγής του, και μιλήσαμε για το Παρασκήνιο. Πριν από λίγες μέρες, τον συνάντησα ξανά. Με υποδέχτηκε σε ένα σπίτι γεμάτο αναμνήσεις. Οι τοίχοι του «ντυμένοι» με έργα φίλων ξεχωριστών, ανθρώπων του πνεύματος και της τέχνης. «Στη διάθεση σου, ό,τι θέλεις» μου λέει καθισμένος αναπαυτικά στο σεμνό σαλονάκι του. «Να μά­θουμε ποιος είσαστε, να σας γνωρίσουμε από κοντά» του απαντώ. «Ανήκω σε αυτή τη γενιά που το 1965 αποφάσισε ότι το σινεμά που γινόταν δεν την εξέφραζε. Σκεφτήκαμε ότι είμαστε παιδιά του ευρωπαϊκού κινηματογράφου και δεν έχουμε καμία σχέση με το εμπορικό σινεμά του Φίνου και του Σακελάριου, παρά την όποια εκτίμηση μπορεί να έχει κανείς και στους δύο. Νιώθαμε παιδιά του Παπαδιαμάντη, του Βιζυηνού, του Καβάφη, του Σεφέρη, του Ελύτη. Συνηθίζω να λέω ότι ο παλιός κινηματογράφος ήταν ένα συμβατικό σινεμά, που τελείωνε με τον γάμο, ενώ το νέο ελληνικό σινεμά αρχίζει από τον γάμο». Εικόνες: Δηλαδή πιστεύετε ότι ποιότητα και εμπορικότητα δεν συμβαδίζουν; Λάκης Παπαστάθης: Αν το κοινό έχει μάθει να βλέπει Φώσκολο από το πρωί μέχρι το βράδυ, στην καλύτερη ώρα της ελληνικής τηλεόρασης και Μπέργκμαν τα ξημερώματα... Αυτή είναι η αξιολόγηση που κάνουν τα κανάλια. Αν εξορίζουν το αριστούργημα στις 3 τα ξημερώματα και προβάλλουν το πολιτιστικό υποπροϊόν στην καλύτερη ώρα, μας υποβαθμίζουν ως λαό. Έτσι δεν είναι; Όμως το μορφωτικό επίπεδο μας ανεβαίνει, κατά συνέπεια θα αλλάξουν σταδιακά και οι τηλεοπτικές μας επιλογές. Κάνεις το λάθος που κάνουν και οι πολιτικοί. Η άσκηση σου ως θεατή είναι μια διαφορετική διαδικασία από τη γενικότερη σου παιδεία. Μπορεί να έχεις βγάλει πανεπιστήμια, αλλά να μην μπορείς να επικοινωνήσεις με ένα ποίημα. Αυτό είναι και θέμα επαναλαμβανόμενης εμπειρίας. Ο νομοθέτης θέσπισε το Εθνικό Θέατρο, τη Λυρική Σκηνή, τη δημόσια τηλεόραση για την προαγωγή του πνευματικού επιπέδου του ελληνικού λαού, κι όχι για την κολακεία του αισθητικού του επιπέδου. Αποτελείτε όμως μέρος της. Πρόσφατα το Παρασκήνιο έσβησε 30 κεράκια. Τον Φεβρουάριο του 1976, μετά τη μεταπολίτευση, κάλεσε εμένα και τον Τάκη Χατζόπουλο ο Ροβήρος Μανθούλης, που ήταν τότε αναπληρωτής γενικός διευθυντής, και μας πρότεινε μια γαλλική εκπομπή που λεγόταν Παρασκήνιο. Η ιδιομορφία της ήταν ότι δεν φαίνονταν οι δημοσιογράφοι. Ολα τα φώτα ήταν στραμμένα στον συνεντευξιαζόμενο. Αν ήταν δυνατόν να έβλεπες μια παράσταση όχι από μια καλή θέση της πλατείας, αλλά από το παρασκήνιο. Το άγχος της προετοιμασίας, τα νεύρα, την αυτοσυ­γκέντρωση. Η δεύτερη εκπομπή ήταν με την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Ήταν μια ταινία αναιρετική του μύθου της. «Μπορείς να υπάρξεις χωρίς τον μύθο σου;». Αυτό ήταν το θέμα. Η Βουγιουκλάκη συνεργάστηκε στην