Συνέντευξη στον Νίκο Γκροσδάνη
Λάκης Παπαστάθης
ΕΝΑΣ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ ΘΥΜΑΤΑΙ
Με το που μπήκε το δεύτερο δεκαήμερο του Μάρτη του 2006, ξεκίνησε εδώ στη Θεσσαλονίκη το 8ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ "Εικόνες του 21ου αιώνα" που, χρόνο με το χρόνο, έχει κερδίσει το κινηματογραφόφιλο κοινό που έτρεχε από αίθουσα σε αίθουσα να προλάβει όλο και περισσότερες προβολές. Ζήσαμε για άλλη μια φορά τη χαρά των εικόνων, χαρήκαμε ντοκιμαντέρ απ’ όλο τον κόσμο και, βέβαια, μοναδικές στιγμές από Έλληνες ντοκιμαντερίστες που, επιτέλους, βρήκαν ένα βήμα να προβάλουν τις ταινίες τους γεγονός που στο παρελθόν γινόταν με δυσκολία. Δέκα μέρες κράτησε το πανηγύρι των εικόνων κι ό,τι προλάβαμε είδαμε. Ένα γεγονός που δεν πέρασε απαρατήρητο ήταν η τιμητική εκδήλωση που έγινε για δυο πολύ σημαντικούς δημιουργούς: το Λάκη Παπαστάθη και τον Τάκη Χατζόπουλο. Δύο σκηνοθέτες που έγραψαν -και συνεχίζουν να γράφουν ιστορία με την τόσο σημαντική εκπομπή τους που φέρει τον τίτλο "Παρασκήνιο". 30 χρόνια τώρα από το κανάλι της κρατικής τηλεόρασης μέσα από 700 εκπομπές παρήλασε ό,τι πιο σημαντικό διαθέτει αυτός ο τόπος φέρνοντας πιο κοντά σε εμάς σπουδαίους δημιουργούς, ακούγοντας το λόγο τους, βλέποντας την εικόνα τους. Το "Παρασκήνιο" λειτούργησε σαν ένα ανοιχτό πανεπιστήμιο. Γιατί, τι άλλο θα μπορούσε να εισπράξει κανείς παρακολουθώντας την Έλλη Αλεξίου, τον Κορνήλιο Καστοριάδη, το Μανόλη Αναγνωστάκη, τον Κουν, τον Τσαρούχη, την Ιορδανίδου, τον Κατράκη, το Ντασέν, τη Λαμπέτη, τον Αρη Αλεξάνδρου, το Σταχτούρη, τον Ταχτή, τον Ιωάννου... ο κατάλογος των ονομάτων είναι τεράστιος. Μα το "Παρασκήνιο" δεν αναφερόταν μόνο στους επώνυμους. Ένας πλούτος θεμάτων ιστορικού περιεχομένου με σπάνιο και δυσεύρετο υλικό πέρναγε μέσα από τις εικόνες του που σε καθήλωναν με τη δύναμή τους κι αυτό που εισέπραττες το κουβαλούσες για καιρό μέσα σου. Το "Παρασκήνιο", με τα χρόνια, απέκτησε ένα φανατικό κοινό που το παρακολουθούσε και συνεχίζει να το παρακολουθεί με τον ίδιο σεβασμό, με το ίδιο πάθος θα έλεγα, περιμένοντας πάντα το επόμενο θέμα. Και μια που η τεχνολογία δίνει πια τη δυνατότητα να σώσει αυτές τις εικόνες στο video και τώρα σε DVD έχει τη χαρά να ξαναδεί τα αγαπημένα του κομμάτια όσες φορές θέλει. Το βέβαιο είναι ότι θα περάσει καλά. Το "Παρασκήνιο" είναι η μακροβιότερη εκπομπή της ελληνικής τηλεόρασης και δίνει συγχωροχάρτι σ’ αυτό το αμαρτωλό κουτί που όταν θέλει μας προσφέρει αυτό το κάτι που σε κάνει να νιώθεις Άνθρωπος και λες "τίποτα δεν πάει χαμένο"...
