Συνέντευξη για το βιβλίο «Όταν ο Δαμιανός γύριζε την Ευδοκία» στον Μίμη Τσακωνιάτη

Λάκης Παπαστάθης Όταν ο Δαμιανός γύριζε την Ευδοκία Τον περασμένο Μάιο έφυγε από τη ζωή ο Αλέξης Δαμιανός. Με τρεις μόλις ταινίες στο ενεργητικό του, τιε "Μέχρι το Πλοίο", "Ευδοκία" και "Ηνίοχος", κατάφερε να αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια του στο κινηματογραφικό χάρτη του τόπου μας. Το έργο του μοιάζει με θεόρατο βουνό. Πάρα πολλοί είναι εκείνοι που, πάσχοντας από ανίατο πνευματικό στραβισμό, ούτε καν το βλέπουν. Άλλοι πάλι περιφέρονται στους πρόποδες του και καμώνονται πως το γνωρίζουν καλά. Κάποιοι όμως ξέρουν ότι για να σταθείς στην άγρια κορυφή του και να θαυμάσετε τη μαγευτική θέα που σου κόβει την ανάσα πρέπει να διασχίσετε τις κακοτράχαλες, ομιχλώδεις και ανηφορικές πλαγιές του, πράγμα που απαιτεί γερά και καθαρά φιλμικά πνευμόνια. Ένας από αυτούς είναι και ο Λάκης Παπαστάθης που αποτίνοντας φόρο τιμής στον Δάσκαλό του με το βιβλίο του "Όταν ο Δαμιανός γύριζε την Ευδοκία", μας μεταφέρει μοναδικές εικόνες από τα σαγηνευτικά αυτά πνευματικά τοπία που τα στεφανώνει το αιώνιο, φλογισμένο, ολόλευκο χιόνι... Ο Αλέξης Δαμιανός μαζί με τη γυναίκα του Άρτεμη Δαμιανού είχαν φτιάξει το θέατρο Πορεία, στην οδό Τρίκορφων, που βρίσκεται κοντό στην πλατεία Βικτωρίας. Σε αυτό το θέατρο που είχε μετατραπεί σε σινεμά παίχτηκαν οι ταινίες που προβλήθηκαν στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1963. Ανάμεσα στους θεατές ήταν και ο Αλέξης. Είχε δει τότε τη δεύτερη ταινία μου που είχα κάνει μαζί με τον Δημήτρη Αυγερινό, το Ερμού 28. Έδειξε τρομερή αγάπη για όλους τους σκηνοθέτες του νεώτερου κινηματογράφου γιατί δεν ανήκε στην παράδοση του Φίνου, ούτε στο κατεστημένο του ελληνικού θεάτρου, Εκεί γνωριστήκαμε με τη μεσολάβηση και του Γιώργου Πανουσόπουλου επειδή αναζητούσε έναν βοηθά για την ταινία που επρόκειτο να κάνει. Πήγα μαζί του και αρχίσομε σιγά-σιγά την προεργασία της Ευδοκίας, στα γραφεία πού ήταν στην οδό Ασκληπειού και Σόλωνος. Εκείνη την εποχή είχα πάει στην Εκάλη, στο σπίτι του μαζί με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο και του πήραμε την ιστορική νομίζω συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος ταυ «Σύγχρονου Κινηματογράφου». Ήμασταν πιτσιρίκια τότε, εγώ κάτω από 25, ο Αγγελόπουλος βέβαια λίγο μεγαλύτερος. Ο Δαμιανός είχε κάνει ήδη την ταινία Μέχρι το Πλοίο και ετοίμαζε μία άλλη που λεγόταν Η πόρνη και ο στρατιώτης. Ονομάστηκε Ευδοκία λίγο μετά αι δεν πρέπει να ξεχνάμε όσοι τον αγαπάμε πως Ευδοκία είναι το όνομα της μάνας του. Άρχισε λοιπόν η προετοιμασία της ταινίας που ήταν μία μυθική περιπέτεια γιατί δεν υπήρχε η πρωταγωνίστρια. Είχε δοκιμαστεί από το ελληνικό θέατρο. Από τις πολύ γνωστές κυρίες του μέχρι νεότερο κορίτσια θυμάμαι τον Δαμιανό να λέει; «θέλω κάποιο κορίτσι που να έχει την αίσθηση του αγριοράδικου, που να μπορεί να επιβιώνει πάνω στο βράχο χωρίς νερό, χωρίς χώμα, χωρίς τίποτα». Να υπάρχει μόνο του και να χαίρεται