αρχή, αλλά μετά... Δεν ήταν αλήτικη η συμπεριφορά μας απέναντι της. Την επόμενη μέρα βέβαια γράψανε όλες οι εφημερίδες: «Το ξέσκισμα ενός μύθου». Εγώ όμως δεν είχα διάθεση να κατασπαράξω την Αλίκη Βουγιουκλάκη, ίσα-ίσα που μου ήταν πολύ συμπαθής. Όλο αυτό που έφερνε ως σταρ όμως ήταν κατά την άποψη μου ένα σημάδι πολιτιστικής υπανάπτυξης και στο σινεμά και στο θέατρο και δεν το αποδεχόμουν. Τριάντα χρόνια το "Παρασκήνιο" παραμένει πιστό στην ποιότητα. Έχουν περάσει περισσότεροι από 200 σκηνοθέτες. Η εκπομπή είχε πάντα δυναμισμό, τραβούσε. Χωρίς να έχει πολυπληθές κοινό, είχε πάντα αφοσιωμένους, πιστούς και ηρωικούς τηλεθεατές. Κι είχε πάντα, από την πρώτη στιγμή, μεγάλη απήχηση στον Τύπο. Άλλωστε αυτή η εκπομπή ήταν πάντα ένα άλλοθι ποιότητας για την τηλεόραση. Βλέπεις σήμερα το πόσο σημαντική ήταν όταν γίνονται κάποια επετειακά. Όταν πεθαίνει κάποιος, χτυπάω ξύλο, στο Παρασκήνιο αναζητούν πληροφορίες. Είναι το αρχείο της πραγματικής μας ζωής. Ομολογώ ότι στο παρελθόν έχω «κλέψει» ουκ ολίγα από τις εκπομπές σας. Και πολύ καλά κάνατε, γιατί εμείς είμαστε υπέρ της κοινοκτημοσύνης. Έχουμε όμως μια αγωνία: να γίνει επιτέλους το αρχείο μας ψηφιακό, ώστε να είναι προσιτό στους ερευνητές, στους μελετητές. Το Παρασκήνιο μπορείς να το ξαναδείς, να ξαναπαιχτεί και να έχει τη σημασία του. Μαλώνετε την τηλεόραση, αλλά τελικά νομίζω ότι την αγαπάτε. Ναι, γιατί δεν πιστεύω σε αυτή την περίφημη ρήση που λέει ότι το μέσον είναι το μήνυμα. Δηλαδή, ό,τι και να κάνεις στην τηλεόραση θα είναι ευτελές. Τα θέματα σας είναι συνδεδεμένα με μεγάλες προσωπικότητες; Εκτός από τους μεγάλους πνευματικούς ανθρώπους που έζησαν και ζουν σε αυτή τη χώρα, έχουμε ασχοληθεί με την καθημερινότητα αλλά από ένα άλλο πρίσμα: είχαμε κάνει μια εκπομπή με δύο ηλικιωμένες γυναίκες από την Ερυθραία. Το θέμα ήταν η χρήση της τεχνολογίας μέσα στο σπίτι. Από τη φουφού και την παγωνιέρα, στο πλυντήριο πιάτων. Μια άλλη ταινία, που βραβεύτηκε μάλιστα στο εξωτερικό, ήταν το έργο της Εύας Στεφανή για μια γυναίκα που διέμενε σε γηροκομείο της Κομοτηνής. Κάθε βράδυ περίμενε να ανοίξει η τηλεόραση για να χαϊδέψει τον Χατζηνικολάου. Ήταν ένα αριστούργημα, ήταν σαν έργο του Μπέκετ. Το μεγάλο σας κέρδος από το Παρασκήνιο να υποθέσω ότι είναι οι άνθρωποι, οι τόποι, οι ήχοι και οι εικόνες που ζήσατε; Το μεγάλο Πανεπιστήμιο για όλους μας ήταν αυτή η προφορική επικοινωνία με αυτούς τους ανθρώπους. Το ότι έγινα με τους περισσότερους και φίλος δεν είναι τυχαίο. Αυτός είναι ο πλούτος της ζωής μου. Φαντάζομαι πόσα θα σας έχουν συμβεί κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Το πιο δραματικό ήταν ο θάνατος του Τάσου Λιγνάδη μπροστά στον φακό του Παρασκηνίου. Έπαθε