Συνέντευξη στον «Απόπλου» Σάμου

ΜΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟ ΛΑΚΗ ΠΑΠΑΣΤΑΘΗ Απόπλους Ο Λάκης Παπαστάθης δεν είναι μόνο γνωστός από το Παρασκήνιο και τις βραβευμένες ταινίες του. Είναι ο εμπνευστής και η ψυχή του φεστιβάλ μεσογειακού ντοκιμαντέρ που διοργανώνεται κάθε χρόνο στη Σάμο σε συνεργασία με το Πνευματικό Ίδρυμα Σάμου Ν. Δημητρίου. Πρόσφατα αποκαλύφθηκε και μια άλλη ιδιότητα του, η λογοτεχνική, στο χώρο της πεζογραφίας. Πάνω απ' όλα όμως είναι ένας πολύ καλός φίλος, δικός μας και της Σάμου. Αγαπά το νησί μας, αγαπά τους ανθρώπους του και το δείχνει με κάθε ευκαιρία. Τον περασμένο Γενάρη, τις μέρες που η Κινηματογραφική Λέσχη είχε προγραμματίσει την προβολή της βραβευμένης ταινίας του Το μόνον της ζωής του ταξείδιον, μια ιδιοφυή μεταφορά στην οθόνη του ομώνυμου διηγήματος του Γ. Βιζυηνού, ο Λάκης Παπαστάθης, προσκεκλημένος από τον Απόπλου και την Κινηματογραφική Λέσχη Σάμου, με μεγάλη χαρά ταξίδεψε από την Αθήνα στο νησί μας για να παρευρεθεί στην προβολή της ταινίας τον. Η προβολή ήταν προγραμματισμένη για τις 24 και 25 Ιανουαρίου 2003. Το βράδυ της 23ης Ιανουαρίου, η βραδιά ήταν αφιερωμένη στο Βιζυηνό και στην ταινία που επρόκειτο να προβληθεί. Για το Βιζυηνό και το έργο του μίλησε ο Δ. Θρασυβούλου, ενώ για τον Παπαστάθη ως διηγηματογράφο και ως σκηνοθέτη οι Χ. Λάνδρος και Α. Βογιατζής αντίστοιχα. Ακολούθησε η προβολή του ντοκιμαντέρ για τα γυρίσματα της ταινίας, και η βραδιά έκλεισε με μια πολύ ζεστή και κατατοπιστική αντιφώνηση του Λάκη Παπαστάθη, γεγονός που ενίσχυσε τους δεσμούς φιλίας με τη Σάμο. Ο Παπαστάθης έμεινε και τις δυο επόμενες μέρες στο νησί μας για την προβολή της ταινίας του, και για να συζητήσει με τους φίλους και τα μέλη της Κινηματογραφικής Λέσχης Σάμου. Ο Απόπλους "εκμεταλλεύτηκε" την ευκαιρία για μια συζήτηση μαζί του η οποία πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 25 Ιανουαρίου στο ξενοδοχείο Σάμος. Από τη μεριά του Απόπλου ήταν παρόντες οι Α. Βογιατζής, Μ. Δραπανιώτης, Δ. Θρασυβούλου, Χ. Λάνδρος και Α. Χατζημιχάλη. Μέρος αυτής της συνέντευξης δημοσιεύεται στο παρόν τεύχος. Περιλαμβάνει το προσωπικό και καλλιτεχνικό ταξίδι του Λάκη Παπαστάθη. Θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί μια κατάθεση ψυχής για το μεγάλο θέμα "κινηματογράφος και λογοτεχνία". Απόπλους: Να ξεκινήσουμε απ' το Μόνον της ζωής τον ταξείδιον... Γιατί Βιζυηνός και γιατί Το μόνον της ζωής του ταξείδιον; Παπαστάθης: Θέλω να σας πω την περιπέτεια μου με το κείμενο και με την ιστορία του Βιζυηνού. Όπως ξέρετε είμαι φανατικός συλλέκτης φιλολογικών περιοδικών. Από τότε που ήρθα στην Αθήνα από την Μυτιλήνη μάζευα περιοδικά, όσο επέτρεπε το χαρτζιλίκι του πατέρα μου και τα λίγα χρήματα που έβγαζα από τις πρώτες δουλειές που έκανα στην Αθήνα. Ένα από τα σπουδαία ελληνικά περιοδικά είναι το περιοδικό Εστία, που έβγαινε για είκοσι χρόνια, στα τέλη του περασμένου, του 19ου παρακαλώ όχι του 20ού αιώνα. Αυτό το περιοδικό το μάζευες τόμο-τόμο, σχεδόν τεύχος-τεύχος. Κάποια στιγμή έπεσα στο τεύχος του καλοκαιριού του 1984 και διάβασα Το μόνον της ζωής τον ταξείδιον. Ήταν 1968, 1970 ...πρέπει να ήμουν 25-27 χρονών. Απόπλους: Πριν απ' αυτή τη συνάντηση με την Εστία τι σήμαινε για σένα ο Βιζυηνός; Παπαστάθης: Πιο πριν, ό,τι όλοι μας γνωρίζουμε. Ξέραμε τα ποιηματάκια του, αυτά που είχαμε δει και στο αναγνωστικό, αυτά που είχαν δημοσιευτεί σε λαϊκές εκδόσεις κτλ. Βέβαια είχα διαβάσει την κριτική του Παλαμά για τον Βιζυηνό. Κοιτάξτε τι πρωθύστερα έχουν συμβεί στη σχέση. Μετά την ανάγνωση αυτή, βρίσκω το Ημερολόγιο τον Σκόκον, όπου διαβάζω το περίφημο κείμενο του Νικολάου Βασιλειάδη, του γιατρού του και φίλου του. Μάλλον αυτός ήταν ο άνθρωπος που πλήρωνε το Δρομοκαΐτειο, γιατί τότε δεν ήταν δωρεάν. Τον επισκέπτεται στο ίδρυμα και του παίρνει μια, ας πούμε, συνέντευξη, την οποία δημοσιεύει με τον τίτλο "Ο 'Έλλην Γκι ντε Μοπασάν στο Δρομοκαΐτειο". Μετά βρίσκω την Ποικίλη Στοά τον Αρσένη, αυτό το τρομερό ετήσιο περιοδικό ημερολόγιο. Εκεί υπάρχει η περίφημη ιστορία του Βιζυηνού με την Μπετίνα Κοραβασίλη. Ξαναδημοσιεύεται όχι αυτούσιο, αλλά με κάποιες προσθαφαιρέσεις το κείμενο του Βασιλειάδη, που είχε δημοσιευτεί πριν. Καταλαβαίνετε το τρομερό δράμα της Μπετίνας Κοραβασίλη, του νεαρού κοριτσιού, που πεθαίνει 17 χρονών ενώ ο Βιζυηνός ήταν μέσα. Πιανίστρια και μαθήτρια του Βιζυηνού στο ωδείο του Νάζου. Αρχίζει να πηγαινοέρχεται ο χρόνος. Όταν εγώ τα διαβάζω αυτά το '68 και το '70, είναι σαν να συμβαίνουν την ίδια στιγμή στη συνείδηση μου, παρ' όλο