τη ζωή. Αυτό μας καθυστέρησε πόρο πολύ παρόλα που είχαν βρεθεί οι άλλοι ρόλοι. Και γι’ αυτούς όμως έγινε πολύ μεγάλη προσπάθεια Κυρίως για το ρόλο της μεγαλοπουτάνας. Πριν από την Κούλα Αγαγιώτου, είχε δοκιμαστεί η Άννα Καλουτά. Όταν ήρθε στην Εκάλη είχαμε αρχικά μεγάλες προσδοκίες από αυτήν καθώς ήταν καταπληκτική, μάγεψε τους πάντες αλλά τελικά ήταν εντελώς άλλο πράγμα από αυτά που ζητούσε η ταινία. Θυμάμαι ότι γι’ αυτό το ρόλο είχαν δοκιμαστεί και κάποιες ξένες ηθοποιοί. Τελικά μετά από πολύ σκέψη, ο Αλέξης κατέληξε στην Κούλα Αγαγιώτου την οποία αναζήτησα για να της στείλω το βιβλίο αλλά μου είπαν από το Σωματεία Ελλήνων Ηθοποιών ότι πέθανε πρόσφατα και έχω στενοχωρηθεί πάρα πολύ. Δυστυχώς δεν το είδε το βιβλίο. Ίσως να έπαιρνε κάποια χαρά από αυτά. Νομίζω άτι αυτό το βιβλίο είναι μία δικαίωση γι’ αυτούς τους ανθρώπους διότι δούλεψαν με πολύ πάθος, έδωσαν την ψυχή τους, και δεν πήραν ούτε μία δραχμή από αυτή την ιστορία. Συνήθως έκαναν άλλα πράγματα στην κανονική τους εργασία εκτός από θέατρο ή κινηματογράφο Η Ευδοκία ήταν κάτι ιερό, όχι μόνο για τον Αλέξη ή για τους ανθρώπους που ήμασταν κοντά του, αλλά ακόμη και γι' αυτόν που ήρθε μία μέρα και έκανε ένα πέρασμα. Υπάρχει η αίσθηση μίας ιδιαίτερης ιερότητας, γιατί παρόλο που είναι μία ταινία άγριου πάθους, μία ταινία ερωτισμού και απόγνωση;» έχει κάτι το θεολογικό μέσα της. Δένεται με τον τόπο. Πού θυμόσουν όλες αυτές τις λεπτομέρειες; Είχες κρατήσει σημειώσεις; Αυτό είναι ένα ερώτημα που μου το κάνουν συνέχεια. Όχι δεν είχα κρατήσει τίποτα. Απλώς η Ευδοκία είναι ένας μύθος για μας. Η σχέση μου με τον Δαμιανό κράτησε μέχρι την τελευταία ταυ πνοή. Ήμασταν δίπλα του μέχρι και που ήταν στο νεκροκρέβατο. Αυτά συζητιόντουσαν συνεχεία. Λέγονταν και ξαναλέγονταν, έχουν καταγράφει σε διάφορες συνεντεύξεις. Ζούσαμε το μύθο της Ευδοκίας συνεχώς. Επενδύαμε πάνω σ’ αυτόν, Κάποια πράγματα στην Ευδοκία έγιναν σχεδόν ενστικτωδώς και μετά από χρόνια καταλάβαινες τι γινόταν και παρόλα αυτά υπάρχει πάντα κάποιο αίνιγμα σε αυτή τη δαιμονιακή ταινία. Είναι το αίνιγμα που θα κληθούν νομίζω να φωτίσουν οι νεότερες γενιές. Η ταινία παραμένει δηλαδή ένα ανοικτό φιλμικό κείμενο; Φυσικά. Και το λέω και στην αρχή του βιβλίου Δεν πιστεύω ότι ο οριστικός λόγος πάνω στην ταινία είναι το βιβλίο μου. Ελπίζω να ανοίγει την ταινία και να μην την κλείνει. Μια φίλη μου, μεγάλη θεατρική συγγραφέας, που το διάβασε μου είπε πόσο ωραίο θα ήταν να γίνει μία ταινία όπως είναι αυτό τα βιβλίο. Δηλαδή να βλέπουμε όχι μόνο αυτό που συμβαίνει μπροστά στη μηχανή αλλά και αυτό που συμβαίνει όταν η μηχανή κάνει στοπ. Όταν οι ηθοποιοί κοιμούνται το βράδυ και προετοιμάζουν τα ρόλο τους. Όταν όλο το συνεργείο τρώει στο εστιατόριο Όταν ο σκηνοθέτης με τους βοηθούς του πάει να βρει τους χώρους. Όταν η πρωταγωνίστρια δέχεται ένα τηλεφώνημα που την ταράζει Δηλαδή το μπρος από τη μηχανή και το πίσω σε μία σύνθεση ισότιμη. Το λέω αυτό γιατί έτσι όπως γράφτηκε το βιβλίο δεν θα μπορούσε να