Απ’ την πρώτη εκείνη εκπομπή του 1976 το "Παρασκήνιο" έδωσε τη δυνατότητα σε πάρα πολλούς καλλιτέχνες, δημοσιογράφους, σκηνοθέτες, τεχνικούς να εργαστούν, να δείξουν τη δουλειά τους, να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους, να γράψουν κι αυτοί τη δική τους ιστορία. Ωστόσο, πίσω απ’ όλα αυτά παραμένουν οι δύο δημιουργοί του: ο Παπαστάθης κι ο Χατζόπουλος που, με πολλές θυσίες, κατάφεραν να συνεχίσουν την εκπομπή παρόλα τα χτυπήματα που δεχόντουσαν κατά καιρούς και να αφιερώσουν πια ολόκληρη τη ζωή τους φτάνοντας κιόλας τις 700 εκπομπές!
Στο ξεκίνημα η εικόνα ήταν μαυρόασπρη. Αργότερα πήρε το χρώμα. Μα και στις δύο περιπτώσεις στο ζενερίκ προβάλλονταν ο κινηματογραφιστής με την κάμερα στο χέρι και κείνο το τόσο χαρακτηριστικά κινηματογραφικό μουσικό θέμα του Βαγγέλη Παπαθανασίου που σε προετοίμαζε γι’ αυτό που θα ακολουθούσε.
Σιγά-σιγά, το "Παρασκήνιο" άρχισε να κερδίζει ολοένα και περισσότερους φίλους που περίμεναν τη συγκεκριμένη μέρα και ώρα για να χαρούν το κάθε θέμα, να χαρούν εικόνα και λόγο, να μάθουν κάτι περισσότερο για τους ανθρώπους εκείνους που δημιούργησαν το Σύγχρονο Ελληνικό Πολιτισμό. Κάθε εκπομπή και μια καινούργια έκπληξη. Υπήρχαν και κάποια διαστήματα που το "Παρασκήνιο" έλειπε από το πρόγραμμα για να ξαναεμφανιστεί πάλι με την ίδια ορμή, το ίδιο κέφι, την ίδια ομορφιά.
Υπήρξα και παραμένω θεατής αυτής της σπουδαίας εκπομπής από τη στιγμή που ξεκίνησε. Εκείνα τα πρώτα χρόνια κρατούσα τις εκπομπές μόνο με ήχο, σε κασέτες και τις συναντώ καμιά φορά ψάχνοντας στο αρχείο μου. Πρόσφατα ξανάκουγα τη Σούλα Αλεξανδροπούλου να συνομιλεί με την Έλλη Λαμπέτη. Στιγμές μοναδικές. Αργότερα, τις έγραφα σε video και τώρα ονειρεύομαι τη στιγμή που θα συγκεντρωθεί όλο αυτό το υλικό σε DVD, όταν αποφασίσει επιτέλους η ΕΡΤ να διασώσει ψηφιακά όλον αυτό τον θησαυρό που είναι κομμάτι της πολιτιστικής κληρονομιάς μας. θυμάμαι πάντα τα λόγια της Μελίνας που έλεγε "ο πολιτισμός είναι η βαριά βιομηχανία μας", θα το καταλάβουν, άραγε, ποτέ αυτό εκείνοι που κυβερνούν αυτόν τον τόπο; Τότε πάλι θυμάμαι τα λόγια του Νίκου Γκάτσου: "ο τόπος αυτός πορεύεται με τις εξαιρέσεις του" και βέβαια τι άλλο μπορεί να είναι αυτή η μοναδική και σπουδαία εκπομπή παρά μια εξαίρεση;
Εκείνη τη μέρα που στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ ξανασυνάντησα έναν απ’ τους δημιουργούς του "Παρασκηνίου", το Λάκη Παπαστάθη, μου γεννήθηκε η ιδέα να τον ρωτήσω διάφορα για το ιστορικό αυτής της εκπομπής. Δέχτηκε αμέσως, μόνο που ήταν αδύνατον μέσα σε κείνη τη βαβούρα που γινόταν με τόσο κόσμο να κουβεντιάσουμε κι έτσι το ραντεβού κλείστηκε για την επομένη στο σαλόνι του ξενοδοχείου που τον φιλοξενούσε. Καθώς βρισκόμουν στο δρόμο για το ραντεβού, η μνήμη με γύρισε πίσω στο Σεπτέμβρη του 72, στη διοργάνωση του 13ου φεστιβάλ Ε.Κ. στην Ε.Μ.