Χαιρετισμός στον Εδουάρδο Σακαγιάν

«Έβρεξα όλο το χαρτί σ’ ένα φύλλο τετραδίου και με ένα πενάκι περνούσα το μελάνι που έκανε γραμμές περιπετειώδεις, ανεξέλεγκτες, με πολλά επεισόδια, όπως η πραγματικότητα. Και λίγες σταγόνες κόκκινο αραιωμένο σε νερό, ήταν αρκετές για να σχεδιασθεί ένα πρόσωπο σχεδόν θρησκευτικό, απελπισμένο και τρυφερό. Ένα παιδί που ενηλικιώθηκε βίαια και γρήγορα».

Πριν από την επίσκεψή μου στην έκθεση του Εδουάρδου Σακαγιάν διάβασα κάποιες παλαιότερες σημειώσεις του ... «Τα θέματα που ζωγραφίζω είναι γυμνά όπως και εγώ. Ακόμη κι όταν είναι ντυμένα»...

«Νιώθω δέσμιος και εγκλωβισμένος στην φαντασία της αγάπης».

Εκατοντάδες μικρές παρατηρήσεις σαν αυτοσχόλια της ζωγραφικής του που έδειχναν το δρόμο για τον τρόπο που μπορεί κανείς να διδαχθεί να βλέπει ζωγραφική. Μία απ’ αυτές τις σημειώσεις με έμπασε ομαλά στην έκθεσή του... «Οι άνθρωποι που ζωγραφίζω, από τον φόβο του θανάτου βρίσκονται μαζί, για να τον ξεχάσουν ή για να τον υποφέρουν. Μοιάζουν με μένα σε διάφορες στιγμές της ημέρας. Σαν γέμισμα του κενού μου».

Χρόνια τώρα βλέπουμε τους ανθρώπους του Εδουάρδου Σακαγιάν να γεμίζουν την αινιγματική κερκίδα. Κάθονται δίπλα δίπλα, με στενότητα χώρου. Κάτι βλέπουν που εμείς αδυνατούμε να μαντέψουμε. Είναι ναυαγοί ή πειραματόζωα; Μπροστά τους είναι αρένα; Θέαμα μαζικής κατανάλωσης; Στρατοδικείο που τους δικάζει; Αυτό που βλέπουν μοιάζει να τους ισοπεδώνει, κυριαρχεί πάνω τους. Μετέχουν ψυχικά, σαν παραδομένοι, συλλογικά. Αυτή την εικόνα την είχαμε δει σε εκατοντάδες ίσως παραλλαγές. Τώρα ήρθε στο φως μια καινούργια εικόνα των ίδιων μάλλον ανθρώπων. Σαν συνέχεια της παλιάς. Οι άνθρωποι φαίνονται να ζούνε την ερωτική πράξη σαν τροφή επιβίωσης. Που και που στιγμιαία ηδονή, κάτι σαν απόλαυση όσο κρατάει μια κραυγή. Συνήθως χωρίς πάθος, σχεδόν σαν απόγνωση, σαν καταφυγή στην σεξουαλική πράξη των ανθρώπων που δεν έχουν άλλη επιλογή. Συλλογική ιερογαμία; Ο χώρος και πάλι στενός, ασφυκτικός, κατάμεστος από σώματα και μέλη που συμπλέκονται σε άτακτη κίνηση. Δεν φαίνεται να υπάρχει πάτωμα, όλοι φαίνονται σαν να πίπτουν. Ωστόσο ο χώρος που μοιάζει με καταβόθρα – ποιός τους έριξε εκεί άραγε ή μήπως πήγαν μόνοι τους; - δεν είναι σκοτεινός, φωτίζεται. Υπάρχει κι ένα αινιγματικό κομμάτι φόντου χρυσοκίτρινο. Η όλη τελετή μοιάζει σαν πέρασμα σε κάτι άλλο. Εκείθεν της ζωής και εντεύθεν του θανάτου. Ξεριζωμένος φαλός, η παρουσία της μικρής παρθένας, κάποιοι που μοιάζουν με πτώματα, τα ζώα ήρεμα και υπομονετικά δίπλα στα σώματα, ανθρώπινα μέλη τεράστια τυλίγονται ή ψάχνουν την αφή του άλλου, κινήσεις σαν μακροβούτι ανάμεσα στο πλήθος. Ο έρωτας θα πει ο ζωγράφος είναι προϋπόθεση ζωτική για τον άνθρωπο αλλά και διαμελισμός και εγκλωβισμός. Πολύ μακριά σε πολύ μικρό μέγεθος μέσα στο κάδρο ένα παιδί με κοντά παντελόνια ή ένα κορίτσι με φιόγκο. Δίπλα τους ο ιερέας με αρμένικο ράσο που μοιάζει να είναι ο πατέρας τους. Σαν η κεντρική εικόνα να τους περιμένει να χωθούν κι αυτοί μετά από χρόνια μέσα της παίζοντας τον ίδιο ρόλο. Ή σαν να την φαντάζονται.