γραφτεί αν δεν είχα την εμπειρία από το παρασκήνιο. Βλέπουμε τι συμβαίνει μπροστά από τη μηχανή, μπροστά στη σκηνή, το επίσημο, το προσκήνια, και ταυτοχρόνου» βλέπουμε και το παρασκήνιο. Και αυτό δεν είναι δευτερεύον για μας. Όλα έχουν την ίδια σημασία. Πράγματι όλο το βιβλίο είναι δομημένο με τέτοιο τρόπο ώστε να φωτίζεται το παρασκήνιο και το πνευματικό υπόστρωμα του σκηνοθέτη που γέννησε την ταινία και αυτό το δίποδο δημιουργεί μία διαλεκτική. Νομίζω ότι και η ενασχόλησή σου μέσω και των εκπομπών που κάνεις στην τηλεόραση με τίτλο Παρασκήνιο εκφράζει μία βαθύτερή σου ανάγκη και επιθυμία να βλέπεις τα πράγματα και λίγο από τη σκοτεινή τους πλευρά. Ότι η τέχνη θα πρέπει να φωτίζεται και με αυτό το φως, όχι μόνο μετωπικά. Πρέπει να υπάρχει και ένα φως από πίσω. Συμφωνείς; Είναι πολύ ωραίο αυτό που λες. Νομίζω ότι μου ταιριάζει πάρα πολύ αυτό σαν άνθρωπο. Σε όλη τη ζωή μου αναζητάω αυτό που είναι μπροστά και αυτό που είναι από πίσω. Δηλαδή ψάχνω το από πίσω, ψάχνω τις αιτίες που γεννούν αυτό που είναι μπροστά από την κάμερα, αυτό που τελικά βγαίνει προς τα έξω. Με ενδιαφέρει πάρα πολύ αλλά δεν θέλω να το ψάξω βαθύτερα. Ο Μανώλης Αναγνωστάκης λέει μία φράση «δεν θέλω να γνωρίζω πάρα πολύ τους ανθρώπους». Εγώ τη μετατρέπω και λέω εγώ δεν θέλω να γνωρίζω πάρα πολύ τον εαυτό μου. Ξέρω όμως ότι δεν με ενδιαφέρει μόνο αυτό που δείχνεται επισήμως. Μ' αρέσει και αυτό το σκοτεινό, το ημιφωτισμένο που γεννάει αυτό που δείχνεται μπροστά. Αυτό μου ταιριάζει. Τώρα ένας ψυχαναλυτής μπορεί να μου βρει τις αιτίες, δεν θέλω όμως να το μάθω! Για φαντάσου μία ταινία που να δείχνει όλο αυτό μαζί ισοτίμως. Η προσέγγιση της ταινίας στο βιβλίο σου είναι πρωτότυπη για τα Ελληνικά δεδομένα. Δεν υπάρχει φυσικά παρόμοιο βιβλίο στην Ελλάδα αν και τελευταία γίνεται μία αξιόλογη προσπάθεια συγγραφής κάποιων φιλμογραφιών σκηνοθετών - και από την ΕΕΣ που συμμετέχεις εσύ- και κάποιων καταγραφών. Εμένα δεν με ενδιέφερε η πρωτοτυπία. Μ' ενδιέφερε να κάνω το χρέος μου απέναντι στον Δάσκαλο και στο μετεφηβικό μου βίωμα κατά κάποιο τρόπο, γιατί η Ευδοκία για μας, όπως σου είπα ήδη, είναι ένα γεγονός θρησκευτικό. Και νιώθω και τρομερή ευγνωμοσύνη στον Αλέξη πως εμπιστεύτηκε ένα παιδάκι που ούτε καν το ήξερε, όχι μόνο για να φτιάχνει καφέδες και να κάνει θελήματα αλλά και να κάνει μαζί του το ντεκουπάζ, να συζητάει για την αισθητική μιας σκηνής και να ακούει τις απόψεις του αν του άρεσαν. Αυτό το πράγμα με ενηλικίωσε. Πάντως μου κάνει εντύπωση πως το βιβλίο δεν είναι ένας εξωραϊσμός. Αναδεικνύει και τις αδυναμίες της ταινίας. Αυτό είναι πολύ σημαντικό γιατί συνήθως υπάρχει η τάση όταν γράφεις για κάτι που αγαπάς πολύ να το υπερθεματίζει. Φυσικά. Νομίζω ότι οι όποιες αδυναμίες του Αλέξη τον κάνουν πιο ανθρώπινο. Εκείνο για το οποίο στεναχωρέθηκα πάρα πολύ και θέλω να στο πω είναι ότι έγινε ένας αγώνας δρόμου να τον προλάβω ζωντανό. Ήξερα ότι τελειώνει, είχε τη γεροντική άνοια που τον είχε κτυπήσει εδώ και πολλά χρόνια και οι γιατροί