που τα χωρίζουν δεκαετίες. Μετά διαβάζω βέβαια, πάλι στην τρομερή Εστία, το "Μοσκώβ Σελίμ", ξαναβρίσκω το "Αμάρτημα", το "Ποίος ήταν ο φονεύς του αδελφού μου". Στο περιοδικό Έβδομος του Δαμβέργη, διαβάζω τα περίφημα κείμενα του για τα αναστενάρια, τα λαογραφικά του. Αρχίζω δηλαδή να επικοινωνώ με το Βιζυηνό, όχι διαβάζοντας μια μελέτη, αλλά κάνοντας το παζλ μέσα μου από τις πρώτες πηγές. Λέω τι σπουδαίο πράγμα είναι ένα περιοδικό για την ιστορία της λογοτεχνίας! Εάν δεν υπήρχε η Εστία να στεγάσει αυτούς τους καινοτόμους της γενιάς του 1880, θα υπήρχαν; Πού θα βγαίναν; Πού θα δημοσίευαν τα κείμενα; Ποιος θα τους παρότρυνε να δημοσιεύσουν τα κείμενα; Αυτό το περιοδικό στέγασε όλα τα μεγάλα ονόματα της εποχής, σήμερα μεγάλα ονόματα. Είτε είναι ο Παπαδιαμάντης, είτε είναι ο Βιζυηνός, είτε είναι ο Καρκαβίτσας, είτε ήταν ο Πολίτης, που έλεγε "τρέξτε, γράψτε τα ήθη και τα έθιμα". Μέσα σ' αυτήν την κατεύθυνση βγήκε και η μεγαλοφυία του Βιζυηνού. Εκεί μέσα είναι βέβαια και ο περίφημος Βικέλας, μην ξεχνάμε, μια ηγετική μορφή των ελληνικών γραμμάτων. Επειδή λοιπόν επικοινωνούσα συνέχεια με τα πρωτότυπα κείμενα, τις πρώτες δημοσιεύσεις, διάβαζα και τα κείμενα των άλλων, διάβαζα και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και την αξιολόγηση που έκανε ένα περιοδικό. Απόπλους: Όλα αυτά το 1968; Παπαστάθης: Ναι, αυτό είναι το '68 με το 70. Λίγο μετά βγαίνει βέβαια το περίφημο βιβλίο του Μουλά, στις εκδόσεις Ερμής, που για μένα ήτανε καθοριστικής σημασίας για τη σχέση μου με τον Βιζυηνό. Είναι αλήθεια ότι σήμερα, τολμώ να έχω κάποιες διαφορετικές απόψεις, αλλά αυτό είναι φυσικό και νομίζω ότι μια τέτοια στάση πρέπει να κάνει περήφανο το δάσκαλο. Δεν το ξέρει ο Πάνος ο Μουλάς, παρόλο που γνωριζόμαστε, σχεδόν είμαστε φίλοι, δεν ξέρει τι του οφείλω για τη σχέση μου με τον Βιζυηνό. Όλα αυτά λοιπόν τα πρωθύστερα κείμενα και κυρίως εκείνο του Βασιλειάδη, που ανέφερε πως ο Βιζυηνός μέσα στο ψυχιατρείο υποτονθόρυζε απ' έξω κείμενα και ποιήματα που είχε γράψει, όταν το μυαλό του ήταν καθαρό, μ' έκαναν να σκεφτώ τη φόρμα αυτής της ταινίας, που εμπεριέχει το συγγραφέα στο διήγημα. Η ταινία στηρίζεται στο διήγημα, εμπεριέχει το γλωσσικό του ιδίωμα, το συγγραφέα σαν τρόπο αφήγησης, δηλαδή γλωσσικά, αφηγηματικά, τις αποσιωπήσεις, τα πρωθύστερα, αλλά εμπεριέχει και σωματικά το συγγραφέα, που επαναβιώνει ένα διήγημα σαν ένα ταξίδι στον κόσμο της λογοτεχνίας και των παιδικών χρόνων, μέσα από τη φυλακή, από ένα δωμάτιο στο Δρομοκαΐτειο. Σιγά-σιγά σκέφτηκα ότι θα το κάνω αυτό, παρ' όλο που πολλοί φίλοι μου μού λένε ήταν μια άποψη που επικρατούσε στα χρόνια των σπουδών μας μην ασχολείστε με αριστουργήματα της λογοτεχνίας, θα σας εκδικηθούνε. Καλύτερα κάντε δεύτερης ποιότητας λογοτεχνία, κάντε παραλογοτεχνία, όπου υπάρχει πιο καθαρή αφήγηση, γιατί στη μεγάλη λογοτεχνία αυτό που είναι σπουδαίο δε φαίνεται στην αφήγηση, είναι πίσω. Ναι, σωστό είναι αυτό. Αλλά και το σινεμά παρά το ότι είναι μια τέχνη δέσμια του πραγματικού, εν ονόματι του πίσω γίνεται, εν ονόματι της ψυχής που υπάρχει πίσω απ' αυτά που βλέπεις γίνεται. Η διαφορά της λογοτεχνίας με τον κινηματογράφο είναι πολύ απλή: Το σινεμά δεν έχει έννοιες. Στη λογοτεχνία μπορεί να πεις την έννοια "λευκό της", στο σινεμά θα δείξεις την συγκεκριμένη λευκότητα. Δεν έχει τέτοιες αναγωγές, ωστόσο είναι τέχνη. Το σινεμά δεν είναι η δράση, δεν είναι τα πρόσωπα, δεν είναι το φως, είναι αυτό που υπάρχει πίσω από όλα αυτά. Απόπλους: Τα πρώτα λοιπόν διαβάσματα για το Βιζυηνό δουλεύουν από τότε μέχρι σήμερα; Το '68 όμως είναι μια συγκεκριμένη χρονιά μέσα στην χούντα. Ο Βιζυηνός απαντούσε τότε σε κάποια προβλήματα της εποχής; Παπαστάθης: Ε, νομίζω ναι. Είχαμε την αίσθηση όλοι ότι έπρεπε να φυλάξουμε τα ιερά και τα όσια, έτσι δεν είναι; Και αυτοί που είχαν πάρει μέρος στην αντίσταση και αυτοί που ήταν ενάντια στη χούντα, πιστεύαμε ότι η καταφυγή στα μεγάλα πνευματικά μεγέθη ήταν η παρηγοριά μας. Μην ξεχνάς ότι ακόμα και στην κατοχή υπήρχε αυτή η επιστροφή, έτσι δεν είναι; Επιστροφή στο Ρήγα, στον Ανώνυμο τον Έλληνα, στον Κάλβο, το Μακρυγιάννη, σ' όλα αυτά τα μεγέθη... Όταν ο λαός πληγώνεται, θέλει να βρει τη συνοχή του. Είχαμε την αίσθηση ότι κάτι κρατούσαμε ζωντανό για τα επόμενα χρόνια. Αλλά από την στιγμή του πρώτου ερεθισμού, μέχρι να τον επεξεργαστείς μέσα σου και να γίνει ταινία, μπορεί να χρειαστεί ελάχιστος χρόνος, ίσως όμως και δεκαετίες. Απόπλους: Η συγκεκριμένη ταινία, μετά από τόσα χρόνια, σε πιο σύγχρονο ερώτημα απαντά; Παπαστάθης: Στα ερωτήματα