Στα πνευματικά και αισθητικά ζητήματα δεν υπάρχει εξέλιξη Ο Θεόφιλος, η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Λάκη Παπαστάθη, είναι μια ταινία εποχής. Στην Ελλάδα, η ταινία εποχής είναι ένα είδος παρεξηγημένο που - αδίκως - απωθεί. Κι όμως συγγενεύει όσο κανένα άλλο είδος κινηματογράφου με την επιστημονική φαντασία που χαίρει στις μέρες μου γενικού θαυμασμού και αποδοχής. Γιατί το παρελθόν είναι όπως και το μέλλον ένα κομμάτι χρυσάφι. Και τα δυο μας είναι εξίσου άγνωστα επειδή απουσιάζει το βίωμα, παρέχοντας μας όμως έτσι την ελευθερία της αυθαιρεσίας. Οθόνη: Τί είναι η ταινία Θεόφιλος; Λάκης Παπαστάθης: Θα έλεγα πώς η ταινία μου είναι η ποιητική βιογραφία του ζωγράφου Θεόφιλου Χατζημιχαήλ. Θέλω όμως, όσο είναι δυνατόν - να διευκρινίσω τον όρο ποιητική βιογραφία και να τον αντιδιαστείλω από τη μυθιστορηματική βιογραφία την όποια ιδεολογικά και αισθητικά αντιπαθώ. Αυτό που είναι το κοινό χαρακτηριστικό τους είναι η αυθαιρεσία. Μόνο που η μυθιστορηματική αυθαιρεσία ζητάει να αναπαλαιώσει τη ζωή ενός προσώπου του παρελθόντος, να τον παρουσιάσει ολόκληρο και πλήρες, σαν τα αρχαία μνημεία που είναι συμπληρωμένα και γυαλιστερά, ενώ η ποιητική προσέγγιση αυθαιρετεί σε επί μέρους στιγμές, δεν έχει την αγωνία του ολοκληρωμένου, τα μνημεία τα γδέρνει ο χρόνος· μ’ άλλα λόγια αναζητά γνωστικούς τρόπους προσέγγισης μέσα από την ποιητική κυριολεξία· το πρόσωπο σ' αύτη την περίπτωση υπάρχει σήμερα επειδή συναντιέται με μια σημερινή δημιουργικότητα. Αυτός είναι ο λόγος που γυρίζοντας τον Θεόφιλο δεν είχα ούτε μια στιγμή την αίσθηση ότι γύριζα ταινία εποχής, ενώ συχνά έχω την αίσθηση αύτη βλέποντας σύγχρονες ταινίες. Σίγουρα την εποχή δεν τη φτιάχνει το ένδυμα των ηθοποιών και τα ντεκόρ. Οθόνη: Και ο Καιρός των Ελλήνων και ο Θεόφιλος είναι ταινίες εποχής που έχουν σχέση με το ελληνικό παρελθόν. Ποιά είναι η σχέση σας με το ελληνικό παρελθόν; Λάκης Παπαστάθης: Και οι δύο μεγάλου μήκους ταινίες μου μιλάνε για τη σχέση μας με το ελληνικό παρελθόν. Ωστόσο δεν πρόκειται για ιστορικές ταινίες αλλά για φαντάσματα του παρελθόντος που συναντούνται με τη σύγχρονη εμπειρία. Ας πούμε - απλουστεύοντας - πώς με ενδιαφέρει η αναζήτηση του νεοελληνικού προσώπου. Δεν μου αρέσει η εύκολη και άκριτη λέξη “ελληνικότητα” που συχνά τη χρησιμοποιούν για να χαρακτηρίσουν τις ταινίες μου. η ελληνικότητα είναι Αυτό που μοιάζει το ελληνικό, που το κωδικοποιεί εξωτερικά, είναι σαν το ποιητικίζον σε σχέση με το ποιητικό. Η επίσημη άποψη Στην Ελλάδα τα τελευταία 150 χρόνια είναι η ελληνικότητα, ενώ το ελληνικό είναι υπόγειο, συχνά παράνομο, κρυφό και απωθημένο. Οθόνη: Τί είναι ταινία εποχής και πόσο αφορά το σύγχρονο άνθρωπο; Λάκης Παπαστάθης: Πιστεύω πώς το παρελθόν δεν αναπαρίσταται. Μας χωρίζει απ’ αυτό σκοτάδι όπως άλλωστε κι απ’ το μέλλον. Το σκοτάδι όμως Αυτό είναι το εφαλτήριο του ποιητή. Και η ποίηση γνωρίζει από ιστορία μ’ έναν τρόπο διαφορετικό από τον παραδοσιακό ιστορικό λόγο. Γενικά ο λόγος της τέχνης βρίσκεται στους αντίποδες της ιστοριογραφίας. Τα τελευταία χρόνια, βέβαια, η επιστήμη της ιστοριογραφίας υποψιάζεται τη σημασία της ποίησης στο πλησίασμα του παρελθόντος, εισάγοντας τον όρο “ιστορική αίσθηση”, για να ακουμπήσει την υπόγεια συνείδηση που διατρέχει τα ιστορικά