έλεγαν ότι είναι υπόθεση μηνών, το τέλος. Όταν ξεκίνησα ένα χρόνο πριν να γρά­φω το βιβλίο τού είχα διαβάσει μερικά αποσπάσματα και σαν να φωτίστηκε κάτι στο βλέμμα του. Είμαι σίγουρος ότι δεν είναι δική μου φαντασιακή προβολή πάνω του. Το είδα στο βλέμμα του, σαν να φωτιζόταν, κουνούσε το κεφάλι του ευχαριστημένος, σαν να καταλάβαινε ότι τον αφορά αυτό το πράγμα. Ήθελα να του δώσω να χαϊδέψει το βιβλίο, να το ακουμπήσει έστω κι αν δεν καταλάβαινε πολλά πράγματα αλλά δυστυχώς δεν πρόλαβα για μία βδομάδα. Όταν έκλεισα τις διορθώσεις και αποφάσισε η εκδότης μου κα. Πατάκη ότι πάει για τύπωμα, εκείνη την ώρα τηλεφώνησε η γυναίκα του, ανακοινώνοντάς μου ότι ο Αλέξης έσβησε στις 1:20 στις 4 Μαΐου. Πήρα ένα ταξί και πήγα δίπλα του και ήταν μόλις είχα τελειώσει το βιβλίο από όλες τις διαδικασίες. Έμενε μόνο αυτή του τυπώματος που κράτησε μία βδομάδα. Δυστυχώς δεν τον πρόλαβα για μία βδομάδα. Δεν ξέρω αν θα σήμαινε κάτι. Για μένα όμως θα σήμαινε πολλά να έχει ο Αλέξης το βιβλίο της Ευδοκίας στα χέρια του. Και το εύχομαι για όλους τους συναδέλφους σκηνοθέτες του νεότερου κινηματογράφου αυτό. Δηλαδή ένας μικρός βοηθός που δεν τον πιάνει το μάτι σου και που είχε πάει στο γύρισμα μιας ταινίας τους κάποτε να γράψει ένα βιβλίο γι’ αυτή την εμπειρία και να είναι σημαντικό αυτό το βιβλίο, να αποκαλύπτει κάτι από τη διαδικασία γύρισμα αυτής της ταινίας. Θεωρείς ότι με τις τρεις ταινίες που έκανε ο Αλέξης εξέφρασε πλήρως τη φιλοσοφικο-ιδεολογική του κοσμοθεώρηση; Όχι, γιατί ο Δαμιανός είναι κάτι ευρύτερο. Η παρουσία του, η πνευματική του οντότητα, το εκτόπισμα του ήταν ευρύτερο από τις τρεις ταινίες του. Μακάρι να έκανε κι άλλες. Τόσες μπόρεσε όμως. Είναι σημαντικό το έργο του, ωστόσο δεν χωράει όλη του την προσωπικότητα. Γι' αυτό είμαι σίγουρος. Αυτή την γεύονταν οι φίλοι του. Στις εκδρομές, στις συζητήσεις, στις όποιες συναντήσεις μας. Τις θυμάμαι όλες και ιδιαίτερα τη συγκλονιστική τελευταία μας που είχαμε πάει μαζί στο Ηρώδειο να δούμε τις Βάκχες και δεν του άρεσε καθόλου η παράσταση. Στεναχωριόταν και μας είπε "εγώ θα κοιτάω την Ακρόπολη". Ενώ γινόταν η παράσταση την ξέχασε, έβγαλε την πρίζα, κοιτούσε την Ακρόπολη φωτισμένη και έκλαιγε! Και μετά από λίγο φύγαμε. Αυτό είναι κάτι σημαντικό για μένα, δηλαδή για τους ανθρώπους εκείνης της εποχής. Ο Κούντερα έχει πει ότι αλλίμονο αν ένας καλλιτέχνης είναι πιο ευφυής από το έργο του. Αυτός ο ισχυρισμός στην περίπτωση του Δαμιανού ανατρέπεται; Δεν μίλησα για ευφυΐα. Μίλησα για πνευματικό περιεχόμενο. Η εξυπνάδα δεν είναι γενικώς ο καλύτερος σύμβουλος για το έργο τέχνης. Άλλο εξυπνάδα και άλλο το πνευματικό περιεχόμενο. Ίσως δεν το μετέφερα εγώ σωστά. Εννοεί το πνεύμα. Είναι αυτό που συμβαίνει όταν έρχεσαι σε επαφή με κάποιους καλλιτέχνες και δεν είναι σε θέση να υποστηρίξουν πνευματικά το έργο τους. Επειδή είναι πολύ πιο χαμηλά από αυτό. Αυτό συμβαίνει αλλά δεν είναι πιο χαμηλά. Απλά δεν μπορούν να το εξηγήσουν διότι η γλώσσα τους είναι μέσα από το έργο. Ο