τα σχετικά με την ύπαρξη θα 'λεγα, με τη δικαιωμένη ζωή, το θάνατο, τη σχέση με το παρελθόν, με τη μόνιμη καταφυγή μας στην πιο σταθερή πατρίδα όλων μας που είναι τα παιδικά μας χρόνια και ο γενέθλιος τόπος. Με τη σχέση της λογοτεχνίας και της ζωής. Με την αφήγηση και τη ζωή. Ένα έργο σαν to έργο του Βιζυηνού αντέχει στο χρόνο, επειδή συνεχώς δίνει ερεθισμούς και προκαλεί σκέψεις και αισθήσεις. Απόπλους: Αυτό που είδαμε πολύ καθαρά όλοι στην ταινία σου, η έννοια της παιδικότητας, δεν είναι απλά ένα μοτίβο, αλλά, όπως λέμε, αρχετυπικό στοιχείο στη ζωή και στο έργο του Βιζυηνού. Παπαστάθης: Είναι έτσι όπως το λες. Νιώθεις ότι είναι ο ίδιος ένα παιδί, ότι θέλει να συναναστρέφεται παιδιά, ερωτεύεται παιδιά και μπερδεύεται πάρα πολύ το φύλο, στην ιστορία του. Ξαναλέω πως η μεγάλη ενοχή του Βιζυηνού ήταν το φύλο του. Κάποια στιγμή μαθαίνει από τη μάνα του ότι ήταν ανεπιθύμητος απέναντι στον κόσμο. Η μάνα του περίμενε κορίτσι, γιατί είχε πλακώσει την Αννιώ. Κουρασμένη, καθώς κοιμότανε μαζί με το μικρό κορίτσι, δεν το κατάλαβε, άλλοι λένε ότι ήταν αναστενάρισσα κι ότι κουρασμένη μετά από τελετή αναστενάρικη... σβάκιασε το κορίτσι της και πέθανε το κορίτσι της... Εγώ έχω παρακολουθήσει τα αναστενάρια, θαυμάζω πάρα πολύ αυτήν την τελετή... Απόπλους:Έχεις κάνει κι εσύ ένα ντοκιμαντέρ; Παπαστάθης: Έχω κάνει όχι ένα, τέσσερα παρακαλώ για τα αναστενάρια. Σβάκιασε, λοιπόν, το κορίτσι της και μετά ήθελε να γεννηθεί κορίτσι, να το αναπληρώσει και προσευχότανε. Το βλέπουμε αυτό στο Αμάρτημα. Πάρε όποιο αγόρι θέλεις, φέρε μου κορίτσι. Δεν ήθελε η μάνα του το φύλο του, όχι την ύπαρξη του. Λένε, ας πούμε, κάποιοι ότι ο έρωτας του για την Μπετίνα και το ενδιαφέρον του για τα μικρά κορίτσια ήτανε ένα είδος ιερογαμίας με τη χαμένη του αδελφή, ήταν επιθυμία του να πάει αυτά τα κορίτσια στη μάνα του, η οποία υιοθετούσε κορίτσια, όπως ξέρετε. Αλλά ας αφήσουμε αυτά τα θέματα για τους ψυχαναλυτές. Απόπλους: Ένα χαρακτηριστικό σου, Λάκη, είναι η ζωντανή και ουσιαστική σχέση που έχεις με τη φιλολογία, έτσι ώστε να μας παρασύρεις κυρίως στο να συζητάμε προς φιλολογική κατεύθυνση, και λιγότερο σε ψυχαναλυτικο-βιογραφική ή σκηνοθετική... Παπαστάθης: Θα έρθουμε και εκεί...άλλωστε δεν μ' αρέσουν και πολύ οι βιογραφίες, το γεννήθηκα τότε, μεγάλωσα τότε, γνώρισα τότε τη... χεστήκαμε πότε γεννήθηκες και πότε αυτό και τα λοιπά... (γέλια). Θα τα πούμε κι αυτά, έχουν μεγάλη σημασία. Σκέφτηκα την άλλη πλευρά του φύλου, δηλαδή το θάνατο των κοριτσιών που συμβαίνει στη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη, μια άλλη αντίληψη... Πάντως υπάρχει αυτή η αντίθεση ανάμεσα στον Βιζυηνό απ' την μια μεριά, ο οποίος επιθυμεί το αγόρι να είναι κορίτσι, και απ' την άλλη μεριά τον Παπαδιαμάντη που σ' αυτό το διήγημα θεωρεί ανεπιθύμητο το κορίτσι. Απόπλους: Να επανέλθουμε στον Παπαστάθη, σκηνοθέτη του Βιζυηνού. Παπαστάθης: Λοιπόν ο Παπαστάθης ο σκηνοθέτης, το βράδυ, όταν πάει να διαβάσει, στο κρεβάτι του μετά από τον ημερήσιο μόχθο, διαβάζει συνήθως όχι τον καθημερινό τύπο, αλλά τα φιλολογικά περιοδικά του 1903, του 1905, του 1883και του 1885, σαν να είναι τώρα, σαν να πήγε το μεσημέρι στο κιόσκι κι αγόρασε τα Παναθήναια, την Πινακοθήκη, την Εστία, τον Παρνασσό. Απόπλους: Τι σημαίνει αυτό; Παπαστάθης: Κάποια σχέση με τον χρόνο σημαίνει. Ότι η λογοτεχνία δεν παλιώνει, όταν συναντιέται μ' ένα καινούριο βλέμμα. Γίνεται παρούσα. Έτσι συνέβη και με το Βιζυηνό. Νομίζω ότι το έργο αυτό, παρ' όλο που γράφτηκε εκατόν τόσα χρόνια πριν, όταν συναντηθεί με μια σύγχρονη δημιουργία και πολύ περισσότερο με μια άλλη τέχνη, κάτι γίνεται. Το κείμενο αυτό είναι αρχέτυπο. Μιλάει για την ύπαρξη με το ένδυμα μιας εποχής σαν να ταξιδεύει στο χρόνο. Αλλά, για να μας αφορά, πρέπει να συναντηθεί μαζί μας, αλλιώς γίνεται ένα ιστορικό απολίθωμα. Δεν ξέρω αν στο μέλλον θα μας συγκινεί ο Αχιλλεύς Παράσχος, δεν το πιστεύω. Πιστεύω ότι συνέχεια θα μιλάμε και θα ανακαλύπτουμε πράγματα που καβαλάνε τα κείμενα των καιρών, έρχονται σ' εμάς και μπορούν να γονιμοποιήσουν το παρόν. Γι' αυτό κι ο Βιζυηνός είναι ένα φρέσκο βιβλίο. Δεν καταλαβαίνει τίποτα από χρόνο. Απόπλους: Και η κινηματογραφική ταινία; Παπαστάθης: Πάντως είναι παρόν, δεν είναι παρελθόν. Είναι μια συνάντηση του παρόντος. Μου 'πε κάποιος ότι αυτό το έργο δεν θα μπορούσε να γυριστεί στο σινεμά ούτε το 1960, διότι έπρεπε να έχουν περάσει διάφορες απόψεις για την λογοτεχνία, διάφορες προσεγγίσεις του κειμένου. Έχει προηγηθεί το άρθρο του Μουλά, εκατοντάδες βιζυηνολόγοι υπάρχουν σ' όλο