Γράμματα από την Αμερική (1972)

Θυμάμαι τα «ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ»

Τα «ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ» άρχισαν να γυρίζονται λίγο μετά τη θητεία μου ως βοηθός σκηνοθέτης στην ΕΥΔΟΚΙΑ του Αλέξη Δαμιανού. Ακριβέστερο θα ήταν να πω, λίγο μετά τη μαθητεία μου κοντά στο σκηνοθέτη Αλέξη Δαμιανό. Η προετοιμασία, το γύρισμα, το μοντάζ της ΕΥΔΟΚΙΑΣ, κράτησαν από το 1968 έως το 1971. Κανονικό δηλαδή σχολείο για μένα, τριετούς διάρκειας!

Το θέμα της μετανάστευσης, του ξεριζωμού, κυριαρχεί στο ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΠΛΟΙΟ, την πρώτη ταινία του Αλέξη, που παίχτηκε το 1966, όπως επίσης πολλά μοτίβα του ίδιου θέματος υπάρχουν και στην ΕΥΔΟΚΙΑ. Ο σκηνοθέτης θεωρούσε τη μετανάστευση «κατάρα της Ελλάδας» και συχνά τραγουδούσε υπέροχα, δημοτικά και ρεμπέτικα τραγούδια, από το «Γιάννη μου το μαντήλι σου», μέχρι την «κακούργα ξενιτιά», του Βασίλη Τσιτσάνη. Δεν ξεχνάω βέβαια το σαρκασμό του για τις «περίφημες» δηλώσεις κάποιου γνωστού πολιτικού που χαρακτήριζε τη μετανάστευση ως «ευλογία για τους Έλληνες»! Τα αίτια του ξεριζωμού ερμηνεύονταν πάντα από τον Δαμιανό με τρόπο κοινωνικό και οικονομικό. Η φτώχεια του τόπου διώχνει τα παιδιά του» έλεγε.

Και στις δυο ταινίες του ο σκηνοθέτης παίζει τον μετανάστη, κι αυτό δεν είναι τυχαίο. Στο ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΠΛΟΙΟ κατρακυλάει σαν τις κοτρόνες απ’ το βουνό προς τον κάμπο κι από εκεί προς το λιμάνι του Πειραιά, για να μπει στο καράβι που θα τον πάει στην Αυστραλία. Στην ΕΥΔΟΚΙΑ επιστρέφει γέρος, ξεζουμισμένος, από την Αμερική, σχεδόν ξεχνώντας τα Ελληνικά και ψάχνει να βρει μια γυναίκα από τα παλιά, που είναι η «άλλη» ΕΥΔΟΚΙΑ, η ηλικιωμένη δηλαδή πόρνη που την παίζει η Κούλα Αγαγιώτου. Αυτή η γυναίκα είναι η προβολή στο μέλλον για το πώς μπορεί να είναι η ΕΥΔΟΚΙΑ μετά πενήντα χρόνια. Άλλωστε για το Γιώργο, τον άντρα που αγαπάει η ΕΥΔΟΚΙΑ, νιώθει κανείς πως ο πιο πιθανός δρόμος για το αδιέξοδο που ζει, είναι η ξενιτιά.

Μακρηγόρησα για τη σχέση μου με το Δαμιανό, αλλά μίλησα έτσι για να θεωρηθεί απολύτως φυσικό το ενδιαφέρον μου για ένα πακέτο από καρτ-ποστάλ, δεμένα με σπαγγάκι, που είδα στο υπόγειο παλαιοπωλείο του κυρ Βαγγέλη στο Μοναστηράκι. Μια ολόκληρη ζωή ενός μετανάστη σ’ ένα μικρό δεματάκι από 120 περίπου καρτ-ποστάλ και φωτογραφίες. Σιγά – σιγά αποκρυπτογράφησα τη ζωή του.

Ο Αναστάσιος ξεκινάει από το Γύθειο το 1905, φθάνει στην Πάτρα και από εκεί με το υπερωκεάνιο φθάνει στην Αμερική. Ζει εκεί εργαζόμενος σε εστιατόρια. Το 1930 γυρίζει στον τόπο του για να παντρευτεί γυναίκα από την πατρίδα του. Φεύγει μαζί της στην Αμερική, δημιουργούν οικογένεια με δυο παιδιά. Μετά τον εμφύλιο και την άνοδο στην εξουσία του στρατάρχη Παπάγου, επιστρέφουν οριστικά για να πεθάνουν στην Ελλάδα.