Αλέξης μπορούσε να εκφράσει τον εαυτό του και στην καθημερινότητα, αλλά στο έργο δυσκολευόταν. Διότι ήταν ένας άνθρωπος από άλλη τέχνη που έκανε σινεμά. Μη το ξεχνάς αυτό. Με την τεχνική και όλα τα συμπράγκαλα αυτής της βιομηχανικής τέχνης του 20ου αιώνα, δηλαδή του κινηματογράφου είχε δυσκολίες αλλά αυτές τον έκαναν κάπου περισσότερο δημιουργικό και περισσότερο ανατρεπτικό. Στην καθημερινή του ζωή είχε λόγο. Ήταν από τους μορφωμένους ανθρώπους που μεγάλωσαν στον μεσοπόλεμο, που ακολούθησαν την ελληνική ιστορία και μπορούσε να εκφραστεί απολύτως. Δεν είναι όπως αυτοί οι άνθρωποι που λες. Στον κινηματογράφο είχε δυσκολίες να εκφραστεί. Καθημερινά όμως μπορούσε υπέροχα γιατί συνδύαζε μία έξοχη πνευματικότητα, παιδεία αλλά και βίωμα και ένα κορμί που ακουμπούσε τη γη, που έπιανε το χορτάρι, που ήξερε πώς θα φυτέψει το δέντρο, πως θα το μπολιάσει, ήξερε πώς θα κάνει κρασί, πως θα διορθώσει τη γη, πως θα βάλει την κοπριά, ήταν ένας άνθρωπος ζωικόs και πνευματικός μαζί στη ζωή του περισσότερο από ότι στο έργο του. Ήταν ιδιαίτερη περίπτωση. Αυτό που λέει ο Κούντερα δεν ισχύει πάντα. Ο Δαμιανός είχε δυσκολία με το σινεμά. Αλλά μην ξεχνάς ότι και στη λογοτεχνία το ίδιο δεν έγινε; Οι τρεις μεγαλοφυείς ποιητές μας δεν ήξεραν καλά ελληνικά. Ο Σολωμός, ο Κάλβος και ο Καβάφης δεν ήξεραν πολύ καλά ελληνικά. Ο Δαμιανός είναι ο κορυφαίος - φαντάζομαι να μην το αμφισβητεί κανείς - σκηνοθέτης του Νέου Ελληνικού κινηματογράφου, και επιμένω για τον ΝΕΚ, χωρίς να ξέρει σινεμά. Και είναι η πρώτη φορά που λέω κάτι τέτοιο, δηλαδή για τον παραλληλισμό του Δαμιανού με τον Κάλβο, τον Σολωμό και τον Καβάφη που δεν ήξεραν ελληνικά, γι' αυτό σε ευχαριστώ που μου έκανες αυτή την ερώτηση. Αυτός δεν ήξερε σινεμά. Αυτό που λες βάζει ένα μεγάλο ζήτημα. Πώς είναι δυνατόν κάποιος που δεν γνωρίζει μία γλώσσα να μπορέσει να εκφραστεί μέσα από αυτήν. Δηλαδή, αν είσαι μουγκός πώς θα πεις αυτό που θέλεις έτσι ώστε να σε καταλάβει ο άλλος; Ενέχει μία μεταφυσική αυτό; Πώς το εξηγείς; Όχι, μας λέει ότι το αίτημα για την έκφραση είναι ισχυρότερο από τη γλωσσά μίας τέχνης που δεν την κατέχεις απολύτως. Διότι κάτι κατέχεις, δεν υπάρχει πλήρης άγνοια απέναντι στην τέχνη. Άλλωστε είχε ανθρώπους δίπλα του που τον βοηθούσαν. Δεν έπεσε στη ρουτίνα της αφηγηματικότητας του κινηματογράφου. Ήθελε να τον ανακαλύψει από την αρχή γι' αυτό και η γραφή της Ευδοκίας είναι σπουδαία: διότι έχει την παρθενικότητα της πρώτης φοράς που έρχεται μετά από την άγνοια κάτι φέγγει και λέει έτσι θα το κάνω. Αυτό είναι συγκλονιστική αίσθηση. Έχει μία ριγηλότητα αυτό το πράγμα. Και υπάρχει αυτό στην Ευδοκία γιατί η γραφή της δεν έχει μελετηθεί αρκετά. Νομίζουν ότι η γραφή στο ελληνικό σινεμά είναι τα πλάνα του Αγγελόπουλου. Είναι γελοίο να συζητάμε ότι δεν υπάρχει γραφή στην Ευδοκία. Η γραφή της έχει αυτή την ανακάλυψη της πρώτης φοράς, το αίσθημα των πραγμάτων που το ακουμπάς την πρώτη ημέρα της δημιουργίας. Όπως λέω στο βιβλίο είχαμε βρει τον όρο «συγκινημένη