Για τον Σακαγιάν ο γυμνός άνθρωπος είναι ένας «υπαρξιακός» άνθρωπος σε αντίθεση με τον ντυμένο που είναι «κοινωνικός» άνθρωπος. Το νόημα της ζωγραφικής του Εδουάρδου Σακαγιάν είναι το νόημα της ποιήσεως. Το σημαίνον, δηλαδή οι εικόνες του, δεν παραπέμπουν σε ένα σαφές σημαινόμενο. Αυτό που βλέπεις δεν είναι το ένδυμα ενός συγκεκριμένου νοήματος, αποτελεί πολλές φορές το ίδιο το νόημα, όπως οι λέξεις και οι φράσεις στην ποίηση. Ο Σακαγιάν αναφέρεται συχνά στο χάος. «Σε αντίθεση με τη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας όταν πήγα στην Ecole des beaux Arts του Παρισιού κατάλαβα πως εκεί επιτρεπόταν το χάος!». Κατά βάθος όμως πιστεύει πως το χάος μπορεί να αποτελέσει τη μήτρα ποιήσεως για τη ζωγραφική του. Συνθέτει τις εικόνες του αντλώντας απ’ αυτό που ο ίδιος εννοεί ως χάος, δεν το αναπαράγει. Ίσως γιατί πιστεύει πως το χάος σταλάζει φως στην ανθρώπινη μοίρα.

«Όταν ζωγραφίζω ζω την παράλληλη ζωή μου την περιθωριακή από την καθημερινή συναναστροφή». Στο τέλος όμως έρχεται στο φως η όψη της ζωγραφικής του που είναι αμέσως αναγνωρίσιμη, όπως ο γραφικός χαρακτήρας. Σε γνωρίζω από την όψη λέει ο ποιητής και η όψη στη ζωγραφική σημαίνει βλέμμα, μυαλό, ψυχισμός και σώμα μαζί.

Οι σημαντικοί καλλιτέχνες κρίνονται από τη συνέχειά τους, από το ιδιαίτερο βλέμμα στον κόσμο που γίνεται ορατό από το δαχτυλικό αποτύπωμα της ζωγραφικής τους.

Μολονότι φαινομενικά «μοιάζει» δεν έχει σχέση με τον μεγάλο ολλανδό ζωγράφο Ιερώνυμο Μπος (1450-1516) και τον Κήπο των Απολαύσεών του. Η ζωγραφική του Εδουάρδου ανήκει στην μετά τον μοντερνισμό εποχή και είναι ομόλογη της σύγχρονης ποίησης – χωρίς τον Θεό και την θρησκευτικότητα του Μπος. Η «ατελής», αινιγματικά παραβολική αφαίρεση του έργου του είναι του καιρού μας. Μακάρι να μπορεί να την «διαβάσει» να την δεχθεί και να την καθιερώσει και ο τόπος μας.

Λάκης Παπαστάθης