τον κόσμο που μελετούν το έργο του, δεκάδες αφιερώματα σπουδαίων περιοδικών τα τελευταία χρόνια. Δεν θα μπορούσε να γίνει το '50 ή το '60 η ταινία. Όλα αυτά που εν τω μεταξύ έχω διαβάσει για τον Βιζυηνό είναι μια επένδυση στη συνείδησή μου για να γίνει αυτό το έργο. Απόπλους: Δεν θα μπορούσες να κάνεις αυτό το έργο, όπως το 'κανες, αν δεν είχες διαβάσει όλα αυτά τα πράγματα. Παπαστάθης: Ναι. Και αν δεν είχα δει ταινίες, απόψεις για τη σύγχρονη αναπαράσταση της ιστορίας. Δεν γίνεται όπως μια ιστορική χολιγουντιανή αναπαράσταση του Μπεν Χονρ. Είναι μια αναπαράσταση η οποία μπάζει από παντού. Δηλαδή δεν είχα την τρομερή έγνοια μην τυχόν το σαρίκι δεν είναι ακριβώς θρακιώτικο και μην τυχόν η φουστανέλα ή η βράκα δεν ήταν ακριβώς θρακιώτικα. Πρόκειται για μια αναπαράσταση που δικαιώνει την άποψη ότι το περιεχόμενο αυτού του διηγήματος ξεφεύγει κι απ' το χώρο κι απ' το χρόνο. Αλλιώς καταλαβαίνει ένας καλλιτέχνης το παρελθόν κι αλλιώς ένας ιστορικός. Ο ιστορικός είναι προσκολλημένος στα δεδομένα μιας εποχής. Ο καλλιτέχνης πρέπει να αυθαιρετήσει. Χρειάζεται μια βία το κείμενο, μια βία ερωτική, σύγχρονου βλέμματος για να γίνει το καινούργιο έργο, που είναι η σύγχρονη συναίνεση. Απόπλους: Υπάρχουν κάποια καλά παραδείγματα, που έχεις δει, κινηματογράφου ή θεάτρου και λογοτεχνίας; Παπαστάθης: Οι Αγροίκοι του Γκολντόνι, που είχε κάνει ο Βογιατζής. Δεν κάνει την εποχή όμως, κάνει τους χαρακτήρες και ποια είναι η συμπεριφορά τους μέσα στα πλαίσια μιας εποχής. Αυτό μπορεί να το κάνει οποιοσδήποτε. Γιατί αλλιώς δεν μπορεί να εξηγήσουνε γιατί, πώς βρίζει ο αγροίκος. Δεν μπορείς να βρίζεις μ' έναν τρόπο σύγχρονο. Αυτή η ιστορία έχει ένα χαρακτήρα διαχρονικό. Αυτού του είδους η αντιμετώπιση των οικογενειακών προβλημάτων ή των συμπεριφορών, αφορά μια εποχή μεν, αλλά ισχύει και σήμερα. Βέβαια ο Τσέχοφ είναι πάντα ανοιχτός. Δεν μπορεί να είναι μόνο ιστορικό το ανέβασμα! Και γιατί σε συγκινεί σήμερα ο Τσέχοφ; Επειδή μπορεί να μιλήσει σήμερα. Στην ταινία είναι αλλιώς τα πράγματα: Δίνω πολύ φως! Με το φως ταξιδεύει. Στο γραφείο το φως μπαίνει απ' τα παράθυρα πάρα πολύ έντονα και στο ψυχιατρείο πάλι απ' τα παράθυρα πολύ έντονα. Υπάρχει και ένα στιχάκι του Βιζυηνού που λέει ότι μια αχτίδα έρχεται απ' το χωριό του μέσα στο χαμάμ. Ότι επικοινωνεί με την αχτίδα. Αυτό είναι ένα μοτίβο της ταινίας. Αυτές οι εικόνες είναι που σας έλεγα απ' το ρεαλισμό. Εκεί όμως είναι το πρόβλημα, ο κίνδυνος αυτής της ταινίας. Να γίνει ρεαλιστική. Να γίνει δηλαδή σαν να είναι μια εποχή. Αυτό θα ήταν λάθος. Απόπλους:Σίγουρα δεν υπάρχει πραγματική αναπαράσταση της εποχής. Παπαστάθης: Όχι καθόλου. Υπάρχει μία χροιά της εποχής, θα έλεγα, περισσότερο. Ό, τι υπάρχει μέσα είναι σχεδόν ακριβές. Ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί την εποχή με πολλή αφαίρεση. Απόπλους: Ποιο ήταν το κυρίαρχο στην ταινία αυτή; Δηλαδή τι ήθελες εσύ να τονίσεις και να εκφράσεις; Δεν ήτανε η ιστορικότητα, ας πούμε, όπως την λέμε εμείς τώρα; Παπαστάθης: Ήθελα να έχω μια σχέση με το κείμενο. Ένιωθα πως κάποιος αυτόπτης μάρτυς, που 'χαμε μέσα, μας υποτονθόρυζε το κείμενο του Βιζυηνού. Απόπλους:Το κείμενο ήταν λοιπόν ο πρωταγωνιστής. Παπαστάθης: Ακούγαμε το κείμενο. Υπάρχει στο making of μία σκηνή που διαβάζω στο Λογοθέτη το κείμενο, στη γλώσσα του. Δεν ξέρω αν την θυμάστε. Είμαστε έξω με τον Ηλία κι εγώ του διαβάζω το κείμενο. Αντί άλλης διδασκαλίας του διαβάζω το κείμενο. Το κείμενο ήταν ο μπούσουλας για όλους. Άλλωστε το έχω πει πολλές φορές αυτό, στην ένταση του γυρίσματος, φανταζόμουν τον Ηλία και τον Βιζυηνό όρθιους, πάνω στην παΐδα να κοιτιούνται. Ο Βιζυηνός με το καπέλο το περίφημο και την τρομερή ρεντιγκότα την αριστοκρατική, με τα λεφτά του Ζαρίφη, και τον Ηλία απέναντι, με τα γαλανά μάτια να τον κοιτάζει. Αυτήν την εικόνα είχα, δηλαδή, αυτό το μυστήριο μιας σχέσης στο χρόνο. Απόπλους: Ο Λογοθέτης έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ταινία; Παπαστάθης: Ε φυσικά! Γιατί ο Λογοθέτης ήταν σε θέση να κατανοήσει τη βασική άποψη και να την ερμηνεύσει, του ταιριάζει πάρα πολύ αυτό, έχει την ερμηνευτική δυνατότητα να το πράξει. Μου είπε κάτι πολύ ενδιαφέρον και πολύ συγκινητικό ότι, αν ήταν μόνον το διήγημα, δεν θα τον ενδιέφερε, αλλά ο τρόπος που δείχνουμε το διήγημα τον ενδιαφέρει πάρα πολύ. Αυτό κάνει σύγχρονο το έργο. Η νέα ανάγνωση! Αυτό! Δεν ήταν μια αναπαραγωγή, ας πούμε. Απόπλους: Χθες μιλάγαμε για την μουσική. Και η μουσική επένδυση της ταινίας είναι ενδιαφέρουσα. Παπαστάθης: Την μουσική την έχει γράψει ένας