Αυτά που πέρασαν γυρνούν σαν κύμα

Η Πανωραία του Νάσου Βαγενά   Πώς ξαφνικά, μετά από μισό αιώνα και πλέον, ένας ποιητής ξαναζεί την ατμόσφαιρα της παιδικής ηλικίας σε μια επαρχιακή πόλη και θυμάται τα λόγια της θείας του; Από ποιές διαδρομές ξανάρχονται; Κι αυτό γίνεται, όχι για να γράψει την ιστορία της οικογένειάς του, αλλά για να αναδείξει ποιητικά τα λόγια της θείας Πανωραίας που τώρα συνειδητοποιεί πως μιλούσε ποίηση! Αυτά που έλεγε δεν ήταν αφηγήσεις ιστοριών, που συνήθως ξεχνάς τις λέξεις και θυμάσαι μόνον τη δράση, τα γεγονότα και τα πρόσωπα, αλλά σπαθίσματα προφορικής καθημερινής ποίησης με πυκνό λόγο. Η αντοχή και το μυστήριο της ποίησης την έφερε ως σήμερα στη μνήμη του ποιητή; Ο αναγνώστης διαπιστώνει με έκπληξη πως τα λόγια της Πανωραίας δεν τα συναντάς στην ποίηση που ήταν της μόδας στην εποχή της, αλλά στη σύγχρονη ποίηση του καιρού μας και αισθάνεται την ανάγκη να τρυπώσει ανάμεσα στις λέξεις και στις φράσεις όπως στη γραπτή ποίηση. Βέβαια, ο Νάσος Βαγενάς δεν μετέφερε απλώς τα λόγια της Πανωραίας. Τα επέλεξε, τα συνέθεσε, τα ενέταξε στις δικές του συνθέσεις, στους δικούς του ρυθμούς, στις δικές του δομές και συμφραζόμενα. Η ποιητική συλλογή που εξέδωσε φέρει τον τίτλο της Πανωραίας αλλά είναι ένα προσωπικό έργο που στηρίζεται στη μνήμη της και στα λόγια της. Δεν είναι ποίηση ντοκουμέντο. Και όχι μόνον αυτό · μοιάζει να είναι η μνήμη των νεκρών που τότε ζούσαν γύρω του, στη γειτονιά της Δράμας που μεγάλωνε. … «Βροχή που πέφτει στο μάρμαρο πεθαίνει», ⁄ είπε, Σάββατο των Ψυχών, στα Μνήματα, ∕ αγγίζοντας το γιασεμί που είχε ανθίσει ∕ δίπλα απ’ την πλάκα του Τσαταλμπασίδη.  

Η Πανωραία και ο μικρός που θα γινόταν ποιητής

Δεν είναι λίγα τα ποιήματα στα οποία αναφέρεται η προσωπική σχέση του ανηψιού με τη θεία του. Σε κάποια από αυτά ζωντανεύουν σκηνές με διαλόγους όπου πρωταγωνιστούν οι δυο τους. Όπως το φλας μπακ στον κινηματογράφο. Η Πανωραία φαίνεται να τον εμπιστεύεται. Γι’ αυτό όταν αρπάζεται με την ξαδέλφη της την Ασημένια και λέει τη φοβερή φράση …μόνον οι γέροι θυμούνται το μέλλον… γυρίζει στον μικρό λέγοντας ...αυτό γράφ’ το στον τάφο μου! Ο ποιητής κάποιες φορές θυμάται πεντακάθαρα, άλλες δυσκολεύεται και άλλες προσπαθεί να ανακαλέσει στη μνήμη του κομμάτια κι αποσπάσματα. Αναζητεί στα λειψά ίχνη μιας ιστορίας, λόγια, εικόνες και περιστατικά που τα συνθέτει εκφράζοντας με ακρίβεια, όχι τα ίδια, αλλά την αίσθησή τους, αυτό που μένει μέσα μας όταν τα ίδια τα γεγονότα φύγουν, ξεχαστούν. Συγκίνηση προκαλούν και τα όνειρα που βλέπει ο ποιητής σήμερα, ίσως όταν γράφει τα ποιήματα γι’ αυτήν ... Τη βλέπω στ’ όνειρό μου κάθε τόσο, / χλωμή, ξερακιανή, αλλοπαρμένη, / με πρόσωπο ένα δίχτυ από ρυτίδες, / να σιδερώνει το φόρεμα του γάμου της. Η γυναίκα που μιλούσε ποίηση προσφέρει στον μικρό ανηψιό της την απροσδιόριστη ακρίβεια μιας ποιητικής συμπεριφοράς που φαίνεται να τον ακολουθεί στη ζωή του. Ακόμη και το σατυρικό αίσθημα που υπάρχει έντονο στην ποίηση του Βαγενά – με τον περίφημο ΣΤΕΦΑΝΟ κυρίως – το ξαναβρίσκει ο αναγνώστης στα λόγια της Πανωραίας. Λέει για τη δεύτερη ξαδέλφη της που της καθόταν στον λαιμό ...Ανάξια για τα πουλιά και τ’ άστρα. Ο μικρός αισθανόταν το άγρυπνο μάτι της πάνω του … Περνούσε ο Επιτάφιος – κρατούσα / καμαρωτός το αριστερό εξαπτέρυγο / (απ’ τα μπαλκόνια ράντιζαν λεβάντα). / Αυτή στο πεζοδρόμιο κουνούσε / επίμονα το χέρι. Για να μου δείξει / πώς πρέπει να το κρατώ πιο χαμηλά.