Σ. Σημαδιακό φεστιβάλ μια και κείνη η περίφημη γενιά του ’65 των νέων κινηματογραφιστών άνοιγαν μια καινούργια σελίδα στο ελληνικό σινεμά, αυτό που αργότερα θα ονομαστεί Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος. Την παρέα αποτελούσαν οι: Βούλγαρης, Αγγελόπουλος, Κατακουζηνός, Παναγιωτόπουλος κι άλλοι και ανάμεσά τους ο Χατζόπουλος και ο Παπαστάθης που αργότερα θα στήσουν το "Παρασκήνιο". Ο τελευταίος είχε έρθει στο Φεστιβάλ με την τρίτη μικρού μήκους ταινία του με τίτλο "Γράμματα απ’ την Αμερική" που μάλιστα πήρε και το πρώτο βραβείο παμψηφεί. Αξέχαστες μέρες εκείνες στο φεστιβάλ με το Β’ εξώστη να λάμπει πολύ πριν αρχίσει η παρακμή του. Κι εγώ εκεί, όπως κάθε χρόνο. Μόνο που εκείνη τη χρονιά είχα την τύχη να είμαι δίπλα στο Μάνο Χατζιδάκι μέλος της επιτροπής που σε κάποια στιγμή κουβεντιάζοντας μου μιλούσε με ενθουσιασμό για τους νέους εκείνους κινηματογραφιστές, ξεχωρίζοντας το Βούλγαρη για το "Προξενιό της Άννας" και σε κάποια στιγμή μου είπε και για τον Παπαστάθη και το ντοκιμαντέρ του. Η φιγούρα αυτού του νέου, έτσι όπως τον είδα τότε, μου θύμιζε Έλληνα μιας άλλης εποχής. Στα χρόνια που ακολούθησαν παρακολουθώντας το έργο του έδωσα και την εξήγηση.
Σας θυμίζω τους τρεις τίτλους των ταινιών που γύρισε: "Ο καιρός των Ελλήνων", "Θεόφιλος", "Το μόνον της Ζωής του Ταξείδιον". Ταινίες με τέτοια προβληματική μόνον άνθρωποι σαν τον Παπαστάθη θα μπορούσαν να τις κάνουν. Κι αυτό φαινόταν τότε καθαρά στο βλέμμα του. Αυτόν που πήγαινα να συναντήσω δεν ήταν το παλικαράκι του 72. Ο χρόνος είχε γκριζάρει πια τα μαλλιά αλλά κείνο το βλέμμα ήταν ολόιδιο. Ο Παπαστάθης είναι από κείνους τους ξεχωριστούς ανθρώπους που χαίρεσαι να τους ακούς μια και τα ελληνικά του είναι υπέροχα. Χαμηλών τόνων, ευγενικός, αληθινός. Καθώς τον άκουγα να μιλά σκέφτηκα πως αυτά όλα θα ’θελα να τα μοιραστώ μαζί σας μ’ όλους τους φίλους που παρακολουθούν το "Παρασκήνιο" μα και το ελληνικό σινεμά. Απαλλάσσω το κείμενο απ’ τις ερωτήσεις και αφήνω μόνο το λόγο του Παπαστάθη, σα να μιλά μπροστά στο φακό του "Παρασκηνίου", όπως ακριβώς μας δίδαξε εκείνος...
"Σήμερα, κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης, σκέφτηκα πως ξεκινήσαμε παιδιά και φτάσαμε ως εδώ με άσπρα μουστάκια και επιμένουμε σ’ αυτό το δρόμο παρέα με το Παρασκήνιο"
"Πιστεύω πως η τηλεόραση έχει μια τεράστια δύναμη. Μάλιστα μετά τη Μεταπολίτευση, σαν βρέθηκαν σε υψηλά πόστα κάποιοι άνθρωποι με ανησυχίες, είπαν: τώρα πρέπει να αλλάξουν όλα. Ανάμεσά τους αναπληρωτής διευθυντής είχε τοποθετηθεί ο σκηνοθέτης Ροβήλος Μανθούλης. Ένας άνθρωπος αρκετά έξυπνος με φρέσκιες ιδέες και όνειρα και ζώντας αρκετά χρόνια στο Παρίσι θέλησε να προτείνει κάτι μοντέρνο όπως μια εκπομπή που παρακολουθούσε στη γαλλική TV με τίτλο "Παρασκήνιο". Η ιδέα που τον ερέθιζε ήταν πως το χαρακτηριστικό αυτής της εκπομπής ήταν πως δεν έδειχνε αυτό που γινόταν στη σκηνή αλλά αυτό που συνέβαινε στο παρασκήνιο. Αυτήν