σπουδαίος μουσικός, ο οποίος δε θέλει να φαίνεται πουθενά. Είναι ένα περίεργο παιδί... Ο Γιώργος ο Παπαδάκης. Έχουμε συνεργαστεί και στις τρεις ταινίες. Ο γνωστός Παπαδάκης, ο οποίος είναι συνθετάρα! Και δεν θέλει να φαίνεται πουθενά. Είναι ο άνθρωπος που γνωρίζει περισσότερο απ' τον καθένα τι θέλει μια κινούμενη εικόνα, που γνωρίζει πάρα πολύ καλά την παραδοσιακή μουσική, το ρεμπέτικο, τα δημοτικά, σε βάθος. Έχουμε συνεργαστεί στον Καιρό των Ελλήνων, όπου έκανε μια μουσική έξοχη, κατά την άποψη μου, και στο Θεόφιλο. Εδώ κυριάρχησε η άποψη, από την αρχή, ότι καλή μουσική είναι αυτή που δεν σολάρει. Είναι αυτή που χτίζεται μέσα, είναι ένα από τα στοιχεία που βγάζουνε το τελικό αποτέλεσμα. Δεν ισοπεδώνει την έκφραση και δεν είναι παραδοσιακή. Αυτό είναι ο κίνδυνος της ταινίας... Όλα μαζί χτίζονται για ένα τελικό αποτέλεσμα. Δεν σολάρει ο ηθοποιός, δεν σολάρει ο σκηνοθέτης, δεν σολάρει ο ενδυματολόγος, δεν σολάρει ο μουσικός, όλα μαζί κάνουν το αποτέλεσμα. Αυτό είναι η ισορροπία του έργου. Απόπλους: Λοιπόν μια και αναφέραμε τα τρία έργα σου, τον Καιρό των Ελλήνων, Θεόφιλος, Το μόνο της ζωής τον... τι κοινό έχουν οι τρεις ταινίες; Τι τις συνδέει; Παπαστάθης: Πρώτα απ' όλα μία "επιστροφή στο παρελθόν", το οποίο ζωντανεύει στο παρόν. Είναι δηλαδή θέματα και πρόσωπα που με απασχολούν σήμερα. Η προηγουμένη ταινία ήταν ο Θεόφιλος. Μην ξεχνάτε ότι σήμερα υπάρχει μια αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για το Θεόφιλο Χατζημιχαήλ, όχι ως παραδοσιακού ζωγράφου, αλλά ως ενός ζωγράφου που διεκδικεί το μεγαλύτερο μερίδιο νεοτερικότητας στην ελληνική ζωγραφική δεκαπέντε χρόνια μετά την ταινία. Και νομίζω ότι τα πνευματικά μεγέθη, τα νεοελληνικά, θα συναντιούνται με τις γενιές, και κάθε γενιά θα τα φωτίζει με το δικό της τρόπο. Το Θεόφιλο τον ανακάλυψε η γενιά των σπουδαίων ποιητών της γενιάς του '30: Εμπειρίκος, Σεφέρης, κτλ, ο τρομερός Τεριάντ από την Εσπερία. Η γενιά του '30 θέλησε να ανασύρει το Μακρυγιάννη και το Θεόφιλο. Και βέβαια στηρίξανε πάρα πολλά πράγματα πάνω σ' αυτά. Τώρα έρχεται η δικιά μου η γενιά, που δίνει κι αυτή τη δικιά της ερμηνεία πάνω στον Θεόφιλο. Το πλοίο δεν είχε πιάσει στεριά, ήταν εκατό μέτρα πιο μέσα. Φορτώνει το μπαούλο του και, καθώς ξανοίγεται με το βαρκάρη, για να τον πάει στο πλοίο που ήταν πιο μέσα, αυτός, σαν ο μέγιστος οπλαρχηγός της Ελλάδος, ο οπλαρχηγός της ζωγραφικής μας, έχει βάλει στις κουμπούρες του μπαρούτι και κοιτώντας τα χωριά του Πηλίου, όπου έζησε τριάντα χρόνια, τα αποχαιρετάει πυροβολώντας στον αέρα. Αυτό δεν είναι σχήμα λόγου, είναι ένα σύμβολο, πολύ σημαντικό για τις ημέρες μας. Το έργο και ο βίος σε μια ενότητα καταπληκτική. Απόπλους: Ασχολείσαι με δυο ανθρώπους από τους οποίους ο ένας είναι ψιλοβαρεμένος κι ο άλλος οριακός επίσης! Και οι ληστές στο ίδιο μοτίβο ήταν. Πρόκειται για λίγα πρόσωπα. Σου πέρασε ποτέ η ιδέα ότι μπορεί να παραμυθιάζεσαι και να παραμυθιάστηκες υπέρ το δέον με τα πρόσωπα αυτά ή με κάτι άλλο το οποίο, ας πούμε, εσύ το εξωραΐζεις ή το κάνει η γενιά του '30 το κάνεις κι εσύ μετά; Αυτό το είδες σαν κίνδυνο ποτέ; Παπαστάθης: Ναι. Το θέμα είναι αν αυτό που προτείνω στέκει, αν έχει το βάρος του. Στο Θεόφιλο η ισορροπία ήταν εξαιρετικά λεπτή. Η σκηνή που περιγράφω για το Θεόφιλο παραπάνω είναι οριακή. Μπορεί κι ένας τρελός να βγάλει το πιστόλι να πυροβολεί, αλλά το έκανε ο οπλαρχηγός της ζωγραφικής, αυτός που έχει ζωγραφίσει την καταπληκτική ενότητα του ελληνισμού, από τα μυθολογικά χρόνια την αρχαιότητα, το Βυζάντιο, από το '21. Απόπλους: Και τι γίνεται; Στον κόσμο αυτόν το ζόρικο και το δύσκολο που ζούμε, βρίσκεται κάποιος ο οποίος καταπιάνεται μ' όλα τα πράγματα; Και με τι προνόμιο το κάνει αυτό το πράγμα; Παπαστάθης: Με την αθωότητα της ψυχής... Πιστεύω ότι δοξάζεται η αθωότητα της ψυχής μας. Κι ότι η τέχνη αυτό θέλει πλέον. Πιστεύω ότι αυτό έκανε ο Θεόφιλος. Έτσι είναι διαμορφωμένη η συνείδηση του. Τον δικαιώνει το έργο του. Αν το 'κανε κάποιος άλλος, μπορεί να ήταν ήδη μουρλός. Απόπλους: Η επιλογή των προσώπων, το συμπέρασμα των ταινιών, απαντάει σε ερωτήματα σύγχρονα; Παπαστάθης: Ακριβώς, σε προβλήματα σύγχρονα. Στην ενότητα σώματος, καθημερινής ύπαρξης και έργου. Στο Βιζυηνό τα θέματα της ύπαρξης έρχονται ως τις μέρες μας. Και στον Καιρό των Ελλήνων, στο νεοελληνικό πνευματικό διχασμό που τρέχει ακόμη. Απ' τη μια η λαϊκή παράδοση και από την άλλη η λογία παράδοση. Αυτή η σχιζοφρένια είναι η σχιζοφρένια του χώρου μας. Ανήκουμε και στις δύο παραδόσεις. Και στη λογία παράδοση και στη δημοτική παράδοση. Πώς