καρδιακή προσβολή, στο σπίτι του στην πλατεία Αμερικής, ενώ η μηχανή είχε ξεκινήσει να τραβάει. Με το αυτοκίνητο του συνεργείου τον μεταφέραμε στο νοσοκομείο διασχίζοντας ανάποδα, ηρωικά, τον δρόμο. Δυστυχώς δεν τον προλάβαμε. Την ίδια εποχή που ξεκίνησε το Παρασκήνιο ασχοληθήκατε και με τη διαφήμιση. Είχαμε αποφασίσει ότι έπρεπε με κάποιο τρόπο να βγάλουμε χρήματα, για να κάνουμε σινεμά που ήταν και η μεγάλη μας αγάπη. Πείτε μου κάποια διαφημιστικά σας. Α, είχα κάνει εξαιρετικές δουλειές, αλλά είσαι μικρή, δεν ξέρω αν θα τις θυμάσαι. Το «Ακάκιε, τα μακαρόνια να είναι Μίσκο», το «Σήμερα τα μακαρόνια είναι Κορόνα», τη μουσική την είχε γράψει ο αξέχαστος Μάνος Λοΐζος. Διαφημίσεις για την Amstel, για τη Νουνού, για την Πειραϊκή Πατραϊκή, για το Μινιόν, για τη Henninger όταν πρωτοήρθε. Έκανα 20 διαφημίσεις τον μήνα. Δυστυχώς δεν βγάλαμε όσα χρήματα φανταζόμασταν. Ως σκηνοθέτης έχετε βραβευθεί πολλές φορές. Τι σας ενδιαφέρει περισσότερο; Να μην προδώσει η διαδικασία αυτό που έχω στο κεφάλι μου, ή αυτό που θα βρω προϊούσης της διαδικασίας του γυρίσματος. Αυτό που λένε κάποιοι, ότι έχουν όλη την ταινία εξ αρχής στο μυαλό τους, είναι λάθος. Γιατί όταν μπεις στο καμίνι να τη φτιάξεις, αρχίζεις και νιώθεις τι κάνεις. Κι έρχεται μια στιγμή, ευλογημένη, που η ταινία σου γίνεται ζωντανός οργανισμός και τότε μέσα σου νιώθεις ότι κάτι καλό συμβαίνει. Αν δεν έρθει αυτή η στιγμή, τα πράγματα είναι πολύ δυσάρεστα. Και στις τρεις ταινίες μου νομίζω ότι επέλεξα από τους καλύτερους ηθοποιούς. Στον Θεόφιλο ο Δημήτρης Καταλειφός ερμήνευσε τον Βιζυηνό. Στο Το μόνον της ζωής του ταξείδιον πήρα τον Ηλία Λογοθέτη και στην πρώτη ταινία Τον καιρό των Ελλήνων έπαιζε ο Αλέξης Δαμιανός, ο δάσκαλος μου ήμουν βοηθός του στην Ευδοκία. Περιμένατε κάτι περισσότερο; Όχι βέβαια, πολλά περισσότερα έκανα από όσα προέβλεπα όταν ήμουν μικρό παιδί. Γεννήθηκα στον Βόλο, έφυγα από εκεί στα 11, κι έβγαλα το γυμνάσιο στη Μυτιλήνη. Ο πατέρας μου ήταν έμπορος και προσπάθησε στη Μυτιλήνη να ανοίξει ένα εργοστάσιο ελαιουργίας στον κόλπο της Γέρας. Δεν τα πολυκατάφερε. Εκεί, κατά κάποιο τρόπο, μυήθηκα στην τέχνη. Εργαζόμουν σε ένα σφαιριστήριο τις ώρες που δεν είχα σχολείο, μοίραζα μάρκες και έφτιαχνα καφέδες. Σύχναζαν εκεί λογοτέχνες, μορφωμένοι άνθρωποι, οι οποίοι με μύησαν στη λογοτεχνία. Υπήρχε επίσης ένας μαγικός δρόμος στη Μυτιλήνη με τρεις κινηματογράφους και βιβλιοθήκη. Οι κινηματογράφοι έπαιζαν από 3 έως 5 έργα, γιατί όταν είχε φουρτούνα, δεν έφευγαν τα καράβια και τους έμεναν οι ταινίες. Αυτός ήταν ο δρόμος που οδήγησε τη ζωή μου. Μετά ήρθα στην Αθήνα και σπούδασα στο Κέντρο Ανωτέρων Σπουδών Κινηματογράφου κι τότε άρχισε η περιπέτεια. Αν γυρνούσατε στην αρχή