ήταν η αρχική ιδέα που βέβαια ισχύει ως σήμερα. Δηλαδή θα ’λεγα πως η μεγαλύτερη αντίσταση που έκανε το "Παρασκήνιο" ως σήμερα είναι να μην φαίνεται ο δημοσιογράφος ενώ υπάρχει και έτσι να δίνεται όλος ο χρόνος στο πρόσωπο που εμφανίζεται. Κάτι πολύ θετικό. Το τονίζω αυτό μια και συμβαίνει πάντα το εξής. Αν μετρήσεις μια τηλεοπτική εκπομπή όπου υπάρχει ο καλεσμένος μιας κυρίας ενός κυρίου και μετρήσεις τα πλάνα που είναι για τον καλεσμένο και τα πλάνα που είναι για την κυρία που τον κάλεσε θα δεις ότι ο χρόνος είναι 60 με 70% της κυρία και μόλις το 30% του καλεσμένου. θέλω να πω πως παίζεται ένα απίστευτο ναρκισσιστικό παιχνίδι εις βάρος του καλεσμένου, αυτοπροβάλλεται ο παρουσιαστής και το χειρότερο γίνεται σταρ ο παρουσιαστής, κάτι για το οποίο δεν ισχύει στο "Παρασκήνιο". Έχω παρατηρήσει το εξής: σε αρκετές εκπομπές καλούν, κατά καιρούς, ενδιαφέροντες ανθρώπους που έχουν να πουν πολλά κι όμως δεν τα καταφέρνουν μια και ο παρουσιαστής αυθαίρετα τοποθετεί τον εαυτό του πιο πάνω από τον καλεσμένο λες και η εκπομπή γίνεται γι’ αυτόν με αποτέλεσμα πολλές φορές να καταστρέφεται μια εκπομπή που φιλοξενεί έναν καλλιτέχνη που θέλει να εκφράσει μια άποψη. Έτσι, είναι αδύνατον να γίνει ένας ενδιαφέρον διάλογος η έστω ένας μονόλογος, αλλά απ’ την πλευρά του καλεσμένου. Μια συνέντευξη δεν την δίνει κάποιος, την παίρνει κάποιος. Έχει πολύ σημασία αυτός που καταφέρνει να εκμαιεύσει πράγματα απ' τον άλλον. Εξάλλου και η φόρμα μιας εκπομπής, ο τόνος της φωνής του παρουσιαστή, ο τρόπος που παρουσιάζεται δεν είναι το ένδυμα του νοήματος είναι το ίδιο το νόημα νομίζω".
"Το "Παρασκήνιο" κάνει πρεμιέρα στις 24 Φλεβάρη του 1976. Αποτελείται από ένα τρίπτυχο. Το πρώτο θέμα αναφερόταν στο Θανάση Βέγγο, το δεύτερο στο Γιάννη Μαρκόπουλο και το Νίκο Ξυλούρη σχετικά με την συνεργασία τους με τον ποιητή Κώστα Γεωργουσόπουλο. θυμάστε εκείνα τα υπέροχα έργα που, πια, είναι κλασικά, το “Χρονικό”, την “Iθαγένεια"; Και το τρίτο θέμα ήταν αφιερωμένο στο Μίνω Βολανάκη και συγκεκριμένα στην περίοδο που ήταν διευθυντής στο Κ.0.Β.Ε. Βρίσκουμε έτσι την ευκαιρία να μιλήσουμε και για τη Θεσσαλονίκη. Πιστεύω πως η περίοδος εκείνη του Βολανάκη εδώ ήταν η πιο σημαντική για το θέατρο. Καλλιτέχνες σαν το Βολανάκη δε θα πρέπει να ξεχνιούνται, γι’ αυτό και το "Παρασκήνιο" τούτη τη χρονιά του έκανε ένα διπλό αφιέρωμα. Εξάλλου, μια τέτοια προσωπικότητα πάντα θα μας απασχολεί και στο μέλλον. Τυχερό το Κ.Θ.Β.Ε. που πέρασε από κει. Ήταν ένας διευθυντής ξεχωριστός θα έλεγα. Νοιαζόταν για όλα. Καθόταν στην είσοδο. Συνομιλούσε με τους θεατές, άκουγε με προσοχή τις υποδείξεις τους, έψαχνε άλλους χώρους στην πόλη για να ανεβάσει πειραματικές παραστάσεις, εκείνος πρώτος ανέβασε παράσταση στο νταμάρι της Τριανδρίας. Ήταν μια χρυσή εποχή εκείνη, κι αυτό δεν το κάνουν τα κτίρια το κάνουν εμπνευσμένοι άνθρωποι, αυτοί που εμψυχώνουν τα κτίρια».