απόσταση». Κόντρα στον Μπρεχτ εκείνης της εποχής. Δηλαδή πάμε μακριά για να συγκινηθούμε, όχι για να δουλέψει το μυαλό μας, να κάνουμε τον έξυπνο στο θεατή όπως συνήθως συμβαίνει. Το σχέδιο για τη συγγραφή του βιβλίου γεννήθηκε τώρα τελευταία ή το είχες από παλιά; Δεν τα είχα από παλιά, απλώς όταν τον Νοέμβρη του 2004 μου ζήτησαν να γράψω κάτι σε ένα αφιερωματικό βιβλίο για τον Αλέξη που θα έβγαζε το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης σκέφτηκα τρεις σκηνές από την Ευδοκία. Αυτό μου άνοιξε την όρεξη και είπα «για σκέψου ένα βιβλίο ολόκληρο πάνω στην Ευδοκία και να πάρει το βιβλίο ο Αλέξης στα χέρια του». Βέβαια δούλεψα πολύ σκληρά καθημερινά για ένα χρόνο, βλέποντας δεκάδες φορές ξανά την ταινία, σκαλίζοντας to μυαλό μου προσπαθώντας να θυμηθώ πράγματα θαμμένα στη μνήμη μου. Μιλούσα με τους συντελεστές, με τον Χρήστο Μάγκα, με όλους τους ανθρώπους. Ξαναβρέθηκε η ομάδα της Ευδοκίας στην αυλή επάνω. Είναι τρομερό. Ξαναβρεθήκαμε με τον Λοχία, αλλά δυστυχώς έλειπε η Ευδοκία. Διαβάζοντας το βιβλίο, πέρα από όσα συζητήσαμε είδα ότι αποτελεί και ένα μάθημα κινηματογράφου σχετικά με το γύρισμα μίας ταινίας. Ήταν ηθελημένο αυτό; Φυσικά. Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που με έκαναν να το γράψω. Να μην μας κατηγορούν δηλαδή οι νεότερες γενιές ότι τους κάναμε μόνο έναν κινηματογράφο που δεν τους πολυαρέσει. Ας τους δώσουμε και ένα βιβλίο, όσον αφορά εμένα τουλάχιστον, και θα λάβουν το μήνυμα ή δεν θα το λάβουν. Αυτή η διαδικασία γυρίσματος μπορεί να εφαρμοστεί σε κάθε άλλη ταινία. Την άποψη του Δαμιανού για τους ερασιτέχνες ηθοποιούς την συμμερίζεσαι; Όχι, αλλά τη συμμερίζομαι για τον Αλέξη. Επειδή τον είδα πώς δουλεύει. Μα είναι γελοίο να τα κάνει κάποιος άλλος. Ο τρόπος που δούλευε, ο τρόπος που τους έψαχνε, οι ατέλειωτες ώρες, η ανίχνευση της ψυχής τους, του σώματός τους, των δυνατοτήτων τους, του βλέμματός τους, ήταν μία υπέροχη ιστορία. Δεν ήταν μόνο η γραφή, η πρώτη μέρα της δημιουργίας, ήταν και η παρθενικότητα της παρουσίας αυτών των ανθρώπων. Δεν θα μπορούσε να το παίξει ένας ηθοποιός ο οποίος έχει αναλωθεί στο θέατρο ή στον κινηματογράφο, να παίξει έναν ακόμα πάλι ρόλο. Όταν βλέπουμε τώρα το πολιό ελληνικό σινεμά, τους πολύ κάλους ηθοποιούς, δεν βλέπουμε σε αυτό το στόρι αλλά τον Παπαγιαννόπουλο σε διάφορους ρόλους. Αυτόν βλέπουμε. Ο Δαμιανός ήθελε να αφηγηθεί ο ίδιος και ήθελε πρωτογενές υλικό. Και το έκανε υπέροχα. Νομίζω ότι σε κάποιες στιγμές, το αναφέρω κιόλας, έχει χαθεί το βάθος από την ερμηνεία, ακόμη και από την Ευδοκία στην περίφημη σκηνή που τρώει τον καθρέπτη. Δεν μπορούσε να το βγάλει. Ήθελε μία ηθοποιό με κάποια τεχνική και πιο έμπειρη παρόλο που πάλεψε αφάνταστα τη σκηνή. Η ίδια μεθούσε επειδή δεν μπορούσε να τη βγάλει. Ήταν πολύ δραματικό, αλλά κάτι κερδίζεις, κάτι χάνεις. Η ασφάλεια να πάρεις έναν γνωστό ηθοποιό και να παίξει τον εαυτό του δεν σε οδηγεί και πουθενά. Μάλλον σε κακό δρόμο σε πάει. Εμένα μ' αρέσει να παίρνω ηθοποιούς που