θα το κάνουμε! Γι αυτό υπάρχουν οι ληστές. Οι ληστές έχουν την προφορική παράδοση, παίρνουν έναν αστό διανοούμενο στο βουνό και καταλαβαίνεις ότι και οι δυο, και ο δυτικοθρεμμένος και ο ντόπιος, με την λαϊκή παράδοση, με το Βυζάντιο, με τα δημοτικά, με τον τρόπο ζωής και τους κώδικες της καθημερινής ζωής τους διαφορετικούς, είναι η νεότερη Ελλάδα. Ήθελα να κάνω κάποτε μια αφίσα για τον Καιρό των Ελλήνων, δεν την έκανα τελικά, δεν την τόλμησα, που να είναι σε μία εικόνα, μισή ο Δαμιανός και μισή ο αστός, ο Αρζόγλου. Δηλαδή σ' ένα πράγμα, να είναι μισό-μισό. Και τι γίνεται στον Καιρό των Ελλήνων; Η ενταγμένη λαϊκή παράδοση, όταν εντάσσεται και γίνεται επίσημη, πεθαίνει! Ό, τι γίνεται επίσημο, γίνεται "Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών". Δηλαδή όρος για την επιβίωση της λαϊκής παραδόσεως ήτανε η μη επίσημη κωδικοποίησή της. Έτσι τουλάχιστον πίστευα τότε και το πιστεύω ακόμα. Απόπλους:Από ό,τι φαίνεται, στο διχασμό αυτό, εσύ κλίνεις προς τη λαϊκή παράδοση. Παπαστάθης: Και στις δύο. Δεν μπορεί να πεις ότι δεν υπάρχει λογία παράδοση. Ο Βιζυηνός είναι το ίδιο το παράδειγμα. Είναι και τα δυο, μ' έναν μεγαλοφυή τρόπο, μοντέρνο διήγημα, όπως κι ο Παπαδιαμάντης. Απόπλους: Πώς θα το βλέπαμε αυτό στις μέρες μας; Σαν την προσπάθεια που κάνει κάθε κράτος να υπάρξει, απέναντι σε μια παγκοσμιότητα η οποία αισθάνεται ότι το κατατρώει, αλλά είναι απαραίτητη, δεν γίνεται αλλιώς. Όπως ήταν αναγκαίο οι ληστές, οι ανυπόταχτοι, να υποταχτούνε και να πούνε ότι πάνε στον Ελληνικό Στρατό. Κάπως έτσι το βλέπω στη σημερινή κοινωνία, στη γενικότερη, στην ευρωπαϊκή, στην παγκόσμια σύνθεση. Δηλαδή αν θα γύριζες σήμερα το έργο ο Καιρός των Ελλήνων θα 'ταν αυτό; Πώς οι Έλληνες μπορούν να υπάρ ξουν μέσα στον κόσμο; Παπαστάθης: Αυτό έχει πολύ ενδιαφέρον. Τώρα όμως πιστεύω ότι και οι δύο φέτες είναι ένα. Ένας απ' τους λόγους που έκανα το Θεόφιλο είναι, διότι με ενοχλούσε πάρα πολύ η άποψη που ακουγόταν, ότι στην Ελλάδα υπάρχουν μεγάλοι ζωγράφοι, ο Γύζης, ο Λύτρας, ο Παρθένης κι ο λαϊκός Θεόφιλος. Όχι. Δεν είναι ο λαϊκός Θεόφιλος, είναι επίσης αριστοκρατικός. Όπως λέμε ο Θεοδωράκης, ο Χατζηδάκης και ο λαϊκός Τσιτσάνης. Ε όχι, ο Τσιτσάνης είναι εκατό φορές καλύτερος κι απ' τους δυο μαζί. Και λόγιος επίσης. Μόνο που δεν έβγαλε το λόγιο πανεπιστήμιο. Απόπλους: Να πάμε λίγο πιο πίσω, στο Παρασκήνιο; Παπαστάθης: Το Παρασκήνιο ξεκινάει τον Φεβρουάριο του 1976. Από τότε που ξεκινήσαμε, νιώθαμε σαν τη μύγα μες στο γάλα. Έχουν περάσει 27 28 χρόνια, δεν ξέρω πόσα, και εξακολουθούμε να είμαστε όχι σαν τη μύγα μέσ' στο γάλα, αλλά η μύγα μες στο γάλα. Πώς είναι δυνατόν; Αναρωτιέμαι καμιά φορά ότι ενώ έχουμε επιλέξει κάτι, σχεδόν περιθωριακό, εμείς θεωρούμε ότι αυτό έπρεπε να είναι το κανονικό και να υπάρχει στην τηλεόραση. Είναι το άλλοθι της τηλεόρασης; Είναι η πίεση που ασκείται στους διοικούντες από τα μέσα, από τις εφημερίδες, τους δημοσιογράφους, από αυτό που λένε ότι είναι μια πολύ καλή εκπομπή; Πάντως υπάρχει το Παρασκήνιο και είναι θαύμα το ότι υπάρχει. Στην τηλεόραση υπάρχει και το αντίθετο του, δηλαδή η καθημερινή ευτέλεια, η δόξα των δημοσιογράφων, η τέχνη ως προϊόν, η πληροφορία ως προϊόν, το πόσο πουλάει πόσο δεν πουλάει κτλ. Είναι η καταστροφή κάθε ντοκουμέντου. Η αντενέργεια του "δίνω μια συνέντευξη και παίρνω μια συνέντευξη" είναι το γόνιμο και το ενδιαφέρον. Στέλνουν κάτι ανθρώπους που μπορούν να καταστρέψουν, ας πούμε, μία συνέντευξη με το Σαχτούρη. Το Παρασκήνιο ήταν μια στέγη για ανθρώπους που λογικά δεν θα πήγαιναν σε άλλες εκπομπές. Φαντάζεσαι, ας πούμε, τον Αναγνωστάκη να πάει να μιλήσει στο Χατζηνικολάου; Δεν θα πάει ποτέ. Απόπλους: Πώς και με ποιους ξεκίνησε το Παρασκήνιο; Παπαστάθης: Βασικά ξεκίνησε από τη Σινετίκ που την έχουνε, ο Λάκης Παπαστάθης και ο Τάκης ο Χατζόπουλος, διευθυντής τηλεοράσεως τότε, αναπληρωτής διευθυντής ο Ροβήρος Μανθούλης, ο οποίος μας έδειξε κάτι μοντέλα παρισινά που σε κάποιο βαθμό τ' ακολουθήσαμε. Ήταν κάποιοι δημοσιογράφοι στην αρχή, η αξέχαστη Σούλα Αλεξανδροπούλου, καλό είναι να το αναφέρουμε, γιατί ήταν ένα κορίτσι που χάθηκε στα σαράντα τόσα της κι ήταν παρηγοριά για τους καλλιτέχνες που είχαν κάποια αξία, νομίζω. Ήταν ο Δημήτρης Γκιώνης, ο δημοσιογράφος που υπάρχει ακόμη στην Ελευθεροτυπία, μετά η Βένη Γεωργακοπούλου, ο Τέλης Αμαντάς και άλλοι. Από το Παρασκήνιο έχουν περάσει γύρω στους 150 σκηνοθέτες. Στο Παρασκήνιο υπάρχουνε καμιά δεκαριά αφηγηματικά μοντέλα. Το ένα μοντέλο είναι μια πολύ βιωμένη σχέση με τον άλλον, το άλλο είναι ένας