Στο πέρασμα αυτών των 30 χρόνων που λειτουργεί το "Παρασκήνιο" έδωσαν το στίγμα τους περισσότεροι από 100 σκηνοθέτες, αναφέρομαι πρώτα σ’ αυτούς γιατί η εκπομπή αυτή είναι καθαρά έργο των σκηνοθετών, απ’ την αρχή. Βεβαίως είχαμε εξαίρετους δημοσιογράφους, κυρίως στην αρχή, όπως η Σούλα Αλεξανδροπούλου, ο Δημήτρης Γκιώνης, η Τέτα Παπαδοπούλου, για να αναφέρω μερικούς. Όλοι αυτοί δούλεψαν για να φορμαριστεί αυτή η εκπομπή αλλά, το κυριότερο, είναι οι 100, μπορεί και 120, σκηνοθέτες, όπου ανάμεσά τους είναι και κάποιοι που έφυγαν για πάντα όπως η Τόνια Μαρκετάκη, που έκανε πολλές εκπομπές, η Φρίντα Λιάπα, ο Λάμπρος Λιαρόπουλος, ο Χρήστος Βακαλόπουλος, ο Σταύρος Τορνές, όλοι αυτοί έχουν αφήσει το ίχνος τους στο "Παρασκήνιο" και κοντά τους νέοι σκηνοθέτες που άνθισαν μέσα από αυτήν την εκπομπή".
"Δε θα πρέπει να μας διαφεύγει πως το "Παρασκήνιο" είναι μία όψη, μια έκφανση του Ν.Ε. κινηματογράφου, κι έχει κι έναν καημό θα έλεγα. Στεγάζει σκηνοθέτες που είχαν την εμπειρία και τη γνώση του κινηματογραφικού ντοκιμαντέρ που δεν τους δόθηκε η ευκαιρία να το κάνουν και προσάρμοσαν όλη αυτή την εμπειρία και το ήθος αυτής της γραφής στο Μέσο που λέγεται τηλεόραση. Βέβαια, το "Παρασκήνιο" δεν είναι αμιγές ντοκιμαντέρ. Είναι εν μέρει ντοκιμαντέρ με κινηματογραφική παιδεία και ήθος γραφής και εν μέρει τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ που λαμβάνει υπόψιν το Μέσο που λέγεται τηλεόραση, θέλω να πω πως δεν μπορείς να κάνεις στην τηλεόραση ένα γενικό πλάνο, όση πυκνότητα και να ’χει ο άλλος ανοιχτό τα φώτα και όχι η εικόνα που δίδεται στην σκοτεινή αίθουσα. Έτσι, λοιπόν, δεν μπορεί να μην έχει κοντινά πλάνα που το οπτικό ερέθισμα του προσώπου να του έρχεται έντονα όπως έρχεται σε μια μεγάλη οθόνη. Προσαρμόζεις τα πάντα για τη μικρή οθόνη, θα πρόσθετα πως το "παρασκήνιο" είναι μια σύνθεση της κινηματογραφικής εμπειρίας και του Μέσου που ονομάζεται τηλεόραση. Ωστόσο νομίζω πως δεν ξέπεσε ποτέ στο επίπεδο του τηλεοπτικού ρεπορτάζ”. "Είναι φορές που ακούω ή διαβάζω κάπου πως το ντοκιμαντέρ ξεκίνησε από τότε που διοργανώνεται εδώ το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ. Αυτό είναι λάθος. Μια και πολύ πριν ξεκινήσει αυτή η εκδήλωση είχαν γυριστεί μοναδικά ντοκιμαντέρ που είναι η περηφάνια του ελληνικού κινηματογράφου, θέλω να πω πως υπήρχε μια προϊστορία στο ντοκιμαντέρ, όπως το "100 μέρες του Μάη" γυρισμένο απ’ το Δήμο θέο και αναφέρεται στη δολοφονία του Γ. Λαμπράκη. Όλο αυτό το δυναμικό του Ν.Ε.Κ. κάπως απορροφήθηκε από το "Παρασκήνιο" κι αυτό βέβαια πρέπει να το τονίσω, γινόταν με μεγάλες θυσίες μια και δεν καλύπτονταν οικονομικά.