τους ξέρει αλλιώς και να παίζουν κάτι άλλο. Όπως για παράδειγμα ο Ηλίας Λογοθέτης ή ο Δημήτρης Καταλειφός. Και ο Αγγελόπουλος έχει μεταμορφώσει επαγγελματίες ηθοποιούς, για να μη λένε μονό αρνητικά γι' αυτόν. Και ο Παπαγιαννόπουλος και ο Κατράκης έχουν παίξει υπέροχα στις ταινίες του. Για πρώτη φορά μέσα από το βιβλίο σου αναδεικνύεται το μέγεθος του κορυφαίου οπερατέρ του ελληνικού κινηματογράφου, του Χρήστου Μάγκου. Δεν έχουμε δει κάποιον καλύτερο σε όλη την ιστορία του ελληνικού σινεμά! Όταν είχα πει κάποτε στον Γιώργο Πανουσόπουλο, έχοντας στο νου μου τα πλαναρίσματα που είχε κάνει στο θηραϊκό Όρθρο των Τορνέ-Σφήκα, ότι είναι ο καλύτερος οπερατέρ στην Ελλάδα μου είπε «όχι, υπάρχει και ένας καλύτερος». "Ποιος είναι αυτός;" τον ρωτάω. Και μου απαντάει "Ο Χρήστος Μάγκος" ο οποίος βέβαια σταμάτησε μετά. Σταμάτησε για να φέρει την ψηφιακή τεχνολογία στην Ελλάδα καθώς έκανε ένα από τα σημαντικότερα εργαστήρια της Ευρώπης. Ο Μάγκος ήταν υπέροχος διότι δεν ήταν διανοούμενος. Είναι αυτό που έλεγες πριν για τον Κούντερα. Ενώ ήταν έξοχο το βλέμμα του, με βάθος, με ποίηση, δεν τα έλεγε, δεν μιλούσε γι' αυτά τα πράγματα, τα έκανε όμως και έδωσε την ψυχή του σε αυτήν την ταινία. Και όχι μόνο στην Ευδοκία καθώς έκανε και την ωραιότερη φωτογραφία όλων των εποχών στο τρίτο σκέτς της ταινίας του Δαμιανού Μέχρι το Πλοίο που νομίζω ότι είναι η αξεπέραστη εικόνα του ελληνικού κινηματογράφου. Αυτή δεν είχε συγκλονίσει από όσο ξέρω τον... ...Σαμπρόλ, που είχε πει ότι "θα ήθελα σε όλη μου τη ζωή να κάνω ένα πλάνο από αυτή τη σκηνή"! Μα πού να κάνει ένα τέτοιο πλάνο; Είναι δυνατόν; Όχι τον Σαμπρόλ αλλά τον Τσαρούχη. Ο Τσαρούχης ήταν φίλος του Αλέξη και είπε για τον Μάγκο ότι ήταν ο καλύτερος οπερατέρ του κόσμου. Και το άκουσα αυτό! Δεν είναι μεγάλη κουβέντα. Το τι βάθος είχε αυτό το είχε αυτό το παιδί. Οι πατέντες που είχε κάνει στην Ariflex στην οποία προσάρμοσε φωτογραφικούς φακούς ήταν εκπληκτικές. Ο Μάγκος είναι ιερό πρόσωπο για τον νεότερο κινηματογράφο μας. Έπαιρνε τη μηχανή του και γύριζε αφιλοκερδώς. Αδιανόητα πράγματα. Λίγο είναι να βγάλεις αυτή την εικόνα καταμεσήμερο, με ντάλα ήλιο. Υπέροχος. Είχε ποίηση μέσα του αυτό το παιδί. Πάντα την είχε χωρίς να μπορεί να την εξηγήσει, και καταλάβαινε τον Αλέξη χωρίς πολλά λόγια. Υπήρχε μία μυστική συνομιλία ανάμεσά τους. Πρέπει να λέμε Χρήστος Μάγκος: το τρίτο σκετς του Μέχρι το Πλοίο και Ευδοκία. Φτάνει αυτό το πράγμα. Δεν έχει ξεπεραστεί η φωτογραφία του τρίτου σκετς από κανέναν, ούτε από τους καλούς φωτογράφους, τον Αρβανίτη ή τον Μπέλη. Έτσι πιστεύω. Αν δεν υπήρχε η «Ευδοκία» ή γενικά το σινεμά του Δαμιανού θα άλλαζε κάτι στη γενικότερη εικόνα του ελληνικού κινηματογράφου; Θα ήμασταν απλώς φτωχότεροι, γιατί παρόλο που φαίνεται ότι κάπου έχει επηρεάσει δεν έχει επηρεάσει και πάρα πολύ. Διότι θέλει κότσια για να επηρεαστείς. Πρέπει να έχεις τη δύναμη του Αλέξη για να κάνεις αυτά που κάνει. Άλλωστε όλη η αφήγηση της Ευδοκίας είναι στην κόψη του ξυραφιού. Εύκολα