αυτής της περιπέτειας, θα αλλάζατε κάτι; Ναι, θα άλλαζα την επικοινωνία με το κοινό. Δεν μου αρέσει ένα φιλμ να είναι μποτίλια στο πέλαγος, διότι υπάρχει μια ενέργεια που πρέπει να εισπράξει κάποιος. Δεν πρέπει να είναι «ούφο» μια ταινία, μετεωρίτης, θέλει ζωντανή επικοινωνία. Δεν παλέψαμε για τη δημιουργία ενός τέτοιου κοινού. Ποιο είναι το θέμα της επόμενης ταινίας; Θα είναι σύγχρονη ταινία, δεν θα είναι ιστορική όπως οι προηγούμενες. Θα λέγεται Φεύγοντας. Είναι η ιστορία ενός μουσικού που, αν κι έχει ρίξει μαύρη πέτρα στον Βόλο που είναι π πατρίδα του και ζει στη Μασσαλία, γυρίζει επειδή κληρονόμησε από μακρινούς συγγενείς ένα σπίτι. Έξι από αυτούς ζουν ακόμη. Αυτοί οι γέροι τον βάζουν στη ζωή, τον βοηθούν να τη χαρεί αν και λίγο καιρό πριν είχε κάνει απόπειρα αυτοκτονίας. Πώς προέκυψε αυτή η ιδέα; Τρέχα γύρευε... Επειδή έχω μεγαλώσει, επειδή πριν από μερικά χρόνια έκανα μια εγχείρηση πολύ βαριά, είχα πνευμονία, δεν ξέ­ρω... κι αυτό απλοϊκό είναι να το πει κανείς. Είστε και συγγραφέας δύο βιβλίων. Και πρόκειται να εκδώσω ένα ακόμα που θα λέγεται Όταν ο Δαμιανός γύριζε την Ευδοκία που θα είναι οι αναμνήσεις αλλά και το πνευματικό υπόστρωμα εκείνων των γυρισμάτων. Ήθελα να το δει ο δάσκαλος μου και να ευχαριστηθεί αλλά δεν πρόλαβα μια κι εκεί νος έφυγε στις 4 Μαΐου ενώ το βιβλίο μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη! Ακόμα θα ήθελα να μιλήσω κάποτε για τα σπίτια των ανθρώπων που έχω κινηματογραφήσει. Επηρεασμένος από τον στίχο του Μανόλη Αναγνωστάκη «σε ποιο δωμάτιο κατοικεί ο αληθινός ποιητής;». Ποια σπίτια σας έκαναν εντύπωση; Το σπίτι του Χατζιδάκι ήταν απλό αλλά γεμάτο με πίνακες, του Τσαρούχη ήταν στη οδό Ριζάρη. Ο Ελύτης, η δόξα της Ελλάδας, έμενε σε ένα μικρό δυαράκι στην οδό Σκουφά, πάνω από το τυροπιτάδικο. Έμπαινες μέσα και δεν υπήρχε καμία φωτογραφία, μία μόνο που ήταν ο ίδιος με μούσι σαν χαμένος ανθυπολοχαγός της Αλβανίας, ένα μικρό πορτρέτο του Σολωμού πάνω στο γραφειάκι του, έργα του Γκίκα, του Τσαρούχη, του Νικολάου. Αυτά τον συντρόφευαν. Είστε άνθρωπος που δεν ησυχάζει. Ασχολούμαι με πάρα πολλά. Έχω την εκπομπή, τα βιβλία, είμαι σε ένα σωρό επιτροπές. Με μια ομάδα στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας επεξεργαζόμαστε τα ντοκουμέντα και κάνουμε πραγματογνωμοσύνη. Το θεωρώ καθήκον μου να συμμετέχω, γιατί ένα από τα μαράζια μου είναι ότι δεν υπάρχει ακόμα στην Ελλάδα αρχείο ντοκουμέντων. Τι θεωρείτε πολύ σημαντικό στη ζωή; Να ζεις με αξιοπρέπεια. Και κυρίως να τελειώνεις με αξιοπρέπεια. Ασήμαντο, τι είναι; Η ψεύτικη λάμψη. Το να φαίνεσαι, να δείχνεσαι άλλος από αυτό που πραγματικά είσαι. Το να είσαι ο εαυτός σου είναι πολύ σημαντικό πράγμα και στην τέχνη και στη ζωή.