Ακόμα και σήμερα τα χρήματα που παίρνει ένας σκηνοθέτης του "Παρασκηνίου" είναι για να ζήσει ένα μήνα αξιοπρεπώς, ενώ χρειάζεται να δουλέψει τρεις μήνες για να πραγματοποιηθεί η εκπομπή. Ωστόσο, υπάρχει τέτοιο μεράκι, τέτοιο κέφι, τέτοιος ενθουσιασμός μια κι έχει ανέβει πολύ ο πήχης και ο κάθε σκηνοθέτης δουλεύει λες και η ταινία του για το "Παρασκήνιο" θα πάει στις Κάννες! Έτσι λοιπόν ολόκληρη η ομάδα ενεργοποιείται και το αποτέλεσμα μπορεί κανείς να το διαπιστώσει παρακολουθώντας την εκπομπή. Ίσως γι’ αυτό αποκτήσαμε φανατικούς φίλους θεατές". "Πιστεύω πως παίζει πολύ σημαντικό ρόλο το πάθος των ανθρώπων που δούλεψαν ή που δουλεύουν στο "Παρασκήνιο" κι αυτό είναι μια βασική προϋπόθεση. Τίποτα δε γινόταν επαγγελματικά, δε γινόταν διεκπεραίωση. Επένδυαν στην προσωπική τους φιλμογραφία αυτοί που έκαναν ένα "Παρασκήνιο". Το πάθος να αναδειχτεί ο πολιτισμός αυτής της χώρας, η ποιότητα των ανθρώπων. Ήταν άνθρωποι που είχαν δει πολύ σινεμά, που είχαν σπουδάσει στο εξωτερικό, που σύχναζαν σε κινηματογραφικές λέσχες. Ας μη ξεχνάμε πως οι ταινιοθήκες εκείνης της εποχής παίξανε ένα σημαντικό ρόλο και για το Ν.Ε.Κ.. Δε σπούδαζαν τα παιδιά έξω μόνο ή στη Γαλλία, Αμερική, κ.τ.λ. αλλά βλέπανε και τα αριστουργήματα του παγκόσμιου κινηματογράφου στην Ελλάδα. Δε γινόταν παλιά αυτό". "Ο Φίνος έβγαζε τους νεότερους από μαθητευόμενους στην ίδια τη δουλειά του κι εμείς κάποια στιγμή νιώσαμε πως δεν ήμασταν παιδιά του Φίνου ούτε παιδιά του Σακελλάριου και του Δαλιανίδη. Είμαστε παιδιά της μεγάλης ελληνικής παράδοσης και ταυτοχρόνως του ευρωπαϊκού κινηματογράφου και κάναμε αυτή τη σύνθεση στον ελληνικό κινηματογράφο. Νομίζω κάτι από εκεί πέρασε και στο "Παρασκήνιο". Δηλαδή το να κάνεις σινεμά αγαπώντας τους λογοτέχνες είναι μια " ευτυχο-δυστυχία "και δεν είναι πάντα αρνητικό. Το ότι δεν υπάρχει δηλαδή μια ομαλή συνέχεια του προηγούμενου με σένα. Δηλαδή δε θαύμαζα τον Σακελλάριο για να γίνω μαθητής του, θαύμαζα τον Ελύτη, το Σεφέρη το Παπαδιαμάντη αλλά έκανα σινεμά. Αυτή η δυσκολία ήτανε και ένα εφαλτήριο γόνιμο πιστεύω για πολλούς ανθρώπους. Νομίζω πως η ποιότητα των ανθρώπων που δούλεψαν στο "παρασκήνιο" το πάθος αλλά και η παράδοση που σιγά-σιγά χτιζόταν στην εκπομπή. Η παράδοση είναι πολύ σημαντικό πράγμα ο καθένας