αιφνιδιασμός της συνέντευξης, το άλλο είναι με σταθερή κάμερα που δεν κάνει κοντινό πλάνο στη συνέντευξη κι αφήνει τον άλλον να εκτεθεί, ένα άλλο είναι πολύ κόψιμο της συνέντευξης και πολύ μεγάλη βαρύτητα στο μοντάζ κ. ά. Υπάρχουν, λοιπόν, κάποια αφηγηματικά μοντέλα στο Παρασκήνιο που προσπαθούν να συνδυάσουνε την κινηματογραφική εμπειρία του ντοκιμαντερίστα με το μέσον που λέγεται τηλεόραση. Πάντα μας απασχολούσε αυτό. Δηλαδή η τηλεόραση, δεν είναι μεγάλη οθόνη, είναι μια μικρή οθόνη στο σπίτι, που σημαίνει χαλαρή σχέση μ' αυτό που βλέπεις, δεν σβήνουν τα φώτα, δεν πας σε μια αίθουσα προετοιμασμένος να δεις. Τηγανίζεις ψάρια, αρχίζει κάτι και τρέχεις, χτυπάει το τηλέφωνο και το παιδί φωνάζει και ο παππούς θέλει το... κι ωστόσο πρέπει να δεις αυτό το πράγμα. Εντωμεταξύ υπάρχει και ο ανταγωνισμός απ' το διπλανό κανάλι. Αυτά τα βάζαμε στο μυαλό μας. θα δει κανείς ότι είναι πιο γρήγορος ο ρυθμός για να κρατήσει το θεατή, ότι υπάρχουν περισσότερα κοντινά πλάνα απ' ότι στο ντοκιμαντέρ, γιατί σε μια μεγάλη οθόνη πρέπει να δεις και το βάθος, ενώ στην τηλεόραση το γενικό πλάνο το χάνεις. Πας κοντά, ποντάρεις στην έκφραση, πράγμα που δεν το κάνεις στο κινηματογραφικό ντοκιμαντέρ, γιατί το αλάτι του είναι η δύναμη του νεκρού χρόνου, του πλάνου που διαρκεί, που έχει την εσωτερική του ενότητα. Απόπλους: Τόσα χρόνια και τόσοι κινηματογραφιστές αποτελούν ένα πολύ σημαντικό αρχείο. Έχει γίνει κάτι για τη διατήρηση του; Παπαστάθης: Καταλαβαίνεις τι αγωνία έχω; Το ότι δεν έχει το αρχείο αυτό κωδικοποιηθεί, δεν έχει γίνει φιλμογράφηση, δεν έχει περάσει σε digital κασέτες! Θα το χάσω! Καταλαβαίνεις τι σημαίνει; Επιπλέον χρειάζεται και σωστή καταλογογράφηση και σωστή αποκρυπτογράφηση. Είδα προσφάτως κάποια cd-rom, που παρουσιάζανε ντοκουμέντα νεοελληνικά που 'χουν τραγικά λάθη, επειδή κάποιος σκηνοθέτης είπε ότι αυτό το πλάνο είναι από την μικρασιατική καταστροφή, ενώ είναι του '12. Δεν έχει αναπτυχθεί μια ευαισθησία πάνω στην κινούμενη εικόνα στην Ελλάδα. Και είμαστε η μόνη χώρα στην Ευρώπη που δεν έχουμε εθνικό αρχείο ντοκουμέντων. Είχα πάει πριν από 12 χρόνια στο Σπα του Βελγίου, όπου είχε γίνει ένα συνέδριο για τη σημασία της κινούμενης εικόνας. Δεν μιλούσαν για εθνικό αρχείο κινούμενης εικόνας, το θεωρούσαν δεδομένο. Μιλούσαμε για κατά τόπους ερασιτεχνικά αρχεία κινούμενης εικόνας. Για Home-video, για ερασιτεχνικά φιλμάκια 8mm, που τραβούσαν διάφοροι ερασιτέχνες κατά καιρούς. Δηλαδή κάθε πόλη είχε το αρχείο της κινούμενης εικόνας. Υπάρχουν βέβαια τρομερές δυσκολίες, κυρίως στο φιλμ, διότι έχουν πετσοκοπεί όλα αυτά τα αρχεία από τους διάφορους μοντέρ. Απόπλους: Όλα αυτά τα χρόνια ποια επίδραση έχει ασκήσει το Παρασκήνιο στην ελληνική τηλεόραση, σε νέους σκηνοθέτες και σε νέους δημοσιογράφους; Παπαστάθης: Έχει ασκήσει κάποια επίδραση, αλλά με έναν ευτελή τρόπο, θα έλεγα. Δηλαδή αυτά που βλέπουμε τώρα, τις διάφορες εκπομπές των δημοσιογράφων, έχουν κάποια σχέση με το Παρασκήνιο, δηλαδή δεν πολυφαίνεται αυτός που ρωτάει, υπάρχει μια επεξεργασία στο μοντάζ, αλλά δεν νομίζω ότι υπάρχει το βάθος του Παρασκηνίου, και ο πνευματικός καημός που υπήρχε και στους 150 γι' αυτό. Είναι ρεπορτάζ, ο θάνατος του ντοκιμαντέρ είναι το τηλεοπτικό ρεπορτάζ, μη γελιόμαστε. Το Παρασκήνιο το υπογράφει ο σκηνοθέτης. Μπορεί να χρειάζεται ο δημοσιογράφος να του δίνει διάφορα στοιχεία, αλλά την τελική γραμμή την επιβάλλει ο σκηνοθέτης. Εδώ είναι δημοσιογραφικό ρεπορτάζ. Δεν είναι το ίδιο πράγμα. Απόπλους: Η σχέση του Παρασκηνίου με τις ταινίες σου τις μεγάλες; Παπαστάθης: Είναι το πνευματικό υπόστρωμα της ζωής μου το Παρασκήνιο, το προσωπικό μου πανεπιστήμιο. Δηλαδή όταν βγαίνεις μετά από ένα μήνα έντονης επεξεργασίας για ένα φιλμ για το Μανόλη τον Αναγνωστάκη, βγαίνεις πιο πλούσιος, είναι σαν να έχεις κάνει ένα Master. Διότι για να πας μαζί του, πρέπει να διαβάσεις όλη την ποίηση, να διαβάσεις βασικά κείμενα γι' αυτόν. Να κάνεις κάποιες επαφές πριν. Στην συγκεκριμένη περίπτωση στο Παρασκήνιο που του 'κανα, μιλούσε αυτός και εγώ του απαντούσαμε στίχους. Καταλαβαίνεις τι προετοιμασία είχα κάνει; Δεν το λέω αυτό για να κάνω τον ήρωα, μ' άρεσε, θεωρώ τον εαυτό μου ευτυχή που είχα αυτή την εμπειρία. Απόπλους: Αυτό φαίνεται και από την ευρύτητα των γνώσεων που διαθέτεις κι από την οπτική που έχεις σ' όλα τα επίπεδα. Έχουμε απέναντι μας έναν εξαιρετικό φιλόλογο, κινηματογραφιστή, κοινωνιολόγο, ιστορικό, ερευνητή... και συλλέκτη περιοδικών. Παπαστάθης: Έχω κάνει σαράντα θέματα μετά από το συνέδριο του Σπα του Βελγίου για