μπορεί να γίνει γελοίο αυτό το εγχείρημα, αν δεν πείσει η δύναμή της. Ποιο είναι το μέγιστο μάθημα που πήρες αναπνέοντας σινεμά δίπλα στο γύρισμα της Ευδοκίας; Ότι δεν λέμε τζάμπα λόγια. Αυτό που είναι η ζωή μας είναι και το έργο μας. Δεν κοροϊδεύουμε κανέναν. Και μάλιστα ότι μέσα από το έργο μας προσπαθούμε να γίνουμε καλύτεροι και το έργο μας έχει σχέση με τον τόπο που το γέννησε. Στο τέλος του βιβλίου μιλάς για την ιδιότυπη αθανασία που χαρίζει το σινεμά στις εικόνες και ότι η 17χρονη Ευδοκία δεν θα αγγιχτεί ποτέ από το χρόνο. Έτσι θα μείνει πάντα αυτή η κοπέλα με το ριγηλό αυτό γέλιο. Δεν θα μεγαλώσει ποτέ. Αυτό πίστευα και εγώ κάποτε για την αθανασία των εικόνων αλλά τελικά συνειδητοποίησα ότι όλα είναι πεπερασμένα, όλα χάνονται στο βάθος του χρόνου. Το σημαντικό είναι η ίδια η στιγμή, το τώρα που ταυτόχρονα είναι και αιωνιότητα. Ας πούμε ότι είναι αυτό που λες. Ότι η στιγμή που το έπαιξε έχει αποτυπωθεί και μένει στις ψυχές μας. Η Ευδοκία μένει εκεί. Στην πραγματικότητα έχει πεθάνει απλά έχει κάνει κι ένα κοριτσάκι. Μας λείπει πάρα πολύ η Ευδοκία, αυτό το υπέροχο παιδί. Δεν ξέρω τι θα ήταν η ταινία του Αλέξη χωρίς τη Μαρία Βασιλείου. Νομίζω ότι δεν θα τη γύριζε. Θεωρείς ότι έχεις κλείσει τον δημιουργικό σου κύκλο γύρω από τον Δαμιανό; Δεν ξέρω πως θα είναι το μέλλον. Ο Αλέξης Δαμιανός είναι παντού μία πηγή για μένα. Δεν δούλεψα δυστυχώς στον Ηνίοχο, δεν δούλεψα στο Μέχρι το Πλοίο επειδή ήμουν πολύ μικρός, έχω καταγράψει όμως τη μορφή του στην τηλεόραση και στον Καιρό των Ελλήνων. Έχει δεθεί με τη ζωή μου. Είναι μερικά πρόσωπα που έχουν δεθεί με τη ζωή μου. Και έχω κάνει διάφορα γι' αυτούς. Ταινίες, κείμενα. Πάντα θα είναι μία πηγή για μένα ο Αλέξης Δαμιανός και χαίρομαι πάρα πολύ που φέτος θα τον τιμήσει και το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Θα γίνει από ότι ξέρω κάτι σαν εργαστήρι για τον Αλέξη Δαμιανό όπου σε μία μικρή αίθουσα του Μουσείου Κινηματογράφου θα παίζονται εκεί ό,τι έχει σχέση με τη μορφή του, δηλαδή τα τηλεοπτικά, ακόμη και ο Παράξενος Ταξιδιώτης, Ο Πατούχας, Ο Φόβος, Ο Καιρός των Ελλήνων, τα μικρά περάσματα που έκανε στην Παρεξήγηση του Σταύρακα, στον Καβάφη του Σμαραγδή, στο Αίνιγμα του Σολδάτου. Δηλαδή θα υπάρχει ένα ταξίδι της μορφής του στο χρόνο και αυτό με συγκινεί πάρα πολύ. Αν είναι να αντλήσει κάτι ο νέος κινηματογραφιστής από το έργο του Δαμιανού, ποιο είναι αυτό; Την ανένδοτη σχέση με την αυθεντικότητα. Την αναζήτηση της αυθεντικότητας και της ειλικρίνειας μέσα από την έκφρασή του. Και την αγάπη για τον τόπο. Και ότι δεν σε σώζει να κρύβεσαι πίσω από ευκολίες και από συρμούς. Ο Δαμιανός δεν υιοθετεί στο έργο του ούτε το παραμικρό ξενικό στοιχείο. Όλα τα υλικά του πηγάζουν από μία βαθύτατη ελληνικότητα η οποία γίνεται και οικουμενική. Ναι. Και δεν είναι η ελληνικότητα που ιδεολογικά είναι αντιδραστική και την έχουν αγκαλιάσει οι φασίστες και όλα τα ψώνια της τηλεόρασης. Είναι ένα δέσιμο με το χώμα, την ψυχή του τόπου, την Ελλάδα.