μπορεί να αφεθεί να παραδοθεί εξού και η παράδοση αυτή και να σώσει τη ψυχή του. Εμείς ζητούσαμε ακόμη κάτι περισσότερο. Όχι να παραδοθεί στην παράδοση του "παρασκηνίου" αλλά να τη σπάσεις, να την ανανεώσεις, να προσφέρεις ένα καινούριο αφηγηματικό μοντέλο. Όλα αυτά ενεργοποιούσαν ψυχές και όχι μόνο από τους σκηνοθέτες αλλά και από τους τεχνικούς και από τους δημοσιογράφους και εκείνη την εποχή και από τον τύπο. Διότι, τότε, κάθε εκπομπή είχε 10 κριτικές. Μας υποστήριζε ο τύπος αλλά και η αρνητική κριτική είναι πολύτιμο πράγμα, καμιά φορά πολυτιμότερο από το να είναι το χάϊδεμα υμνητικό και γινόταν ένας αναβρασμός δημιουργικός βέβαια". "Σ’ αυτή την εκπομπή βάζαμε πάντα ένα στόχο και ποτέ δεν παρεκκλίναμε απ’ αυτόν. Μας ενδιέφερε και μας εν- διαφέρει βέβαια το πρόσωπο ή τα θέματα που επιλέγομε να είναι κοντά στους δικούς μας προβληματισμούς. Γι’ αυτό και αποκλείαμε ορισμένα πρόσωπα, θέλω να πω πως υπάρχει ένα πλαίσιο αξιακό. Είναι κάποιοι που δεν μπαίνουν στο "Παρασκήνιο" διότι θα πάνε στην άλλη εκπομπή που τους αρμόζει χωρίς να λέμε συγκεκριμένα αυτός είναι μέσα αυτός είναι έξω. Διότι ούτε το έργο ούτε η στάση η πνευματική είναι ούτε ο τρόπος με τα μέσα είναι. Δεν μπορεί κάποιον να τον βλέπεις κάθε μέρα στα κανάλια και μετά να τον κάνουμε και "Παρασκήνιο". Αυτή η εκπομπή θέλει και μια αυστηρή σχέση μ’ αυτούς που μιλάνε σ’ αυτό. Δεν κάνουμε για όλους τους ανθρώπους "Παρασκήνιο", δεν μας ξέφυγαν οι σημαντικοί άνθρωποι όμως. Αυτό δηλαδή που δικαιώθηκε απ’ τον χρόνο. Απ’ τον Τσιτσάνη ως τον Ελύτη, απ’ τον Καστοριάδη ως τον Σαχτούρη. Απ’ τον Μινωτή ως την Παξινού. Απ’ τον Γκάτσο ως τον Χατζιδάκι κ.α. θα έλεγα πως είναι η ιστορία του τόπου και ελπίζω να μην είναι καμένη αυτή η ιστορία. Να έχει πολυσήμαντο ενδιαφέρον". "Έχει σημασία τι βγάζεις απ’ αυτά τα πρόσωπα. Είναι πολύ σημαντική νομίζω η ιστορία του "Παρασκηνίου" από το γεγονός ότι μπορεί να διαβαστεί και από την άποψη του βλέμματος πάνω στο πρόσωπο, όχι μόνο τι λέει π.χ. ο Τσιτσάνης αλλά πως τον βλέπει τον Τσιτσάνη ο κ. Φέρρης ή η Φρίντα Λιάπα, πως η εποχή αγκαλιάζει και τους δυο και τον σκηνοθέτη και τον καλεσμένο και τα ρεύματα της εποχής που καθορίζουν και μας κι αυτόν γιατί όπως ξέρετε για το 50% των απόψεων μας αποφασίζει η εποχή που ζούμε.