Η Δράμα στοιχειώνει τις αναμνήσεις

Όταν τον Απρίλιο του ’41 οι Γερμανοί έμπαιναν στην Αθήνα, η Δράμα κατελήφθη από τους Βουλγάρους. Λίγο μετά, κάπως βιαστικά και ανοργάνωτα, επιχειρήθηκε από τις δυνάμεις της αριστεράς στην περιοχή, απελευθερωτικό κίνημα που προσέβλεπε και στη συμπαράσταση και συμμετοχή Βούλγαρων προλετάριων. Μετά τις πρώτες επιτυχίες το κίνημα κατέρρευσε και ο βουλγαρικός στρατός σκότωσε – μαζί με τους πρωτεργάτες του κινήματος και δυόμιση χιλιάδες Δραμινούς. Ήταν Σεπτέμβριος του ’41 ... Ζακέτα μαύρη, με ασημί κουμπιά, σφιχτόπλεκτη ⁄ (δώρο της Αργυρώς στον αρραβώνα της), / με τρύπα στο πλευρό από ξιφολόγχη / τη μέρα της σφαγής (Σεπτέμβριος του ’41). / …Τη φόραγε αμαντάριστη κι έξω απ’ το σπίτι. Ένα ακόμη ποίημα της συλλογής αναφέρεται στην άγρια σφαγή. Ο Βαγενάς θα γεννιόταν λίγα χρόνια μετά αλλά γνώριζε τη μαύρη μέρα από τις αφηγήσεις των οικείων του. Εδώ ο ποιητής τη συνθέτει θέλοντας να ξεχάσει τα ιστορικά γεγονότα. Του φθάνουν μόνον εικόνες και ήχοι. …Έχω ξεχάσει την παλιά ιστορία / που έλεγε για τις λεύκες της Αγιά-Βαρβάρας. / Θυμάμαι μόνο τα κλαδιά που κόψαν / για να σκεπάσουν τους εκτελεσμένους, / τον μαύρο θόρυβο των φορτηγών και το κουτσό / σκυλί του Μπάτη που έσκουζε στο φεγγαρόφωτο. Τους διωγμούς των Εβραίων της Δράμας θυμίζει ένα εξαίρετο ποίημα με πρωταγωνιστές τον μικρό και την Πανωραία. Οι τετρακόσιοι Εβραίοι της Δράμας μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης το 1943 και δεν γύρισε κανένας! Κάποιοι φεύγοντας εμπιστεύτηκαν σε συγγενείς και φίλους τα έπιπλα και τα τιμαλφή του σπιτιού τους. Στην Πανωραία άφησαν έναν καναπέ ... Ραούλ, Μπεττίνα, Ρασελίκα. / Στο κομοδίνο τρεις φωτογραφίες / κι ο καναπές που αφήσανε να τον φυλάξει, / όταν θα γύριζαν ... «Μην κάθεσαι απότομα», με μάλωνε. Η επικοινωνία του μικρού ανηψιού με τη θεία του δεν γινόταν μόνο με λόγια ... Μπορούσα να αισθανθώ τι αισθανόταν / από τον τρόπο που μου κράταγε το χέρι. / Σφιχτά τις πιο πολλές φορές. Μα όταν περνούσαμε / απ’ το Μνημείο με τα πολλά ονόματα / μου το κρατούσε ακόμα πιο σφιχτά. Αυτό το σφίξιμο στο χέρι είναι η πιο καίρια εξωλεκτική επικοινωνία με τη Θεία του. Κώδικας σεβασμού, φόβου, απόδοσης τιμής και συγκίνησης.  