γεγονότα. Γιατί, πώς μπορεί να ερμηνευτεί ένα ανθρώπινο πορτραίτο η μια χρωματική απόχρωση σε ένα έργο ζωγραφικό η μια ιστορική πόζα τοΰ Θεόφιλου σε μια φωτογραφία; Είναι δυνατόν να υπάρχει ταινία εποχής σαν τα ιστορικά ποιήματα του Καβάφη; Ελπίζω πως οι ταινίες που ασχολούνται με το παρελθόν ενδιαφέρουν το σύγχρονο άνθρωπο γιατί στα πνευματικά ζητήματα και στα αισθητικά φαινόμενα δεν υπάρχει η εξέλιξη που υπάρχει Στην επιστήμη. Χάνονται και ξανακερδίζονται αδιάκοπα. Σκέφτεστε πώς Θα ήταν η ανθρωπότητα χωρίς τα αριστουργήματα του παρελθόντος; Όσον αφορά το νέο ελληνικό κινηματογράφο πιστεύω τουλάχιστον πώς δεν Θα καταντήσει “σύγχρονος” σαν το σημερινό ελληνικό τραγούδι που απευθύνεται μόνο σε αγόρια και κορίτσια από 9 έως 15 χρονών. Οθόνη: Αυτά τα θέματα με ποιά σκηνοθετική γραφή υπηρετούνται; Λάκης Παπαστάθης: Όπως η λέξη στη σύγχρονη ποίηση, έτσι και το πλάνο στον κινηματογράφο είναι κατά κάποιο τρόπο Αυτόνομο. Δεν είναι ένα πέρασμα που ολοκληρώνει την πρόταση η την σκηνή. Οι θεατές της ταινίας μου Θα ήθελα να στέκονται σε κάθε πλάνο, να μην έχουν την αγωγή της βιασύνης του αφηγηματικού κινηματογράφου. Ό,τι ολοκληρώνεται αφηγηματικά στην ταινία πρέπει να γίνει μέσα από την αίσθηση και τη νόηση του θεατή: κομμάτι, σαν το πάζλ. Οθόνη: Τί πιστεύετε για το παρόν και το μέλλον του κινηματογράφου; Για το κλασικό και την πρωτοπορία; Λάκης Παπαστάθης: Στην αρχή της ζωής του και για πολλές δεκαετίες το σινεμά διεκδικούσε την αυτονομία του. Νομίστηκε ότι η αποθέωση της εικόνας, ο όσο το δυνατόν λιγότερος λόγος και το μοντάζ θα το διαχώριζαν από τις άλλες τέχνες. ο τρόμος της θεατρικότητας και της φιλολογίας οδήγησε σε υπερβολική αναλυτικότατα των σκηνών, σπάσιμο της ενότητας του χώρου και του χρόνου καθώς και σε ιδεολογικές, πολυφωνικές η ρυθμικές χρήσεις του μοντάζ. Νομίζω όμως πώς σήμερα, μετά τις γλωσσολογικές αναζητήσεις και της δεκαετίας του ’70, Θα ξαναγυρίζουμε στο θέατρο. ο λόγος διεκδικεί τη θέση του μέσα απ’ το θεατρικό στυλιζάρισμα που χτυπάει καίρια, κατά τη γνώμη μου, την κακοδαιμονία του κινηματογράφου που είναι η τρομακτική του αμεσότητα. Βέβαια δεν πρόκειται για φιλμαρισμένο θέατρο αλλά για κινηματογράφο που έχει συνείδηση πώς όσο και αν δανείζεται θεατρικά στοιχεία δεν μπορεί να είναι θέατρο. Αρκεί να δει κανείς την πορεία του Αϊζενστάιν απ’ την Απεργία στον Ίβάν και τον Ντράγιερ απ’ την Ζαν ντ’ Αρκ στο Λόγο και την Γερτρούδη. Οθόνη: Ποιά είναι η σχέση σου με τον ελληνικό κινηματογράφο; Λάκης Παπαστάθης: Δεν ξέρω αν ανήκω στο Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο. Νομίζω ότι ανήκω περισσότερο Στην ελληνική λογοτεχνική παράδοση. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου κινηματογραφιστή. Δεν έχω “πατέρες” κινηματογραφιστές και μπορώ να πώ ότι, παρά το έντονο βίωμα του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, δεν έχω σχέση με τους δημιουργούς του. Νιώθω πιο κοντά στον Βιζυηνό, τον Παπαδιαμάντη, τον Μητσάκη και τους 'Έλληνες ποιητές. 'Ίσως έγινα κινηματογραφιστής επειδή δεν μπόρεσα να γίνω ποιητής η πεζογράφος. 'Άλλωστε δεν μου αρέσουν καθόλου οι κινηματογραφικές τέχνες. Μ’ ενδιαφέρει το σινεμά που επηρεάζεται από άλλες τέχνες. Νομίζω πώς οι ταινίες μου έχουν μνήμες από τη ζωγραφική, το θέατρο, τη λογοτεχνία που αγάπησα.