Όλο το ντοκιμαντέρ στηρίζεται στις εικόνες από τα κάρτ-ποστάλ και τις φωτογραφίες που έστελνε στο σπίτι του. Πίσω από αυτές τις εικόνες, υπάρχει πάντα ένα κείμενο. Αυτό αποτέλεσε και το σπηκάζ της ταινίας. Ο Αναστάσιος έγραφε στους δικούς του και έστελνε καρτ-ποστάλ για πενήντα περίπου χρόνια. Η αδελφή του φύλαγε κάπου τα γράμματά του που στο τέλος, ποιος ξέρει ποιος κακό άνεμος, τα έφερε στον παλιατζή και το Μοναστηράκι.

Η δυσκολία για μένα δεν ήταν τόσο η επεξεργασία των εικόνων, όσο η απόδοση του λόγου. Ήθελα να ακουσθεί ο λόγος της νοσταλγίας ως – το λέει και η λέξη – σωματικός πόνος. Πονούσε το κορμί του από τον ξεριζωμό και στρεφόταν στις ρίζες του εδώ, για να βρει τα λόγια να το εκφράσει. Οι σολοικισμοί και οι ανορθογραφίες του κειμένου έμοιαζαν κάπως με τις λεζάντες των έργων του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ που εκφράζουν κατά κάποιο τρόπο την εποποιία των Ελλήνων σε δύσκολους καιρούς, να μάθουν γράμματα. Τσαλαβουτούσε κάνοντας τη δική του σύνθεση στη λόγια γλώσσα που είχε στοιχεία από τα εκκλησιαστικά κείμενα, τα δημοτικά και τα ελαφρά τραγούδια, τα παραμύθια. Αναρωτήθηκα πώς μπορεί να ακουσθεί αυτό το γραπτό κείμενο, πώς μπορεί να αναπαρασταθεί, σήμερα, την άνοιξη του 1972; Πώς θα βγει αυτός ο δισταγμός, πώς θα δίνει τη βεβαιότητα πως το αίσθημα της ψυχής του είναι πιο πλούσιο από τα λόγια; Τι φωνή χρειάζεται, τι σθένος;

Λίγα χρόνια πριν είχα δει τον Θόδωρο Κατσαδράμη στη ΕΚΠΟΜΠΗ του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Το θυμήθηκα ξαφνικά! Αυτή η κάπως ξεχασμένη σήμερα κινηματογραφική παρουσία, εθεωρείτο από όλους μας μια εξαιρετική ερμηνεία που άνοιγε δρόμους. Συνάντησα τον Κατσαδράμη και άκουσα τη φωνή του. Σκέφτηκα κάτι που σήμερα μου φαίνεται ρηξικέλευθο. Αποφάσισα να ηχογραφήσουμε το κείμενο όταν το πρωτοδιαβάζει, με την πρώτη, χωρίς να ξέρει το περιεχόμενο, χωρίς πρόβα, χωρίς σταμπιλάρισμα. Προέκυψε αυτό το κομπιαστό, αυτόματα συγκινητικό και εσωτερικής ευγένειας διάβασμα. Σαν μελωδία μονόχορδη που αγκάλιαζε όλη την ταινία και συνοδεύει τη ζωή μου μέχρι σήμερα.

Στο φιλμ υπάρχουν τρεις μεταναστεύσεις. Πρώτη είναι αυτή του Αναστασίου, δεύτερη της γυναίκας του και τρίτη των παιδιών τους, που μένουν εκεί, εντάσσονται στην Αμερικάνικη κοινωνία. Χαρακτηριστικό νομίζω πως είναι το φινάλε της ταινίας. Η τελευταία επιστολή στέλνεται από την Πελοπόννησο στην Αμερική. Οι γονείς από δω αλληλογραφούν με τα παιδιά τους εκεί. Θυμάμαι τα τελευταία λόγια της τελευταίας επιστολής «Προχθές έγινα πρόεδρος ενός φιλοπροόδου σωματείου». Αυτή η φράση δεν υπάρχει στην πραγματική επιστολή. Απλώς διάβαζα τότε την Μαντάμ Μποβαρί του Φλομπέρ, που τελείωνε με τη φράση «τέλος επήρε και το παράσημον». Από τότε κατάλαβα πως μια ταινία, όσο κι αν αναφέρεται στο παρελθόν, είναι και μια σύνθεση του παρόντος χρόνου μας, της ζωής μας, των διαβασμάτων μας.

Για την ιστορία αναφέρω πως ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ παίχτηκαν την τελευταία μέρα του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1972, πριν από την προβολή της ταινίας του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Μέρες του ‘36».

Λ. Παπαστάθης

-