τα αρχεία. Ντράπηκα σαν Έλληνας πολίτης και λέω θα ψάξω στην Ελλάδα να βρω αρχεία και να κάνω μία σειρά στην τηλεόραση και να καλέσω και τους ανθρώπους να ενεργοποιηθούν να μου βρουν κι άλλα αρχεία και έκανα την σειρά Αναζητώντας την χαμένη εικόνα, σαράντα κομμάτια μόνο με κινούμενη εικόνα. Κι αυτό τώρα είναι μια βάση από την οποία μπορούμε να ξεκινήσουμε. Μάλιστα δεν την έκανα ιστορικά, την έκανα κάπως συνειρμικά, όπως ένας καλλιτέχνης που ασχολείται με αυτό και όχι σαν ιστορικός. Με το ένα πόδι στην ιστορία σαν ιστορικοί και με το άλλο στην επεξεργασία που έχει ανάγκη η ψυχή μας για να μιλήσει. Απόπλους: Λάκη, τυπικά τι σπουδές έχεις κάνει; Παπαστάθης: Τίποτα! Έχω τελειώσει το γυμνάσιο, έχω πάει στην Πάντειο για κάποια χρόνια, διότι η μάνα μου πήγε να αυτοκτονήσει. Γυμνάσιο στη Μυτιλήνη, καλός μαθητής. Όχι στην τελευταία τάξη, στις προηγούμενες. Αριστούχος. Είχα κάλους δασκάλους φιλολόγους: Κακάμπουρας, τρομερός δάσκαλος, Μιχαηλίδης Γεώργιος, τρομερός δάσκαλος. Και ένας "προβολατζής", ήρωας των παιδικών μου χρόνων. Ο προβολατζής αυτός ήτανε ο μπαμπάς ενός φίλου μου. Μας έβαζε τσάμπα στο σινεμά, και εκείνα τα σινεμά παίζανε πέντε ταινίες την ημέρα, όταν είχε φουρτούνα και δεν έφευγε το πλοίο. Μας διάβαζε, μας κρατούσε τη γεωγραφία μέσα στη καμπίνα προβολής. Τέτοιο πράγμα! Ήταν ένας μυθικός δρόμος στη Μυτιλήνη, όπου είχε τρία σινεμά και βιβλιοθήκη. Πηγαίναμε στη βιβλιοθήκη, στο σινεμά, δηλαδή ένα μπλέξιμο, κι ο χώρος κάποιο ρόλο έπαιξε εκεί. Επιπλέον τότε υπήρχε στη Μυτιλήνη ένα εντευκτήριο, του Πανλεσβιακον, έχω γράψει ένα διήγημα γι' αυτό, όπου ήταν ο κυρ Πάνος, στον οποίο δούλευα εγώ, τότε έκανα καφέδες το βράδυ και αυτό ήταν επίσης ένα από τα πανεπιστήμια της ζωής μου, γιατί εκεί συχνάζανε κάποιοι άνθρωποι της γενιάς του '30, της λεγόμενης Λεσβιακής Άνοιξης, Βενέζης, Κονδύλης, Σαμαράς κτλ. Αυτοί οι άνθρωποι είχαν μια περίεργη αγάπη για τον αθλητισμό. Λογοτεχνία και αθλητισμός. Παίζαμε ποδοσφαιράκια, πινγκ-πονγκ, παίζαμε και μπάσκετ και ποδόσφαιρο, μιλούσαμε και για τη λογοτεχνία. Αυτό ήταν το στιλ του διανοούμενου που έζησα εγώ στη Μυτιλήνη. Ωστόσο, αυτός, ο κυρ Πάνος, όταν νικούσαμε στο ποδοσφαιράκι ή στο μπιλιάρδο, μας έδινε ένα μήλο και απήγγελλε ένα στίχο του Πινδάρου, παρακαλώ. Εκεί μεταξύ πινγκ-πονγκ καφέδων κτλ. γινότανε και ένα αλισβερίσι πνευματικό. Απόπλους: Μετά πηγαίνεις στην Πάντειο; Παπαστάθης: Μετά πάω στην Αθήνα, γνωρίζω τον καθηγητή μου, το Φωτεινό, και μπαίνω σ' αυτή τη σχολή του κινηματογράφου. Πάω στους γονείς μου και λέω, θέλω να σπουδάσω κινηματογράφο. Πάθανε... Λένε, θες να σπουδάσεις κανονικά σε πανεπιστήμιο; Ενώ με προορίζανε για τη Νομική, πήγα εκπρόθεσμα και δίνω εξετάσεις στην Πάντειο, όπου περνάω αλλά παρακολούθησα μερικά μαθήματα και τελικά... μελετούσα με το Φωτεινό. Δάσκαλος μου ο Κώστας Φωτεινός, η Ειρήνη Καλκάνη και ο περίφημος Παναγής Λεκατσάς, ο μεγάλος δάσκαλος της τραγωδίας. Όταν δίδασκε ο Λεκατσάς, μαζευόμασταν καμιά δεκαπενταριά άτομα στην τάξη, έρχονταν φιλόλογοι, καθηγητές, όλες οι τάξεις... Θυμάμαι το πρώτο ξεκαθάρισμα λογαριασμών, όταν μπήκε μέσα: "Παιδιά μου υπάρχουν δύο..." ήταν έτσι και λίγο πομπώδης "δύο δρόμοι που μας φέρνουν στην αρχαία τραγωδία: ο ένας είναι από τα φωτισμένα προπύλαια του Εθνικού Θεάτρου, ο άλλος είναι από κάτι στενά δύσβατα σοκάκια, που σας καλώ να με ακολουθήσετε. Άρθρον πρώτον. Το μέτρο δίνει την ερμηνεία. Ο Ανάπαιστος, Πα πα πα, πα πα πα, πα πα πα, πα πα, είναι ιεροποντικό μέτρο, δεν μπορεί να το κάνεις πεζό. Είναι τελετουργικό γι' αυτό ο χορός έχει ανάπαιστο. Το ιαμβικό τρίμετρο, είναι αυτό το μέτρο και δείχνει αυτό. Αν μάθετε τα μέτρα, έχετε στο πιάτο την ερμηνεία. "Και εγώ όταν έκανα την πρώτη μου ταινία μικρού μήκους, τις Περιπτώσεις του Όχι, το 1965, μαζί με δύο φίλους μου, το Δημήτρη Αυγερινό και την Ειρήνη Χοϊμέ, κάναμε ανάπαιστο! Διότι η ταινία είχε σχέση με τη γερμανική κατοχή και τι κάναμε; Τα τα τα, δύο πλάνα ίδια, τα... τα... τα, στάση το κύμα. Τα τα τα, αυτό το τατατα, το αναπαιστικό, προσπαθήσαμε να το κάνουμε στο cut το κινηματογραφικό. Σε πληροφορώ ότι έβγαζε αποτέλεσμα. Απόπλους: Στην σχολή πόσο έμεινες; Παπαστάθης: Τρία χρόνια στη σχολή με τον Φωτεινό. Είχε ο Φωτεινός μια βιωματική σχέση με τη γνώση. Σας είπα με τους φακούς χτες, δηλαδή όχι λόγια, οι θεωρίες του ευρυγώνιου είναι αυτές, οι θεωρίες του τηλεφακού είναι αυτές, βάλε στο μάτι τον τηλεφακό, πήγαινε μια βόλτα, γύρνα, γράψε τις εντυπώσεις σου. Και το περίφημο που είπε, το επαναλαμβάνω: "Την οδό Πανεπιστημίου δεν την ξέρετ