Το "Παρασκήνιο" όταν ξεκίνησε μοιάζαμε σαν να ήμασταν ακτιβιστές. Κάναμε αναιρέσεις". "Το δεύτερο "Παρασκήνιο" ήταν για την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Εκπλήσσεται κανείς πως είναι δυνατόν να κάνουμε μια ταινία για την Αλίκη Βουγιουκλάκη που είναι και το σύμβολο ενός τρόπου θεάματος που είναι αντίθετο από μας. Εγώ έγινα κινηματογραφιστής και κατάλαβα ποιος ήμουν όταν στο υπόγειο στις κ. λέσχες που έλεγα πιο πάνω στο "Άστυ" στην οδό Κοραή είδα το "Ρώμη ανοχύρωτη πόλη" του Ροσσελίνι με την τρομερή Άννα Μανιάνι και βγαίνοντας από εκεί υπήρχε μια ουρά τριακοσίων μέτρων για να δει την εθνική μας Σταρ και τότε είπα εγώ δεν είμαι μ’ αυτή την παράδοση εγώ είμαι με το υπόγειο. Τώρα γιατί κάναμε το κομμάτι για την Αλίκη Βουγιουκλάκη ήταν μια στάση κριτικής και αναίρεσης ανάλυσης του φαινομένου που την έκανα με τον κ. Γεωργουσόπουλο μαζί. Βέβαια δυστυχώς η εκπομπή αυτή δεν παίχτηκε ολόκληρη η τότε λογοκρισία την έκοψε και την έκοψε για κάτι που σήμερα θα ήταν αστείο. Θα το έβλεπαν ευχαρίστως. Έλεγε ο Γεωργουσόπουλος ότι η Αλίκη Βουγιουκλάκη έχει σχέση ως φαινόμενο με τον κ. Καραμανλή με την έννοια ότι όταν πέθανε ο Πάγκαλος, η συντηρητική παράταξη δεν ανανεώθηκε απ’ τον Κανελλόπουλο, Στεφανόπουλο που ήταν αντιπρόεδροι αλλά από ένα φρέσκο αίμα τον Κ.Κ. κι αυτός που το σκέφτηκε σωστά έπραξε. Απεδείχθη εκ του αποτελέσματος. Ότι, δηλαδή, αυτό το φρέσκο αίμα είχε την πορεία του στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. Και η σύγκριση με την Αλίκη Βουγιουκλάκη ήταν ως προς την Κοτοπούλη. Το παραδοσιακό θέατρο της Μ. Κ. που ήταν ο Μυράτ κ.τ.λ. ανανεώθηκε μ’ ένα νέο πρόσωπο, μη παραδοσιακού". "Όταν ξεκίνησε το "Παρασκήνιο" ήμουν 33 χρονών και πέρασαν από τότε άλλα 30 χρόνια. Ελπίζω οι νέοι σκηνοθέτες να συνεχίσουν μαζί μας. Εγώ προσωπικά θεωρώ αδιανόητο να μην κάνω τέσσερα με πέντε παρασκήνια το χρόνο. Νομίζω τελικά πως ο ένας μαθαίνει τον άλλον. Πολλοί με ρωτούν αν το "Παρασκήνιο" ήταν η αιτία να μην κάνω πολύ σινεμά. Απαντώ όχι. Αν υπήρχε οικονομική δυνατότητα θα ’θελα να κάνω κι άλλες ταινίες έχω κάνει τρεις μόνο. Αν ήταν κανονικά τα πράγματα θα μπορούσα να είχα κάνει 10. Αλλά το "Παρασκήνιο" για μένα είναι σινεμά. Είναι σα να θες να τρυπώσεις κάπου και να κάνεις κάτι δημιουργικό όχι μόνο για μένα. Για όλους όσους δουλέψαμε σ’ αυτό. Να αφήσει ανοιχτή την ελπίδα για την τέχνη για την προσωπική πορεία του καθενός και βλέπω και τα νέα παιδιά τώρα που κουβαλάν πολύ ταλέντο και κάνουν τηλεόραση με την ελπίδα πως το επόμενο στάδιο θα είναι σινεμά". "Για να μιλήσεις για τον πολιτισμό πρέπει να μπορείς να παράξεις πολιτισμό, αλλιώς τον καις. Αυτό ήταν μια από τις θέσεις μας τότε που ξεκινούσαμε, θέλω να πω πως μια ταινία για μια μεγάλη προσωπικότητα είτε λογοτέχνη ή ηθοποιό του θεάτρου ή του κινηματογράφου πρέπει από μόνη της να είναι καλλιτεχνικό γεγονός. Να αποτελεί πράξη πολιτισμού και η διαδικασία και το αποτέλεσμα".
Η κασέτα που κατέγραφε την κουβέντα μας με τον Λάκη Παπαστάθη έχει φυλάξει πολλά ακόμα από όσα είπε, αναφερόμενος στους δασκάλους του, στον τόπο που μεγάλωσε, τη Μυτιλήνη, σε σημαντικούς ανθρώπους που γνώρισε ξεχωρίζοντας το Μάνο Χατζιδάκι, τον Αλέξη Δαμιανό κ.α. και βέβαια μίλησε γι' αυτό που σήμερα βιώνουμε όλοι στην Ελλάδα αλλά και στον κόσμο γενικότερα. Που να χωρέσουν όλα αυτά και τι να πρωτογράψεις; Οι τίτλοι του τέλους πέφτουν το μουσικό θέμα του Βαγγέλη σβήνει σιγά-σιγά και ένα ακόμα "Παρασκήνιο", τελείωσε για να περιμένουμε το καινούριο.