Ζωή αταξίδευτη – Ζωή ταξιδεμένη

Από σκόρπιες αναφορές σε πολλά ποιήματα, ο αναγνώστης συνθέτει την εικόνα και τις απόψεις της, καθώς και τα βασικά γεγονότα που τη σημάδεψαν, όπως ο χαμός του άντρα της του Χριστόφορου στη μάχη της Κορυτσάς και της κόρης της Φωφώς από οξεία μηνιγγίτιδα στα εννιά της. ...Κάποια μεσάνυχτα έβλεπε τη μάχη / που χάθηκε ο Χριστόφορος. Το χιόνι / που τον σκέπασε ολόκληρο. Τα δάση / που δεν πρόλαβαν να δουν μαζί. Η Πανωραία με τη δύναμη της ψυχής της «ταξίδευε» στον κόσμο κρεμώντας στους τοίχους κορνιζωμένες ζωγραφιές με καράβι που έπλεε στα ανοιχτά, με άλογα που κάλπαζαν σε λιβάδι. Τις ζωγραφιές αυτές τις κρεμούσε κάθε τόσο σε διαφορετικά δωμάτια για να έχει την αίσθηση πως το τοπίο άλλαζε, πως ταξίδευε. Μοιάζει έτσι η Πανωραία με τον παππού στο μόνον της ζωής του ταξείδιον του Βιζυηνού, τους ενώνουν τα νοητά ταξίδια. ... Ποτέ της δεν ταξίδεψε, κι όμως είδε / όλο τον κόσμο σ’ ένα παλιό τουρκόσπιτο / με σκαλοπάτια ξύλινα που τρίζαν, / σαρακοφαγωμένα έπιπλα και το άσπρο / τρίχωμα ενός γάτου που τον λέγαν Αλαντίν.  

Αγαπημένη Σελήνη

Στην ποίηση του Βαγενά η σελήνη έρχεται και επανέρχεται. Μιλάει γι’ αυτήν με τρόπο μυστηριακό και ερωτικό. Η Πανωραία αναφέρεται στη σελήνη σαν μία συμπαντική ύπαρξη που επεμβαίνει στη φύση και στη ζωή των ανθρώπων ... Για το φεγγάρι έλεγε πολλά ˙ πως όταν / περνάει χαμηλά σπάζει τα κεραμίδια, / μολύνει το νερό στ’ ασκέπαστα πηγάδια, / δεν αφήνει τις κάργες να κοιμηθούν. Προσπαθώ ξανά να φαντασθώ τον δεκάχρονο τότε ποιητή να κάθεται γύρω από τη θράκα μαζί με την Πανωραία και τις φίλες της ...Μιλούσαν για φορέματα και χρώματα / κι ας φορούσαν όλες μαύρα / (στη θράκα καίγονταν μανταρινόφλουδες έξω τα είχε σκεπάσει όλα το χιόνι). / Της Αργυρώς της άρεσε το πράσινο. ⁄ Της Κορνηλίας το μαβί. ⁄ Πορτοκαλί η Ευτέρπη. «Εσύ;». ⁄ «Εγώ...», σαν να ξύπνησε, «εγώ... ⁄ το χρώμα που έχει η νύχτα το πρωί». Σαν να παρατηρούσε τον ουρανό.  

Το πορτρέτο της Πανωραίας με λόγια

Κλείνοντας το βιβλίο προσπάθησα να φανταστώ την εικόνα της. Μετά από λίγο, ενώ ανακαλούσα συνεχώς στο μυαλό μου τα λόγια του ποιητή, ξανάνοιξα το βιβλίο και πήγα στη σελίδα 39 για να ξαναδιαβάσω την ποιητική περιγραφή της λαμπερής Πρωτομαγιάς στα νερά του Αγγίτη ποταμού που είναι λίγο έξω από τη Δράμα. Πήγαν όλοι τους εκεί, μαζί και ο μικρός Νάσος, να πιάσουν τον Μάη …Στεφάνια, παπαρούνες στα μαλλιά. ⁄ Γύρω χορεύαν, τραγουδούσαν, όπως πέρσι ⁄ - λύρες ποντιακές κι αρκοντεόν… Και ενώ συνέβαιναν όλα αυτά ο αναγνώστης αναρωτιόταν πού είναι η Πανωραία; Η απάντηση έρχεται μετά από ένα μικρό, λευκό κενό και μοιάζει σαν σπουδαίο ζωγραφικό πορτρέτο με λόγια … Ακίνητη καθόταν κάτω από τον πλάτανο ⁄ σαν αίγα μαύρη, ολόμαυρη, ⁄ μασώντας το σκοτάδι.

Λάκης Παπαστάθης